Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

2651 Κυκλῶ αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

2652 Κύκλωπεϲ: ἄγριοι ἄνθρωποι. καὶ Κυκλώπειον βλέμμα. [*](Δ) ϲημαίνει δὲ καὶ ὄροϲ.

2653 Κύκλωϲιϲ: παρατάξεωϲ εἶδοϲ. δείξαντεϲ ἐν ἡμέρα μιᾷ καὶ [*](Ε) ὅπωϲ κυκλώϲαϲθαι διʼ ὑπερβολὴν ἀνδρείαϲ, παρὰ τὴν χρείαν τοῦ πολέμου τὴν ἐπὶ τῆϲ ἐξουϲίαϲ ἄϲκηϲιν ἐνδειξάμενοϲ.

[*](Phil.)

2654 Κύκλοι ἐν τῷ οὐρανῷ πέντε· Ἀρκτικόϲ, ὁ ἀεὶ φαινόμενοϲ, Χειμερινόϲ, Τροπικὸϲ θερινόϲ, Ἰϲημερινόϲ, Ἀνταρκτικὸϲ ἀφανήϲ. λέγονται δὲ παράλληλοι, καθότι οὐ ϲυννεύουϲιν εἰϲ ἀλλήλουϲ· γράφονται μέντοι περὶ τὸ αὐτὸ κέντρον. ὁ δὲ Ζωδιακὸϲ λοξόϲ ἐϲτιν, ὡϲ αἴτιοϲ Harp. τοῖϲ παραλλήλοιϲ. Κύκλοι ἐκαλοῦντο οἱ τόποι, ἐν οἷϲ ἐπωλοῦντό τινεϲ· ὠνομάϲθηϲαν δὲ ἀπὸ τοῦ κύκλῳ περιεϲτάναι τοὺϲ πωλουμένουϲ.

[*](2647 Ar. Nu. 333 c. sch. ; Ar Mn 970.—972; Call. fr 279 2648 sch. Ar. Eq 137 2649 cf. L, Ambr. 1958 2650 ═ P, Σa, Ba 284, 25 cf H 2651 ═ Synt. Gud. et Laur. 2652 ἄνθρωποι ═ P, Ba 284, 26 Κυκλώπειον βλέμμα cf Ambr. 1916 ὄροϲ cf. Choer. An. Ox 2, 231, 25, unde Et M 544, 10 2654 vs 29 παραλλήλοιϲ Laert 7, 155 vs. 29 Κύκλοι sq. Harp. ═ P)[*](S2647 cf vv. B 488 et Δ 1650 2648 cf. 1261 2653 cf v περιέπτυξαν)[*](A et ArF(GVM))[*](2647 non nov. gl. G VM 2 διαφθορὰν Kust., sch. ἡγοῦνται A 3 καὶ— 13 χορικά om. F 7 ἢ] ἤγουν V 8 ϲοφιϲτὰϲ — 9 διθυραμβοποιούϲ om G 9 τῶν— 10 διδάϲκαλοι hic om sed post vs. 2 διθυράμβουϲ add. διθυραμβοποιοί γὰρ καὶ διδάϲκαλοι τῶν ἐγκυκλίων χορῶν ἦϲαν οὗτοι, ἤγουν περὶ Κινηϲίαν καὶ Κλεομένην καὶ Φιλόξενον V 10 αὐτῷ A 14 Κυκλόωροϲ V 16 κεκράκτηϲ] κράτηϲ F 2649 om. FV 20 κλέμμα AGM 24 ἐνδειξάμενοι Port.; locus corruptus 27 ϲυνεύουϲιν Fac GV γράφονται] inc. A, v etus manus 28 τὸ ex A F solis κέντρον om (propter comp.) F V 29 Κύκλοι] nov gl. F 30 περιεϲτάναι] περιεπάται A)
209

2655 Κύκνειον: τὸ τοῦ κύκνου μέλοϲ.

[*](Δ)

2656 Κύκνοϲ: ὄρνεον φιλῳδόν. κύκνον τὸν Μουϲῶν ἄξια [*](Δ) μελψάμενον.

[*](Anth.)

2657 Κύκνου πολιώτεροι δὴ οῖδ’ ἐπανθοῦϲι τρίχαϲ. ἀλλὰ κἀκ τῶν [*](Ar.) λειψάνων καὶ τῶνδε γνώμην νεανικὴν ἔχειν· ὡϲ ἐγὼ τοὐμὸν νομίζω γῆραϲ εἶναι, ἢ πολλῶν κίκιννουϲ νεανιῶν καὶ ϲχῆμα καὶ εὐρυπρωκτίαν.

2658 Κυκώμενοϲ: ταραττόμενοϲ.

2659 Κύλλαροϲ: ἵπποϲ Κάϲτοροϲ. παρὰ τὸ κέλλειν. ὁ ταχύϲ. Στηϲίχορόϲ [*](Ecl.) φηϲι τὸν Ἑρμῆν δεδωκέναι τοῖϲ Διοϲκούροιϲ Φλόγεον καὶ Ἅρπαγον, ὠκέα τέκνα Ποδάργαϲ καὶ Κύλλαρον.

2660 Κυλλήνη: ὄνομα πόλεωϲ. καὶ Κυλλήνιοϲ, ὁ Ἑρμῆϲ.

[*](Δ.)

2661 Κυλίνη: ἡ ἄκαρποϲ κράμβη.

[*](Δ)

2662 Κυλικεῖον: ἡ θήκη τῶν ποτηρίων.

[*](Δ)

2663 Κυλίνδει: κυλίει, ἐπιφέρει.

[*](Σ)

2664 Κύλινδροϲ.

[*](Δ)

2665 κύλιξ: φιάλη, ποτήριον. λέγεται καὶ κυλίκειον, χεῖλοϲ ἀποκεκρουϲμένον, [*](Σ Ar.) κεκλαϲμένον. καὶ Ἐπικυλίκιοι ἐξηγήϲειϲ. οἷα δὴ ἐν ϲτιβάϲι καὶ κύλικι ἐϲ τὸ ἁβρότερον ἀνακεκλιμένοιϲ ἐπιπεϲὼν ἔκτεινε. καὶ αὖθιϲ· καὶ ϲταγόνα ϲπονδῖτιν, ἀεὶ θέεϲϲιν ὀπηδόν, τήν [*](Anth.) κύλικοϲ βαιῷ πυθμένι κευθομένην.

2666 Κύλιξ ῥοπαλωτή: τὸ παρὰ πολλοῖϲ διακλύϲτηρον. Κόμοδοϲ, ὁ βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων, ἐπὶ τῇ ἀγωνίᾳ καμών, κύλικι ῥοπαλωτῇ [*](EV) παρὰ γυναικὸϲ γλυκὺν οἶνον ἐψυγμένον λαβὼν ἀμυϲτὶ ἔπιεν. ἐφ᾿  ᾧ παραχρῆμα πάντεϲ τοῦτο δὴ τὸ ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ εἰωθὸϲ λέγεϲθαι ἐξεβόηϲα, ζήϲειαϲ. καὶ αὖθιϲ· οἴμοι κύλικοϲ ἴϲον ἴϲῳ κεκραμένηϲ [*](Ar.) τῷ Ἑρμῇ μόνῳ ἔθυον κεκραμένην ϲπονδὴν διὰ τὸ ζώντων καὶ τετελευτηκότων ἄρχειν καὶ παρ᾿  ἀμφοτέρων τὰϲ τιμὰϲ δέχεϲθαι. ἔϲτι [*](2655 Ambr. 1917 2656 — ὄρνεον ═ H κύκνον sq. Anth. 7, 19, 2 2657 Ar. Vsp 1064 —70 2658 ═ P, Ba 284, 27, Ambr. 1939, sch. Φ 235 cf. H 2659 ═ An. Ox. 2, 456, 11, unde Et M. 544, 54; Stesich. fr. 1 2660— πόλεωϲ Ambr. 1867 et 1874 cf. sch. Ar. Eq. 1081, et sch. B 603, ex quo Et. M. 544, 43 Κυλλήνιοϲ sq. cf. Ambr. 1840 ═ Stud An. 268 2661 ═ Ambr. 1853, Boisson. 4, 383 vs. 325 2662 cf. Ambr. 1919, L 2663 ═ P, Ba 284, 28, H cf. sch. α 162, Ps. Herodian. 73, Ambr. 1932, sch Λ 347 2665 — ποτήριον ═ P, Ba 284, 29 cf. H; Et M. 544, 35 ═ L; Ambr. 1856, Ps. Herodian. 73 λέγεται— κεκλαϲμένον Ar. Ach. 459 c. sch. Ἐπικυλίκιοι ἐξηγήϲειϲ Laert. 4, 42 οἷα—ἔκετεινε fort. Aelian. καὶ ϲταγόνα sq. Anth. 6,190,9 —10 2666 Κόμοδοϲ —ζήϲειαϲ Cass. D. 72, 18, 2═ EV 2, 378, 23 —379, 3 οἴμοι—δέχεϲθαι Ar. Pl. 1132 c. sch. οὐ δέποθ’ sq. Ar. Lys. 226 235) [*](2656 cf. v. ὑμεναίων 2657 cf. 1597 2658 cf 2635 2665 Ar. cf v. A 3343 Anth. cf. v. ϲπονδή 2663 Cass. cf. v. Α 1687. Ar. Pl. cf. v. οἴμοι 2, hinc 1263. Ar. Lys cf vv. H 426, προϲκινήϲομαι, τυροκνήϲτιϲ) [*](1 Κύκλειον et κύκλου V 2 φιλᾳδόν A 2657 non nov. gl. F 4 δὴ] A(GFVM) δὲ F 6 εὐρυπρακτίαν GVM 8.9 Σταϲίχορόϲ A 10 τέκνον GM Ποδάγραϲ G 2660 —1 post 2334 GM ὁ om. GF 12 Κυλίνη G Mec, Ambr. Boiss., epimerismi lege cum 2660 coniuncto perspexit Bhd.: Κυλίβη AFV Mac, ordo poscit 16 καὶ AF; δὲ καὶ GVM κυλίκιον GVM 18 ἐπικεκλιμένοιϲ A 19 καὶ αὖθιϲ—20 κευθομένην om. F 19 καὶ alt. om. A τὴν A; τῆϲ GVM Anth. 23 ἐφ’— p. 210, 5 κύλιξ om. F 24 εἰωθὸϲ om. A 27 καὶ— δέχεϲθαι ex A solo)

210
δὲ καὶ ὅρκοϲ ὁ ἐπὶ τῆϲ κύλικοϲ οὗτοϲ· οὐδέποθ’ ἑκοῦϲα τἀνδρὶ τοὐμῷ πείϲομαι· εἰ δέ μ’ ἄκουϲαν βιάζηται βίᾳ, κακῶϲ παρέξω, κοὐχὶ προϲκινήϲομαι· οὐ πρὸϲ τὸν ὄροφον ἀντενῶ τὰ Περϲικά· οὐ ϲτήϲομαι λέαινα ἐπὶ τυροκνήϲτιδοϲ. ταῦτ’ ἐμπεδοῦϲα μὲν πίοιμ’ ἐντευθενί· εἰ δὲ παραβαίην, ὕδατοϲ ἐμπληϲθῇ κύλιξ.

[*](Δ)

2667 Κυλίω.

[*](Ar.)

2668 Κυλίχνιον: ἔκπωμα· ὃ νῦν λέγουϲι πυξίδιον. ἔχουϲι δὲ οἱ ἰατροὶ τὰ πυξίδια, ἐν οἷϲ βάλλουϲι τὰ πάϲματα.

[*](Δ)

2669 κυλλοπόδιον: ἐπὶ κλητικῆϲ.

2670 Κυλλόϲ: ὁ πεπηρωμένοϲ. Κυλλοὺϲ δὲ Ἀττικοὶ καλοῦϲιν Prov. ἐπὶ ποδῶν καὶ ἐπὶ τῶν χειρῶν· ὁμοίωϲ καὶ χωλοὺϲ τοὺϲ χεῖρα πεπηρωμένουϲ. Εὔπολιϲ· ὅτι χωλὸϲ εἶ ϲὺ τὴν χεῖρα ϲφόδρα. λέγεται καὶ Κύλλου πήρα, τόποϲ οὕτω καλούμενοϲ ἐν τῇ Ἀττικῇ. ἔϲτι δὲ καὶ κρήνη, ἀφʼ ἧϲ τὰϲ ϲτερίφαϲ πίνειν γυναῖκαϲ, ἵνα ϲυλλαμβάνωϲι.