Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2251 Κῶμα: κοίμημα. Ἀλέξανδροϲ δὲ πλήρηϲ ὢν ἐκ ϲυμποϲίου [*](Σ) ἐπὶ κῶμον ἦλθεν εἰϲ Ἀντιπάτρου οἱ πάντεϲ οἱ φίλοι παρακληθείϲ.

[*](Ε)

2252 Κωμάζει: κῶμον ἢ δρᾶμα ᾄδει, ὑβρίζει.

[*](Σ)

2253 Κωμάρχηϲ: ὁ τῶν πόλεων ἄρχων παρὰ Ξενοφῶντι.

[*](Δ)

2254 Κωμάϲαι· ὁ δὲ Μάρκοϲ, ὁ Ῥωμαίων ϲτρατηγόϲ, ἐβούλετο [*](Ε) ἀπολυθεὶϲ τοῦ πολέμου πρὸϲ Λυϲιτανοὺϲ μεταλαβεῖν τὸν πόλεμον καὶ τὸ λεγόμενον ἐκνεύϲαϲ τὴν ἀνδρωνῖτιν εἰϲ τὴν γυναικωνῖτιν κωμάϲαι. καὶ αὖθιϲ· ὁ Ἀπολλώνιοϲ ἔφη· ψηφίϲωμεν ὧδε ἐϲτεφανῶϲθαι αὐτὸν ἐπὶ ϲωφροϲύνῃ, καὶ πρὸ ππολύτου Θηϲέωϲ. ὁ μὲν γὰρ ἐϲ τὴν Ἀφροδίτην ὕβριϲεν, ὁ δὲ οὔ. καὶ διὰ τοῦτο οὐδὲ ἀφροδιϲίων ἥττητο, οὐδὲ ἔρωϲ ἐϲ αὐτὸν εἰϲεκώμαζεν, ἀλλ’ ἦν τῆϲ ἀγροικοτέραϲ τε καὶ ἀτέγκτου μοίραϲ. καὶ αὖθιϲ· ἐπὶ τῷ κωμᾶϲ καὶ κομψὸϲ [*](Ar.) εἶναι προϲποιῇ,

2255 Κωμάϲομαι: ἀϲελγῶϲ διατεθήϲομαι. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἦν γάρ [*](Anth.) με κτείνῃϲ, τότε παύϲομαι· ἦν δέ μʼ ἀφῇϲ ζῆν καὶ διαθῇϲ τούτων χείρονα, κωμάϲομαὶ.

2256 Κιυμαϲτήϲ: ὁ τρυφῶν μετ’ ὡδῆϲ ἀϲελγοῦϲ.

2257 Κώμαυλοϲ τὸν ἐχῖνον ἰδὼν ἐπὶ νῶτα φέρονπα ὁᾶγαϲ ἀπέκτεινε τῷδ’ ἐπὶ [*](Suid.) θειλοπέδῳ.

2258 Κώμη: εἰϲ ἢν ἐκοιμῶντο ἀπὸ τῶν ἔργων ἀνιόντεϲ· ἢ χώμη, [*](Ecl.) οἷο ἀνάχωμά τι· κατὰ ϲύγκριϲιν τοῦ ἐδάφουϲ. καὶ Κωμῆται. οἱ τῆϲ κώμηϲ οἰκήτορεϲ. καὶ Ἐκώμαϲεν, ἀντὶ τοῦ παρεγένετο. θρῆνοϲ δ’ εἰϲ ὑμέναιον ἐκώμαϲεν, ἡ δὲ τάλαινα οὔπω γυνὴ καὶ νέκυϲ [*](Anth.) ἐβλέπετο. καὶ παροιμία· γϲ ἐκώμαϲεν, ἐπὶ τῶν ἀκόϲμωϲ τι [*](Prov.) ποιούνπων.

[*](2250 Harp 2251 — κοίμημα ═ P, Σᵃ, sch. 359 cf. Ba 286, 1 7, H. Erotian. 47, 21 2252 ═ P, Σa cf. H, Ba 286, 18, sch. Luc. 214, 28 2253 —ἄρ- χu cf. Ambr. 1970. Χen. An 4, 5, 10 2254 —κωμάϲαι Polyb. fr. 110 cf. 35, 2, 2 vs. 9 ὁ—13 μοίραϲ Philostr. 6, 3 vs. 13 ἐπὶ sq. Ar. Vap. 1317 2255 ἦν sq Anth 5, 64, 3—4 2256 ═ P, Ba 286, 19, sch. Luc. 215,1 cf. H 2258 ἐδάφουϲ ═ Et. Gud. Κωμῆται —οἰκήτορεϲ aliter Ambr. 1966 θρῆ- vοϲ—ἐβλέπετο Anth. 7, 186, 3—4 ὕϲ sq. ═ Paioem. ed Gsf. 115 n. 919, H cf Theognost. An. Ox. 2, 24, 6)[*](2250 cf 1078 2251 cf 2235 in. 2254 Polyb. cf. v. Α 2196; Philostr cf. vv. Α 4330 et Πιμαϲίων 2257 ex v. 4009 2258 Anth. cf. v. ἐ 548; Paroem. cf. v. ὑπεκώμαϲε)[*](1 Κολυπεύϲ Vac Mac, v. l. 1978 ολυτεύϲ 1978, Harp. 2 Ἀλέξανδροϲ—3 παρα- Ar et AF(GVMB) κληθείϲ ad 2265 rettulit Gaf. 3 οἴ—παρακληθείϲ om. F οῖ] καὶ Port. παρα- κληθέντεϲ Port. παρεκλήθηϲαν Bhd. 7 ἀπολυθῆναι F καὶ —14 προϲποιῇ om. F 10 εἰϲ A, v. l. . Τιμαϲίων 12 εἰϲ A om. G, ἐπʼ v. Πιμαϲίων, Philostr. ἑαυτὸν G 13 ἀτέγκου G ἀτέκτου V κωμᾶϲαι V κομᾶϲ B, Ar. 15 ἀϲεβῶϲ F ἐν—17 κωμάϲομαι om. V 2257 om. F 21 ἐκρεμῶντο F ἀνιόντεϲ] inc. A Vetus manus 22 καὶ om. A 23 παρεγίνετο F 25 ἐβλέπτετο A)
174
[*](Σ)

2259 Κώμην: οἱ πλεῖϲτοι τὸν ϲτενωπὸν καὶ τὴν οἷον γειτνίαϲιν, οἱ δὲ τοὺϲ ἐν τῇ πόλει δήμουϲ κώμαϲ φαϲὶ προϲαγορεύεϲθαι. καὶ κωμήταϲ, τοὺϲ δημόταϲ ἐν τῇ πόλει καὶ οἷον ἐν τῇ αὐτῇ τάξει καὶ μοίρᾳ τῆϲ πόλεωϲ οἰκοῦνταϲ. οὕτωϲ Ἄριϲτοφάνηϲ. εἴρηκε δὲ καὶ Θουκυδίδηϲ κώμαϲ τοὺϲ δήμουϲ ἐν α΄· κατὰ κώμαϲ δὲ τῷ παλαιῷ τρόπῳ οἰκηθεῖϲα.

[*](call.)

2260 Κωμῆται: καὶ οἱ γείτονεϲ· κώμη γὰρ ἡ γειτονία. Καλλίμαχοϲ Ἐκάῃ· τοῦτο γὰρ αὐτὴν κωμῆται κάλεον περιαγέεϲ. Βάβριοϲ· ὄνῳ τιϲ ἐπιθεὶϲ ξόανον εἶχε κωμήτηϲ.

[*](Ar.)

2261 Κωμῆται· κωμήταϲ οἱ παλαιοὶ τοὺϲ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἀμφόδου καὶ τόπου ἔλεγον. Ἀριϲτοφάνηϲ Nεφέλαιϲ· τοὺϲ κωμήταϲ γυμνοὺϲ ἀθρόουϲ, εἰ καὶ κρημνώδη κατανίφοι.

[*](Δ)

2262 Κωμηδόν: πᾶϲα πόλιϲ.

[*](Ar.)

2263 Κωμῆτιϲ: θηλυκῶϲ ἡ γείτων. κῶμα γὰρ τὰ ἄμφοδα. ἔνθεν καὶ ἐπικωμάϲαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· πλὴν ἢ γ’ ἐμὴ κωμῆτιϲ ἢδ’ ἐξέρχεται. ὡϲ Λυϲίϲτρατοϲ φηϲί.

[*](Δ)

2264 Κωμικόϲ: ὁ ποιητήϲ. καὶ Κωμικὸν δορυφ όρημα.

[*](Δ)

2265 Κῶμοϲ: ἡ μέθη. καὶ ὀρχηϲμόϲ. λέγεται δὲ καὶ ὁ ϲτενὸϲ τόποϲ. [*](Greg.) ϲημμαίνει δὲ καὶ τὸ κοίμημα.

[*](Ecl.)

2266 Κῶμοϲ ἐϲτι μεθυϲτικὸϲ αὐλόϲ, ἐγχρονίζοντοϲ οἴνου ἐρεθίζων τὴν ἡδυπάθειαν καὶ θέατρον ἄϲχημον ποιῶν τὸ ϲυμπόϲιον, κυμβάλοιϲ τιϲὶ καὶ ὀργάνοιϲ καταθέλγων τοὺϲ δαιτυμόναϲ. καὶ αὖθιϲ· ὃϲ εἰϲ ἔρωταϲ ἐϲχόλαζε καὶ κώμουϲ. ἐπὶ κῶμον ἔρχεται μεθύων ἄνθρωποϲ οὐκ ἀγροίκωϲ τῆϲ φωνῆϲ ἔχων. Φιλόϲτρατοϲ.

[*](Σ)

2267 Κωμῳδεῖν· αἰτιατικῇ. ϲκώπτειν.

[*](2259 ═ P cf. An Ox. 2, 360 21 (ex quo Et. M. 311, 26); Ar. Lys 5; Thuc 1, 10 2260 — περιαγέεϲ Call. (fr. 2Κ. 66b S.) c. sch. ὄνῳsq. Babr. 163, 1 2261 Ar. Su. 965 c. sch. 2262 cf. Ambr. 2076 2263 Ar Lys. 5 c. sch. ═ P cf. H, An. Ox. 2, 360, 21 (ex quo Et. M. 311, 26), Poll. 9, 36 2264 — ποιη- τήϲ ═ Ambr. 1964 cf. Ps. Herodian. 71 2265— μέθη ═ L, Pn Herodian. 71 (et  sch. Greg in nota) sch. Luc. 214, 27, ὀρχηϲμόϲ cf. ad 2272 ὁ ϲτενὸϲ τό- ποϲ cf Ambr. 1972 τὸ κοίμημα sch. Greg ap. Ps Herodian 71,1 c Orion 84, 18, Et. M 551, 9 2266 — δαιτυμόναϲ cf Et M. 550, 50 ὅϲ— -vs 23 κώ- μουϲ Babr. 22, 4 ἐπὶ sq. Philostr. 4, 39 2267 αἰτιατικῇ aliter Synt Laur. ϲκώπτει Tim. ═ P)[*](2261 cf. 2389 2265 cf. 2272; fin. cf. 2251)[*](A (GFVM))[*](3 τῇ pr om A καὶ pr. — 6 οἰκηθεῖϲα om. V 8 Ἑκάλῃ AM ἐκάλει  GFV αὐτὴν Hemst. Runhken: αὐτῆϲ A αὑτῇ G V M αὐτοὶ F περιηγέεϲ Toup 9 περιθεὶϲ V ξόανον εἶχε κωμήτηϲ] καὶ τὰ ἐξῆϲ F 2261 ex AF solis 2262 mg. ante 2259 M ante 2259 G; mg. add. A 13 Κωμηδόνα A Κωμή· διὸν Ar 14 Κωμῆτιϲ] καὶ κ GM κῶμα] nov. gl. omisso γὰρ A, κῶμαι sch 16 Λυϲιϲτράτη Port Jungermann 17 δωρηφόρημα F 18 καὶ pr ] ὁ add G V M ὀρχηθμόϲ Kust. ϲτενὸϲ τόποϲ] ϲτενοπόϲ ϲτενωπόϲ Ambr cf vs 1 2266 ante 2259 V non nov. gl. M 20 ἐϲτι om. A; κῶμόϲ ἐϲτι F τοῦ οἶνο G V M 23 ἔρωτα AF 24 ἐγροίκωϲ A)
175

2268 Κωμῳδίαι: ὕβρειϲ, διαϲυρμοί, ἐμπαίγματα. καὶ Κωμῳδόϲ, [*](Σ) ἡ κωμῳδία.

[*](Δ)

2269 Κωμῳδιοποιόϲ: ὁ ϲκώμματά τινα εἰϲάγων κατά τινοϲ.

2270 Κωμῳδολοιχῶν περὶ τὸν εὖ πράττοντ᾿ ἀεί· [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ.