Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1907 Κοδρομήνη: ὄνομα τόπου.

[*](Δ)

1908 Κόδροι: ἐθνικόν.

[*](Δ)

1909 Κόθορνοϲ: ὑπόδημα ἀμφοτεροδέξιον. Ἀριϲτοφάνηϲ· τίϲ ὁ [*](Σ) κόθορνοϲ τῆϲ ὁδοῦ; οἷον τί ὑποδηϲάμενοϲ πάρει; οὕτωϲ ἐκαλεῖτο [*](Ar.) καὶ Θηραμένηϲ, Ἀθηναῖοϲ ῥήτωρ, μαθητὴϲ Προδίκου τοῦ Κείου. εἴρηται [*](Ar. + Hesy.) δὲ ἐπὶ τοῦ ϲτρεφομένου ϲυνεχῶϲ. οὑτοϲ γὰρ καὶ τοῖϲ λ΄ ϲυνέϲπευδε καὶ τῷ πλήθει. ὅτι ὁ κόθορνοϲ ἀνδράϲι καὶ γυναιξὶ πρὸϲ τὰϲ ὑποδέϲειϲ Suid. ἁρμόττει.

1910 Κόθουροϲ: ὁ κρύπτων.

[*](Δ)

1911 Κοθωκίδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)[*](1899 ═ P, Σa 1900 ῥᾳδίωϲ ═ P. κόγχην διελεῖν— ποιούντων cf. H; Ρaroem. ed. Gsf. 65 n. 544, Teleclid. fr. 19 (1, 214 K.) ex Ath. 3, 87a 1901 Philop. 391, 3 — 8 1902 ═ Paroem. ed. Gsf. 67 n. 565 1904 ═ P, Ba 280, 8 cf. H, Ambr. 1252 1906 ═ Ambr. 1224 cf. Ath. 3, 114e 1907 ═ Ambr. 1423 1908 ═ Ambr. 1360 1909 — ἀμφοτεροδέξιον ═ P, Ba 279, 31 cf. Ambr. 1227, H, An. Ox. 2, 480, 25 ex quo Et. M. 524, 39 τίϲ — πάρει Ar. Av. 994 c. sch οὕτωϲ— πλήθει cf. sch. Ar. Nu. 361 1910 cf. Ambr. 1228 1911 l. ═ L)[*](1900 cf. v. Ω 239 1909 cf. v. Θ 342. ὅτι sq. ex v. Δ 234)[*](1 κογχύλη—πορφύρα post 1900, nov. gl. AGM 1900 non nov. gl. GM ArF(GVM) 3 καὶ — 4 διελεῖν om. V 3 ποιούντων τι F 4 ταυτάν G 5 Κογχύλαι F: Κογχύλη V om. AGM cf. ad vs. 2 καὶ pr.] τῶν add. AGVM 6 ἐϲμῶν ἀντιλαμβάνεται F 7. 8 τὴν δύναμιν om. V 8 αἰ— 11 αὐτοῖϲ om. V 8 αἱ] καὶ αἱ AGM 9 ἐφεπόμενα F 10 ὑπέρ F. Philop.: παρὰ A περὶ GM 15 Κοδράντιϲ F 16 ἔγραψεν — 18 Καίϲαροϲ om. F 17 ἐπιγραφὴ V ἀπὸ] τὰ ἀπὸ Daub 21 ἐθνικοί V ὄνομα ἐθνικόν F 24 καὶ] κα A om. V μαθητὴϲ — 27 ἁρμόττει om. F 25 γὰρ om. A 26 ὅτι — 27 ἁρμόττει om. V)
144
[*](Δ)

1912  Κοϊκοἶ.

[*](Δ)

1913 Κόῖντοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Hesy. Δ)

1914 Κοκκιανόϲ: ὁ Δίων. ὄνομα κύριον.

[*](Hesy)

1915 Κόκκοϲ, ῥήτωρ, Ἀθηναῖοϲ, μαθητὴϲ Ἰϲοκράτουϲ. λόγουϲ ῥητορικούϲ.

[*](Δ)

1916 Κόκκυ: Ἀττικῶϲ ἀντὶ τοῦ ταχύ.

[*](call.)

1917 Κοκύαι: αἱ πρόγονοι. ἀφ’ ὑμέων κοκύῃϲι καθημένη ἀρχαίῃϲι.

[*](Δ Ar.)

1918 Κοκκύζω: φωνῶ. Κοκκύϲω, ϲύνθημα δώϲω.

[*](Δ)

1919 Κοκύμηλα: εἶδοϲ ὀπωρῶν. τὰ παρ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα.

[*](Δ)

1920 Κόκκυξ: εἶδοϲ ὀρνέου· ὁ παρ’ ἡμῖν κοῦκκοϲ.

[*](Suid.)

1921 όκληϲ· ἐπηρώθη Ωράτιοϲ ὁ Ῥωμαῖοϲ τὸν ὀφθαλμὸν καὶ ἐπεκλήθη Κόκληϲ· τὸν γόὰρ ὀφθαλμὸν ὁκολοὺμ καλοῦϲι Ῥωμαῖοι.

[*](Ar.)

1922 Κόλα: ἡ γαϲτὴρ ταῖϲ κόλοιϲ.

[*](Δ)

1923 Κόλλαβοϲ: ὁ μικρὸϲ ψωμόϲ.

[*](Ar.)

1924 Κολλάβουϲ: τοὺϲ ἄρτουϲ τοὺϲ ἐοικόταϲ τὴν πλάϲιν τοῖϲ κολλάβοιϲ τῆϲ κιθάραϲ. οἱ δὲ εἶδοϲ πλακοῦντοϲ τετραγώνου ἢ ἄρτου [*](Σ) μικροῦ· παρὰ τὸ ἐκ μεγάλων κολλυβίζεϲθαι. Κόλλαβοι γὰρ τὰ τῶν χορδῶν ἐπιτόνια.

[*](Σ + x)

1925 Κολαβριϲθείη: χλευαϲθείη, ἐκτιναχθείη, ἀτιμαϲθείη. κόλαβροϲ γὰρ ὁ μικρὸϲ χοῖροϲ. ἀντὶ τοῦ οὐδενὸϲ λόγου ἄξιοϲ νομιϲθείη.

[*](Synt.)

1926 Κ ολάζω· αἰτιατικῇ.