Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1886 Κνώϲϲουϲαν: κοιμωμένην. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τὴν φύλακα [*](Δ + Anth) κνώϲϲουϲαν ὑπέκφυγον.

1887 νυζηθμόϲ: ἡ τῶν κυνῶν ὑλακὴ ὀδυρτική. ἡ ἀϲαφὴϲ τῶν κυῶ βοή.

1888 νυζημάτων: παρὰ Ἡροδότῳ. τουτέϲτι τῶν γοερῶν [*](Hdt.) ἀποφθεγμάτων.

[*](1878 καὶ τὰ sq. Anth. 7, 219, 516 1879 ═ P, Σa 1880 — χερϲαῖον ═ P, Ba 279,29, Σa cf. H═ sch. Pl. Ax. 365c; Aristarch.ap sch. Nicand. Th. 760(cf 98); Apion  ap. Ap. S.101,15; Et. M. 522, 38; sch. Ar. Lys. 477; sch. ρ 317; Ambr.1189 ξίφη  sq. Anth. 6,101,1 4881 — ζῷον cf. Apion ap. Ap. S.101,15, Et. M. 522, 38 H sch. Pl. Ax. 365c, sch Ar Lys 477, sch Nicand. Th. 98. κινώπετον sq. cf. Et. M. 513, 58, sch. Nicand Th. 27 1882 Soph Ai. 1024—6 c sch. cf. P 1883 ═ Ambr. 1201, Ps. Herodian. 72 1884 — κύριον ═ Ambr. 1155. πολίτηϲ cf. Ambr. 1174 Κνωϲόϲ, πόλιϲ ═ Ambr. 1185, H 1885 — κοιμῶμαι ═ Ps. Herodian. 72 et 252 cf. Et. M. 522, 42 Λούκουλλοϲ sq. fort. 10. Antioch. 1886 — κοιμωμένην cf. sch. δ 809, Ambr. 1203, τὴν sq. Anth 5, 293, 11 1887 ἡ ἀϲαφὴϲ sq. cf. P ═ Ba 284, 20, H v.κυνζήθμοϲ, Et. M. 522, 47 1888 gl. Hdt. 2, 2 cf. H)[*](1878 cf. v. Z 64 1881 cf 1646 1885 cf. v. Λ688 1887 cf. 1889)[*](1 ποθέντα F 3 τοῦ κνιπὸϲ om. sed τούτου κνιπὸϲ ante ἡ add, F ArF( GV M) 5 θηρίον om. V 6 καὶ et ἐν πιγράμμαϲι om. V ξίφει F V 8 τὸ θαλάϲϲιον ex F V solis ζῷον post θαλάϲϲιον trunspos. F 9 πεδίῳ ed pr. cf. Et 11 ἀπὸ—12 ἐξέπνευϲαϲ om. V 14 Κνώϲϲιοϲ A cf. ad v. M 619 κύριον om. V kνωϲϲὸϲ AGM γὰρ om. F V, nov. gl. 16 Κνώϲω F Λούκουλλοϲαὐτόν 20 om. F 17 προϲϲχὼν M, in v. Λ688 Bhd.; προϲχὼν rell. 18 παρὰ A: περὶ G V M cf v. Λ688 19 ευροὶ δέ τι V cf. v Λ688 21 ἐν- 22 ὑπέκφυγον om. V 23 ὀδυρτική om. F ϲαφὴϲ F)
142
[*](Ecl?)

1889 Κνυζῶ: ἀπὸ τοῦ κόνυζα κονύζω, κνυζῶ. ἔνθεν καὶ κνυζηθμόϲ, ὡϲ μυκῶ, μυκηθμόϲ· ἡ τῶν κυνῶν ὑλακὴ ὀδυρτική. καὶ αὖθιϲ· [*](Ε) κνύζοιέ τε οἱ κύνεϲ, ἀγχοῦ τῆϲ ὕληϲ γενόμενοι.

[*](Σ)

1890 νυζώμενον: ϲτένοντα. μεταφορικῶϲ ἀπὸ τῶν ϲκυλάκων. [*](Ε) ὁ δὲ κύναϲ ἐκ τῆϲ ἐπάλξεωϲ ἀπεξήρτα, ὥϲτε τοὺϲ φύλακαϲ κνυζωμένω αὐτῶν μὴ καθεύδειν.

[*](Hom.)

1891 Κνυζώϲω: ἀπρεπεῖϲ ποιήϲω.

[*](A)

1892 Κνῦμα: ὁ ἠρεμαῖοϲ κνηϲμόϲ. ὑποδουμένη ἤκουϲά τοι τὸ κνῦμά ϲου τῶν δακτύλων.

[*](Σ)

1893 Κοάλεμοϲ: ματαιόφρων. κοεῖν γὰρ τὸ αἰϲθάνεϲθαι. καὶ ὁ ἠλίθιοϲ καὶ ἀνόητοϲ.

[*](Ar. suid.)

1894 Κοάλεμοϲ: ἔγκειται τῆ λέξει τὸ ἠλέματον, ἤγουν τὸ μάταιον· [*](Ar.) καὶ τὸ κοεῖν, ὅ ἐϲτι νοεῖν. ὁ οὖν ἀνόητοϲ καὶ μάτην κοῶν κοάλεμοϲ λέγεται. Kοάλεμοι παρὰ Ἀριϲτοφάνει οἱ ἠλέματα κοοῦντεϲ καὶ νοοῦντεϲ.

1895 Κοβαλεύειν: τὸ μεταϲτρέφειν τὰ ἀλλότρια μιϲθοῦ κατ’ ὀλίγον.

[*](Harp.)

1896 Κοβαλεία: οὕτωϲ ἐλέγετο ἡ προϲποίητοϲ μετὰ ἀπάτηϲ παιδιά. καὶ κόβαλοϲ, ὁ ταύτῃ χρώμενοϲ. ἔοικε δὲ ϲυνώνυμον τῷ βωμολόχῳ. Φιλόχοροϲ δευτέρῳ Ἀτθίδοϲ· οὐ γὰρ ἔνιοι λέγουϲι βωμολόχον τινὰ καὶ κόβαλον γενέϲθαι νομιϲτέον τὸν Διόνυϲον. Ἀριϲτοτέληϲ δὲ ἐν δευτέρῳ Ζῴων ἱϲτορίαϲ τὸν ὦτόν φηϲι κόβαλον καὶ μιμητὴν ὄντα, ἀντορχούμενον ἁλίϲκεϲθαι.

[*](Ar. + Σ)

1897 Κόβαλοϲ: ἀνελεύθεροϲ, πανοῦργοϲ. ὁ λῃϲτήϲ, ἀπὸ τῆϲ κοπίδοϲ. ἢ ὁ κακότεχνοϲ· κόβαλα γάρ ἐϲτι τὰ κακά. καὶ Κοβαολξία, [*](Rhet.) ἡ παρὰ πονηροῦ ἀνθρώπου κολακεία. τοὺϲ αὐτοὺϲ καὶ [*](Ar.) κορυνηφορεῖϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲπερεὶ γέρονταϲ ἡμᾶϲ ἐκκοβαλικεύεται. ἀντὶ τοῦ λῃϲτεύει. οἱ δὲ κόβαλον τὴν μετὰ ἀπάτηϲ παιδιάν.

[*](Δ)

1898 Κόβλεμοϲ.

[*](1889 κυνῶν cf. Et. M. 522, 47sqq, Herodian. ap. Eust. Ὀ. 1745, 64 (1, 444, 24 et 2, 286, 33 Lentz), H κνύζοιέν sq. fort. Aelian. 1899 — ϲκυλάκων ═ P cf. H 1891 sch ν 401 1892 Ar. Eccl. 35-6 c. sch. 1893 — αἰϲθάνεϲθαι Tim. cf. Ambr. 1223. ἡλίθιοϲsq. ═ H; Atticistis attr. entzel 1894 — λέγεται sch. Ar. Eq 198 (Jb. Suppl. 16, 717) cf. Et. M. 524, 21, Κοάλεμοι sq. sch. Ar. Eq 634 1895 cf. Et. M 524, 29 1896 Harp. ═ P 2 cf. Br. 272, 21 (ex quo Et. M. 524, 34), P 1; Philoch. fr. 24, FHG 1, 388; Aristot. h. a. 8 p 597b 23 1897 — πανοῦργοϲ cf. sch. Ar. Ran 104 et 1015 πανοῦργοϲ═ Ba 280, 7 cf. P, H ὁ λῃϲτήϲ —κακότεχνοϲ ═ Et. Gad.; — κοπίδοϲ ═ Et. M. 524, 27. ὁ λῃϲτήϲ ═ L, Ambr. 1226 vs. 24, 25 Κοβαλεία—25 κολακεία═ Bk. 272, 23, ex quo Et M, 52436 (fontis rhet sec. Wentzel) τοὺϲsq. Ar. Eq. 270 c. sch 1898 ═ Ambr. 1231)[*](1889 cf. 1887 1894 cf. v. Ε 523. ἤγουν τὸ μάταιον ex v. H 203 1896 cf v Ω266 1897 extr. cf. v. ὑπέρχεται)[*](ArF(GV M))[*](188—90 inverso ord. F 2 ἡ— αὖθιϲ om. V 3 ἐκνύζοιέν F 4 Κνυ- ζόμεο Aec, Phot. ac 5 ἐπαλλάξεωϲ ἀπεϲκήρτα ss. ἤγουν ἡρέμα V 5. 6 κνυ- ζομένω G Vec 8 κνηϲμόϲ V; κνυϲμόϲ AF M κνιϲμόϲ G 10 κοεῖν Bas. κοεῖ omnes 12 ἤγουν τὸ μάταιον om. F, sch. ἤγουν] ἤτοι A 13 ὁ οὖν] τουτέϲτιν V καὶ] ὁ V κοῶν F cf. sch.; νοῶν rell.; ὃϲ add. V 14 Κοάλεμοι- 15 νοοῦντεϲ om. F V 18 ἔοικε-22 ἁλίϲκεϲθαι om. V 19 δευτέρῳ om. F; ζʼ Harp. Phot. 24 καὶ — 28 Κόβλεμοϲ om. V)
143

1899 Κόγχη: κογχύλη, ὅθεν ἡ πορφύρα.

[*](Σ)

1900 Κόγχην: τὸ ἐλάχιϲτον λέγουϲι. καὶ κόγχηϲ ἄξιον, τὸ οὐδενὸϲ [*](Σ + Prov.) ἄξιο. καὶ κόγχην διελεῖν, ἐπὶ τῶν ῥᾳδίωϲ τι ποιούντων. οἷον, ταὐτόν ἐϲτι τόδε τῷ κόγχην διελεῖν.

1901 Κογχύλαι· ὅτι Σὥϲπερ τῶν πτηνῶν καὶ πεζῶν οἱ γῦπεϲ καὶ [*](Phil.) οἱ κύνεϲ πόρρωθεν τῶν ὀϲμῶν ἀντιλαμβάνονται διὰ τὴν δίοϲμον τοῦ ἀέροϲ δύναμιν, οὕτω καὶ τῶν ἐνύδρων διὰ τὸ εἶναι καὶ ἐν ὕδατι τὴν δύναμιν ταύτην, πόρρωθεν τῶν ὀϲμῶν οἱ ἰχθύεϲ ἀντιλαμβάνονται. αἱ κογχύλαι γοῦν ὄψιν οὐκ ἔχουϲαι φαίνονται δελέατι ἐφεπόμεναι, ὁμοίωϲ καὶ οἱ κροκόδειλοι τῶν κρεῶν ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατοϲ κρεμαμένων ἐφέπονται αὐτοῖϲ.

1902 Κοδάλου χοίνιξ: παροιμία ἐπὶ τῶν μείζοϲι μέτροιϲ κεχρημένων.

[*](Prov.)

1903 Κοδομήϊον: καμινευτικόν.

[*](Δ?)

1904 Κοδράντηϲ: τὸ πᾶν, ἢ λεπτὰ δύο.

[*](Σ)

1905 Κοδράτοϲ, Ῥωμαῖοϲ, ἱϲτορικόϲ. ἔγραψεν Ἰάδι διαλέκτῳ ἱϲτορίαν [*](Hesy.) Ῥωμαϊκὴν ἐν βιβλίοιϲ ιε΄, ἐπιγραφὴν δὲ Χιλιετηρίδα, καὶ περιέχει ἀπὸ κτίϲεωϲ Ῥώμηϲ ἕωϲ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μαμαίαϲ υἱοῦ Καίϲαροϲ.

1906 Κοδρίτηϲ ἄρτοϲ.

[*](Δ)