Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2231 Κῶλα: τὰ τῆϲ ϲφενδόνηϲ ἑκάτερα μέρη. ῥινοῦ χερμαϲτῆροϲ [*](Anth.) ἐὖϲτροφα κῶλα τιταίνων Ἀλκιμένηϲ, πτανῶν εἶργον ἄπωθε νέφοϲ.

2232 κῶλα: τὰ ὀϲτᾶ. ἡ δὲ κάμηλοϲ ὑφῆκε τὰ κῶλα καὶ ἑαυτὴν [*](Δ) ἐκάθιϲεν εἰϲ τὰ ϲτέρνα. καὶ αὖθιϲ· ἄκρα δ’ ἐφεζόμενοϲ πετάλοιϲ [*](Ε) πριοώδεϲι κώλοιϲ αἰθίοπι κλάζειϲ χρωτὶ μέλιϲμα λύραϲ.

[*](Anth.)

2233 Κῶλα τοῦ ζεύγματοϲ· ϲυμβαίνει γὰρ τοὺϲ Σελευκεῖϲ κρατεῖν [*](Ε) θατέρου τῶν κώλων τοῦ ζεύγματοϲ.

2234 Κωλακρέται: οἱ ταμίαι τοῦ δικαϲτικοῦ μιϲθοῦ καὶ τῶν εἰϲ [*](Σ) θεοὺϲ ἀναλωμάτων. Ἀριϲτοφάνηϲ· ϲὺ δὲ χαϲκάζειϲ τὸν κωλακρέ [*](Ar.) τήν, τὸ δὲ πραττόμενόν ϲε λέληθεν.

2235 Κωλακρέτηϲ· ὅτι νόμοϲ ἦν τὰ ὑπολειπόμενα τῆϲ θυϲίαϲ [*](Ar.)  τοὺϲ ἱερέαϲ λαμβάνειν, ἅ εἰϲιν οἷον δέρματα καὶ κωλαί.

2236 Κωλή: τὰ ἐμπρόϲθια μέρη τῶν ἱερείων, τοῦ λεγομένου κωλῆνοϲ. [*](Ar.) ἔϲτι δὲ ἱερὸϲ Ἑρμοῦ ὁ βραχίων τῶν ἀλόγων ζψων. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· οἴμοι δὲ κωλῆϲ, ῆν ἐγὼ κατήϲθιον. τὰϲ ἀγκύλαϲ φηϲίν, αἳ ὀϲτώδειϲ εἰϲί. διαβάλλει οὖν ὡϲ ὀϲτέα τοῖϲ θεοῖϲ θύονταϲ.

2237 Κωλῆνον: τὸ κωλίκιον.

2238 Κώληπα: τὸ ὀπίϲω τοῦ γονατίου μέροϲ, ἡ κόξα. καὶ [*](Σ) Κώληξ, ἡ ἰγνύη, τὸ ὀϲτοῦν.

[*](2227 ═ Ambr. 1991 2228—μεθύϲαι ═ P, Ba 286, 9, H cf. Ambr. 2074 ἐρῶ —ἡμέραϲ Polyb. 23, 5, 9 ═ Ε V 2,170, 4—5 Ὀμηροϲ (Λ 638 et 3 340)sq. Ath 1,10a et d 2229 ═ Ambr. 1999 2230— κοπετόϲ ═ Σα, P cf. H; —θρῆ νοϲ ═ Ba 286, 11 cf Et. M 550, 29, sch. 447 et κ 514, Ps. Herodian. 71 ; ὀδυρμόϲ L τούτων sq Agath. 1, 12 p. 40 2231 δίνου sq. Anth. 7, 172 3—4 2232 ὀϲτᾶ cf. H; Ambr. 2049 ═ Ps Herodian. 71 ἡ— ϲτέρνα Iambi. fr. 12 ἄκρα sq. Anth. 7, 196, 3—4 2234— ἀναλωμάτων Tim. ═ Lex. Cant. cf. P, sch. Ar. Vsp. 695, Ar Byz. in sch. Av. 1541, Bk. 275, 22, H, Et M. 525,14, Ambr. 1973 ϲὺ sq. Ar. Vap. 695 2235 sch. Ar. Vap. 695 2236 Ar. Pl. 1128 c. sch. 2268 κόξα ═ P, Ba 286, 13 κώληξ, ἡ ἰγνύη cf. sch. ψ 726, Ap. S 106, 9, aliter L, Ambr. 1960 et 1985)[*](2228 Polyb. cf. v. Δ 337 2231 cf. vv. Α 3313, δινόν, χερμαϲτήρ 2234 Ar. cf v. χαϲμἆ 2235 cf. v. G 461)[*](2 εὑρὼν F κωθωνιζόμενον F 3 ὅτι—4 πότον om. F 5 Κώλα A F( GV Μ) κοϲ F 6 ποταμοῦ] τόπου F ὀδυρμόϲ] ἢ ὁ. AG VM 10 ἄπωθε v l. V ῥινόν, Anth.; ἄπωθεν F ἄποθεν rell v. Α 3313 12 καὶ— 13 λύραϲ om. V 15 τοῦ] τοῦδε F 17 Ἀριϲτοφάνηϲ 18 λέληθεν om F V 18 λέ- παϲ GM 20 ἀ εἰϲιν om. F 22 ἱἔρὸν F Ἀριϲτοφάνηϲ— 24 θύονταϲ F 24 οῦν] δὲ A 26 μέρουϲ A 27 Κώληξ AVF cf. Laur.; Κώληψ G M, Ambr. 1960 et 1985)
172
[*](Call.)

2239 Κωλιάδοϲ κεραμῆεϲ· Κωλιάϲ, τόποϲ τῆϲ Ἀττικῆϲ, ἔνθα ϲκεύη πλάττονται. λέγει οὖν, ὅτι ὅϲοι ἐπὶ τροχοὺϲ φέρονται (τροχὸν δὲ τὸν ϲκευοπλαϲτικὸν λέγει), τουτέϲτιν ὅϲαι πρὸϲ ϲκευοπλαϲίαν ἐπιτήδειαι παϲῶν ἡ Κωλιάδοϲ κρείϲϲων, ὥϲτε καὶ βάπτεϲθαι ὑπὸ τῆϲ [*](Ar.) μίλτου. ἔϲτι δὲ ὁ τόποϲ ἐγκείμενοϲ ὅμοιοϲ ἀνθρώπου κώλῳ. καὶ οἱ ἐνοικοῦντεϲ Κωλιοί.

[*](Ar.)

2240 Κωλιάϲ: ναόϲ ἐϲτι τῆϲ λφροδίτηϲ οὕτω καλούμενοϲ, ἀπὸ τοῦ ϲυμβεβηκότοϲ τὴν προϲηγορίαν λαβών. νεανίαϲ γάρ τιϲ Ἀττικὸϲ ἁλοὺϲ ὑπὸ υρρηνῶν καὶ δεϲμώτηϲ δουλεύων παραυτά, ἐραϲθείϲηϲ αὐτοῦ τῆϲ θυγατρὸϲ τοῦ ἔχοντοϲ καὶ ἀπολυϲάϲηϲ, ἥλθεν εἰϲ τὴν οἰκείαν οὕτωϲ ἐλευθερωθεὶϲ καὶ εὐχαριϲτήριον τῇ Ἀφροδίτῃ τῆϲ ϲωτηρίαϲ ἐπὶ τῆϲ ἀκτῆϲ, ἀφʼ ἢϲ ἡρπάγη, ναὸν ἐκτίϲατο. Κωλιάδα δὲ προϲηγόρευϲε τὸν τόπον ἀπὸ τῶν κώλων, ἃ ἐν τοῖϲ δεϲμοῖϲ κατεπονεῖτο. οἱ δέ ὅτι ωνοϲ θύοντοϲ ίερεῖον κωλῆϲ, ἱέραξ ἐξήρπαϲε καὶ ἐπ’ ἐκείνῳ τῷ [*](Call.) τόπῳ ἐκάθιϲεν. ὅθεν ὁ τόποϲ Κωλιὰϲ ἐκλήθη. μέμνηται καὶ Καλι λίμαχοϲ ἐν Ἑκάλῃ.

[*](Δ)

2241 Κωλιπαίγνιον.

2242 Κωλοβάθρου: τῆϲ λεγομένηϲ κλάπαϲ παρὰ πολλοῖϲ.

[*](Ecl.?)

2243 Κῶλον: παρὰ τὸ ἐκεῖ κεῖϲθαι ὅλον τὸ ὀϲτοῦν. ἔνθεν καὶ ϲκώληξ κατὰ ἀντίφραϲιν.

2244 Κῶλον: μόριον λόγου ἐκ δύο ἢ καὶ πλειόνων μερῶν ϲυνιϲτάενον· τὰϲ ϲυλλαβὰϲ γὰρ τέμνουϲι καὶ τὰ κῶλα τῶν νοημάτων. [*](Δ) Κῶλοϲ οὖν ὁ ἀπηρτιϲμένην ἔχων ἔννοιαν ϲτίχοϲ.

[*](Σ)

2245 Κωλώτηϲ: ἀϲκαλαβώτηϲ. Βάβριοϲ· ϲοφῆϲ ἀράχνηϲ ἱϲτὸν εὗρε κωλώτηϲ καὶ λεπτὸν ἐνέδυ φᾶροϲ ἐκτεμὼν τοίχου. καὶ Κωλώτηϲ, [*](Δ?) ὁ Διόνυϲοϲ.

[*](Δ)

2246 Κωλυβδαίνω.

[*](Δ)

2247 Κωλύδαινα.

[*](Σ)

2248 Κωλύμη: κώλυμα, κώλυϲιϲ, ἐμπόδιον. ἔϲτι δὲ ἡ λέξιϲ Θουκυδίδου.

[*](Δ Synt.)

2249 Κωλύω. αἰτιατικῇ. καὶ Κωλυϲάμενοϲ· ζήτει ἐν τῷ ἄπνουϲ. καὶ Κωλυϲα νέμοϲ· ζήτει ἐν τῷ Ἐμπεδοκλῆϲ.

[*](2239— μίλτου Call. (fr. 87 k. an. 38 S) c. explic ἔϲτι sq. sch. Ar. Lys 2 cf. Steph. Byz., Bk. 275, 20 ═ P; Harp.. H, Eust. D. 591; Et. gen ═ Et M. 550, 46 2240— vs. 15 ἐκλήθη sch. plenior. Ar. Nu. 52 cf Et. M 550, 41 Eust. D. 591 Καλλίμαχοϲ fr. 87K. 66 g S. 2241 ═ Ambr. 2061 2244 Κῶ λοϲ sq ═ Ambr. 1968 2245— ἀϲκαλαβώτηϲ ═ P, Ba 286, 16, Ambr. 1986 cf. H ϲοφῆϲ —τοίχου Babr 204 Κωλώτηϲ alt sq. aliter Ambr. 2017 et 2020 ═ Stud. An 268 2246 ═ Ambr. 2066 2247 ═ Ambr. 2039 2248 ═ P, Ba 286, 14 cf. sch Thuc. 1, 92, 1; κώλυϲιϲ ═ Ambr. 2021, sch. Patm. Thuc. 4, 27, 3 2249 Κωλύω ═ Ambr. 2063 αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud et Laur., An. Ox. 4, 296, 21)[*](Ar(GVMB))[*](1 Κωλιάϲ] nov. gl. FG V 2 λέγει—16 Ἐκάλ om. F 3 τόν] τὸ A 4 βλάπτεϲθαι A 9 δεϲμώταιϲ V 11 οὕτωϲ ἐλευθερωθεὶϲ om V ἐπὶ] ἀπὸ A 14 ἐξήρπαξε GM ἥρπαζε V 15 μέμνηται — 18 πολλοῖϲ om. V 19 ὅλον] τὸ ὅλον F 21 καὶ om F 22 τέμνουϲι] τῶν ὀνομάτων> suppl. Dr. 23 ϲτοῖχοϲ F 29 κώλυϲιϲ] nov gl. F 29 30 Θουκυδίδειοϲ A cp. F G V 2249 om. F 31 αἰτιατικῇ— 32 Ἐμπεδοκλῆϲ om. V)
173

2250 Κωλυπεύϲ: δῆμοϲ τῆϲ Αἰγηΐδοϲ.

[*](Harp.)