Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

1927 Κολακεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

1928 Κολακεία: ἡ ἀπάτη.

[*](Ar.)

1929 ολάκρετον· Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ νῦν ἀτεχνῶϲ ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει ϲοί, πλὴν τοῦ κολακρέτου γάλα πίνειν.

[*](Δ)

1930 Κόλαξ: ἀπατεών.

[*](Δ)

1931 Κολαϲϲαεύϲ: ἀπὸ τόπου.

[*](Ε)

1932 Κολαϲϲαεῖϲ: οἱ Ῥόδιοι· οἴ τινεϲ ἀνέϲτηϲαν ἐν τῇ νήϲῳ [*](1912 cf. Ambr. 1444, sch. Ar Ach. 80 1913 l. cf. L 1914 ὄνομα κύριο═ L 1917 Cal fr 135 K. an. 37 S. (cf Babr. p. 220 c sch. cf. H; Et. M. 524, 52 ═ Ambr. 1248 1918 — φωνῶ cf. Ambr. 1497, H Κοκκύϲω sq Ar. Ram 1380 1919 ὀπώραϲ ═ Ambr 1460. τὰ sq cf. sch (M) Ar. Nu. 151 Jb. Suppl. 16, 574 1920 — ὀρνέου cf. H, Et. M 524, 50 κοῦκκοϲ ═ Ambr. 1208 1922 sch. Ar. Eq. 263 (plenior.) 1923—μικρόϲ═ Ambr.1263, L 1924 sch Ar. Ran. 507 Κόλλαβοιsq Tim. ═ sch Pl. Rep. 531 b cf. sch. Luc. 61, 2 1925 — ἐκτιναχθείη cf. Zon. 1244, χλευαϲθείη Ba 280,9 cf. H v. καλαβριϲθείηϲαν. κόλαβροϲ—χοῖροϲ cf. H οὐδενὸϲsq. ═ Olymplodor. in lob 5, 4, PG 93, 81 b 1926 ═ Synt. Laur. 1927 ═ Synt. Laur. et Gud. 1928 l. ═ Ambr 1427 1929 Ar. sp. 722—4 1930 ═ Ambr. 1225 1931 cf. Ambr. 1358 1932 — p. 145, 2 3 Μακέδονοϲ Georg. 285, 15—16, 1922) [*](1914 cf. v. Δ 1239 1921 ex v. Ε1610 1922 — 3 cf. v. Ἐ 525) [*](ArF(GVM)) [*](1912 om. F V 4, 5 λόγουϲ ῥητορικούϲ om. F 6 Κόκκῳ F G V M 7 ἀρχαίqϲι ed, pr.; ἀρχαίηϲ omnes 8 φανῶ F Κοκκύϲω noν. gl F 9 Κοκκύμηλα AGM 1921 om. F V 12 ὁκολοὺμ G; ὁκαλοὺμ AM 13 κό λαιϲι M 1923 om F V 15 Κολάβουϲ F V Mac 17 παρὰ — 18 ἐπιτόνια om. V 19 Κολαμβριϲθείη: χλευαϲθείη ἢ κολαμβριϲθείη ἐκτ. F κόλαβοϲ A κόλαμβροϲ F 20 ἀντὶ — 22 αἰτιατικῇ om. V 1929 post 1932 F V 25 κωο λακρέτου ex Ar. kust. 28 Κολοϲϲαεῖϲ A cf. Georg. ἀνέϲτηϲαϲ F)

145
χαλκοῦ ἀνδριάντα τοῦ ἡλίου, ὃν διὰ τὸ μέγεθοϲ ἐκάλεϲαν Κολοϲϲόν, ἐπὶ Σελεύκου τοῦ Νικάνοροϲ υἱοῦ, διαδόχου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακέδοοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· αὐτῷ ϲοι πρὸϲ λυμπον ἐμακύναντο [*](Anth.) Κολοϲϲὸ τόνδε Ῥόδου ναέται Δωρίδοϲ, Ἀέλιε, χάλκεον, ἥνικα κῦμα κατευνάϲαντεϲ Ἐνυοῦϲ ἔϲτεψαν πάτραν δυϲμενέων ἐνάροιϲ.

1933 Κολαινὶϲ: ἐπώνυμον Ἀρτέμιδοϲ· ἀπὸ Κολαίνου τοῦ κτίϲαντοϲ [*](Ar.) τὸ ἱερόν· ἢ διὰ τὸ τὸν Ἀγαμέμνονα θῦϲαι αὐτῇ κόλον. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ ὀρνέου κολαινίϲ.

1934 Κολεκτάριοϲ· ἀργυραμοιβόϲ, ἤτοι ὁ κέρμα ἀντὶ ἀργύρου ἀλλαϲϲόμενοϲ· [*](Suid) τραπεζίτηϲ, ὁ ἀργυροπράτηϲ, κολεκτάριοϲ.

1935 Κολεόπτερον: εἶδοϲ ζωῦφίου πτηνοῦ. παρὰ τὸ ὡϲ ἐν κουλεῷ τὰ πτερά ϲυνέχειν τῷ ἐλύτρῳ. τῆϲ μηλολόνθου λεγομένου καὶ τοῦ [*](Suid.) κανθἀρου.

1936 ολεόϲ: ἡ ξιφοθήκη.

[*](Δ)

1937 Κολετρῶϲι: κατὰ τοῦ κόλου τύπτουϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέ [*](Ar.) τὸν δείλαιον κολετρῶϲιν ἀεί. ἢ καταπατοῦϲιν. ἀπὸ τῶν τὰϲ ἐλαίαϲ καταπατούντων. οἱ δὲ τὸ ἐνάλλεϲθαι τῇ κοιλίᾳ.

1938 όλλη, κολλήεντα. καὶ Κολλήειϲ, ὁ κολλιῶν.

[*](Δ)

1939 Κολιάϲ: ἐπιθαλαϲϲία ἄκρα τῆϲ Αττικῆϲ· ἐκ μεταφορᾶϲ τοῦ [*](Herp.) κόλου ὠνομαϲμένη. καὶ ἔϲτιν αὐτόθι Ἀφροδίτηϲ ἱερὸν Κωλιάδοϲ.

1940 Κόλιξ: ὁ ἄρτοϲ. ὅθεν καὶ κολλούριον ἀπὸ τοῦ κολοβόν. καὶ [*](Ecl.) πληθυντικῶϲ κόλικεϲ, ἀρϲενικῶϲ παρὰ Ἀριϲτοφάνει ἄρτοι.

[*](Δ + Ar)

1941 Κολοβόν: τὸ ἐλλεῖπον. καὶ Κολοβόϲ, ὁ ϲιμόϲ.

[*](Δ)

1942 Κολοβόρριν: ὁ μικρόρριν. καὶ Κολοβώματα.

[*](Δ)

1943 Κολοκτρυών: γένοϲ τι Περϲικὸν ἀττελέβοιϲ ὅμοιόν ἐϲτι.

[*](Ar.)

1944 Κολόκυμα: τὸ κωφὸν κῦμα καὶ μὴ ἐπικαχλάζον. ὠθῶν κόλον [*](Ar.) κυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν. Ἀριϲτοφάνηϲ.

1945 Κολοκύντη: μαρίκη. καὶ παροιμία· Κολοκύντηϲ [*](Σ) ὑγιέϲτεροϲ.

[*](1932 αὐτῷ sq. Anth. 6, 171, 1—4 1933 sch. Ar Av. 872 1935— πτηνοῦ aliter Anmbr. 1452 1933 ═ L, Et. M. 525,12, Ba 280, 10 cf Ambr 1209, H, sch. Α 194 et θ 404 1937 Ar. u. 552 c. sch. cf. H 1938 κολλήεντα O 389 cf H. Κολλήειϲ sq cf Ambr. 1212 1939 Harp. 1940 — κολοβόν ═ An. Ox. 2, 436, 26, Et. Gen., Et. M. 361, 8 κόλικεϲ sq. cf. sch. Ar. Ran 576 et Ach. 872, Erotian. 48, 18 1941 — ἐλλεῖπον cf. Ambr. 1456 1942 — μικρόρρινν Ambr. 1220. Κολοβώματα cf. Ambr. 1456 1943 sch Ar. Ran 932 1944 Ar Eq 692 c. sch. 1945 — μαρίκη ═ Ba 280, 11)[*](1934 ex v. Α 3787 1935 τῆϲ sq. ex 1967 1940 cf v. Ε2428 1945 cf. V. ὑγιέϲτεροϲ)[*](1 ἀνδριάντα] ἀντὶ F 2 ἐπὶ— 5 ἐνάροιϲ om. F 2 διαδόχου ex A solo ArF(GV M) 4 Ηέλιὲ V 7 τὸν om. A ἔϲτι— 8 κολαινίϲ om. V 1934 om. F V 11 παρὰ— ἐν om. F 12 τῆϲ —κανθάρου ex mg. V M 14 ἡ om. F, Ba 16 ἀπὸ—17 κοιλίᾳ om. V 1938 ex F solo 19 Κωλιάϲ Harp. plen. 20 ὁνο- μαϲμένη F Κολιάδοϲ V 21 Κόλλιξ A κουλλούριον GM καὶ alt- 22 ἄρτοι om. V; καὶ πληθυντικῶϲ om. F 22 κόλλικεϲ A 23 ϲημόϲ F V 24 Κολοβρώματα V 25 Κολοτρυών F ἀττελέβοιϲ— ἐϲτι om. V 26 ἐπί- χλάζον M ὡθῶν- 27 Ἀριϲτοφάνηϲ om V Lexicograρhi graeci i; Suidas llI ed Adler.)
146
[*](Δ)

1946 Κόλον: κενόν, μάταιον, κολοβόν. Ὀμηροϲ· πῆλ’ αὕτωϲ ἐν [*](Anth.) χεἱρὶ κόλον δόρυ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τοῦτο τὸ δίπηχυ κόλον κέραϲ οὐμβρακιώτηϲ βουμολγὸϲ ταύρου κλάϲϲαϲ ἀτιμαγέλου.