Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1866 Κνημίϲ: τὸ ὑπόδημα.

1867 Κνημοί: ἐξοχαὶ τῶν ὀρῶν. ὁππότε μιν κνημούϲ τε κατὰ [*](Anth.) λαϲίουϲ τε χαράδραϲ.

[*](Σ)

1868 Κνηϲείοντα: ἐπιθυμητικῶϲ ἔχοντα τοῦ κνᾶϲθαι.

[*](Δ)

1869 Κνηϲθείην, Κνῆϲμα καὶ Κνηϲμονὴ καὶ Κνηϲμόϲ· ἐκ τοῦ κνήθω.

1870 Κνηϲτιῶντεϲ τὰϲ ἀκοάϲ: ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμητικῶϲ ἔχοντεϲ ἀκούε.

[*](Δ)

1871 Κνῆϲτιϲ: μάχαιρα. Ομηροϲ· κνήϲτι χαλκείῃ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· Anit. καὶ τὰν εὐχάλκωτον ἐῦγναπτόν τε κρεάγραν καὶ κνῆϲτιν.

1872 Κνήφην λοιμώδη γενέϲθαι ϲυνέβη ποτὲ ταῖϲ τῶν Ῥιωμαίων γυαιξί.

[*](Δ)

1873 Κνίδη: βοτάνη. καὶ Κνίδειοϲ καρπόϲ, τῆϲ Κνίδου.

[*](Σ)

1874 Κνίζων· αἰτιατικῇ. λυπῶν, ἢ τέμνων. παρὰ τὸ κνῶ, τὸ [*](Ecl?) κόπτω. τοῦτο παρὰ τὸ κνῶ, τὸ κινῶ. κνῶ, κνήθω, κνίζω, τὸ ἐξ [*](Anth.) ἐπιπολῆϲ καὶ ἰϲχνῶϲ ξύω. ἀλλ’ ἀρότρῳ βραχύβωλον ἐπικνίζοντι χαράϲϲων.

1875 Κνίζων: Ἀκύλαϲ ἐρευνῶν, Θεόδοτοϲ χαράϲϲων, Σύμμαχοϲ ἔχων ἢ ϲυλλέγων.

1876 Κνῖϲα: ἡ ἀναθυμίαϲιϲ τῶν θυομένων τοῖϲ εἰδώλοιϲ. καὶ [*](Δ Σ) Κνιϲάριον, τὸ μικρὸν λίποϲ. καὶ Κνίϲεϲιν, ἀναθυμιάϲεϲιν.

[*](Σ)

1877 Κνίϲηϲ: λίπουϲ, ἀναθυμιάϲεωϲ. τῆϲ δὲ κνίϲηϲ διαδοϲίμου Ε γεομένηηϲ καὶ προϲπεϲούϲηϲ, ἤτηϲε τοῦ κρέωϲ.

[*](1864 μικρὸν νέφοϲ cf. H. οὐδέποθ᾿ sq. Call. fr. 8 Κ. an. 36 S. 1865 cf Ambr. 1179, H, Ps. Herodian. 68 1836 ═ Ambr. 1180 1867 ὅπποτε sq Anth. 6, 255, 3 1868 ═ P, sch. Pl. Gorg. 494c 1869 cf. Ambr. 1199, L, Ps. Herodian. 68 et 180, Zon. 1225 1870 l. cf. lul. ep. 111 (p 172, 13) 1871 — μάχαιρα ═ Ambr 1178, Ps. Herodian. 68 cf. sch Λ 639 ═ Et. M 522, 16. Λ 639 καὶ τὰν sq. Anth. 6, 305, 516 1872 ═ Preger 153, 1 7 8 1873 βοτάνη ═ Ambr. 1177, Χνίδειοϲ sq. cf. Ambr. 1171 1874 —αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. et Laur. λυπῶν ἡ τέμνων ═ P, Ba 279, 25 cf. H, L, Ambr 1197 et 1205 τοῦτο— ξύω cf. Herodian. gr. ap. Eust 0. 1745, 64 et 1746, 12 (1, 266,15et 444, 23 Lentz); Et. M. 522,21, Ambr 1198, L ἀλλ sq. Anth 6, 238, 3 1875 ═ Thdr. in Amos 7, 14, PG 81, 1700b (vid. Field, Origen. Hexapl.) 1876 εἰδώλοιϲ fort sch. Greg. Κνιϲάριον—λίποϲ ═ Ambr. 1193 Κνίϲεϲιν sq. ═ P, Σa, Ba 279, 26 1877 ἀναθυμιάϲεωϲ ═ P, Σa, Ba 279, 26 cf. H, An Ox 1, 242, 14, Porphyr. ap sch. AD in A 317 (ex quo Et M. 522, 29), Ap S. 101, 27)[*](1867 Anth. cf. v. χαράδρα 1871 cf. v. Ε91 1872 cf v. 4653)[*](ArF(GM))[*](1 οὐδέ—2 αἰθήρ om. V 1 ποθι] ποθ’ ἡ A 2 πέπατο F 8 Κνῆϲμα] nov. gl. F 1870—1 inverso ord. F V 11 ἀκούειν om. F 12 Ὅμηροϲ— 13 κνῆϲτιν om. F 12 καὶ ἐν 13 κνῆϲτιν om V 14 ϲυνέβη om. A 16 Κνίδου] κνίδηϲ A 18 τὸ κινῶ. κνῶ om. A κινῶ GM: κενῶ F V κνήθω] κνήϲω V ἐξ om F 19 ἰϲχυρῶϲ A 20 χαράϲϲω F 23 Κνίϲϲα AGV5M 24 Κνιϲάριον AGV M, An. Ox 1, 242, 17, Eust. l. 134, 25 Κνίϲεϲιν F, Phot, Σᵃ, Ba; Κνίϲϲῃϲιν rell. 25 Κνίϲϲηϲ cett. A G V M λίπουϲ] add. F cf. Hes. ἀναδοϲίμου V)
141

1878 Κνίϲματα: ϲπαράγματα. καὶ τὰ ποθεύντων κνίϲματα, καὶ [*](Anth.) μύϲτῃ λύχνον ἀπειπαμένη.

1879 κνίψ: ζωῦφιον. ἡ γενικὴ τοῦ κνιπὸϲ μετέϲτη εἰϲ εὐθεῖαν, καὶ [*](Σ) ϲημαίνει τὸν ὀλίγα δαπανῶντα.

1880 Κνώδαλον: ζῷον μικρόν, θηρίον. κυρίωϲ μὲν τὸ θαλάϲϲιον, [*](Σ) ποτὲ δὲ καὶ τὸ χερϲαῖον. ἐν πιγράμμαϲι· ξίφη τὰ πολλῶν κνωδάλων [*](Anth.) λαιμητόμα.

1881 Κνώδαλον: τὸ θαλάϲϲιον τὸ ἐν τῇ ἁλὶ κινούμενον ζῷον. κινώπετο δὲ τὸ χερϲαῖον, τὸ ἐν τῷ πέδῳ κινούμενον ἑρπετόν.

1882 Κνώδοντοϲ: τῆϲ ἀκμῆϲ τοῦ ξίφουϲ, τῆϲ ὀξείαϲ εἰϲ τὸ καίνειν. [*](Soph) ἀπὸ δὲ τοῦ μέρουϲ τὸ ξίφοϲ δηλοῖ πῶϲ ἀποϲπάϲω πικροῦ τοῦδε κώδοτοϲ, ὦ τάλαϲ, ὑφ’ οὗ φονέωϲ ἄρʼ ἐξέπνευϲαϲ,

1883 Κνώμενοϲ: γαργαλιζόμενοϲ.

1884 Κνώϲιοϲ: ὄνομα κύριον, καὶ ὁ πολίτηϲ. Κνωϲὸϲ γὰρ πόλιϲ [*](Δ) ἐν τῇ Κρήτῃ.

1885 Κνώϲϲω: τὸ κοιμῶμαι. Λούκουλλοϲ δὲ ὁ Ῥωμαῖοϲ τὸν [*](Δ) Μιθριδάτην καταϲτρεψάμενοϲ καὶ προϲϲχὼν τῆ Τρῳάδι καὶ ϲκηνῶν παρὰ τὸ τῆϲ Ἀφροδίτηϲ τέμενοϲ ἤκουϲε χρηϲμοῦ τοιοῦδε· τὶ κνώϲϲειϲ, μεγάθυμε λέον; νεβροὶ δέ τοι ἐγγύϲ. καὶ ὃϲ ἐξαναϲτὰϲ καὶ πυθό μεννοϲ ὡϲ εἴη πληϲίον ὁ βαϲιλεύϲ, ἐπιπεϲὼν διαφθείρει αὐτόν.