Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1846 Κλυταιμνήϲτρα: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1847 Κλυτίδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1848 Κλύτιοϲ.

[*](Suid.)

1849 Κλυτοτέχνηϲ: ὁ Ἡφαιϲτοϲ · ὡϲ ἔνδοξον ἔχων τὴν χαλκευτικήν. ὑϲπερ λἐγεται ό αὐτὸϲ καὶ αἰθαλόειϲ θεόϲ, ὁ χαλκεύϲ.

[*](Anth.)

1850 Κνᾶκον· ἐν Ἐπιγράμμαϲι· κνᾶκον ὑπηνήταν τόνδ’ ἀνέθηκε τράγον.

[*](Δ+ Ε)

1851 Κνᾶν: κόπτειν, ξέειν. λαβὼν δελτίον δίπτυχον ἐκέλευϲε τὸν ηρὸν κνᾶν. ἀντὶ τοῦ ξέειν.

[*](Δ)

1852 Κνάπτω. πρὸϲ Ξενοκράτην τὸν φιλόϲοφον ἐλθών τιϲ φιλοϲοφῆϲαι, μήτε γεωμετρικὴν μήτε ἀϲτρονομίαν μεμαθηκώϲ, τοῦτον εἴπει· παρ ἐμοὶ πόκοϲ οὐ κνάπτεται.

[*](1839 — δεϲμόϲ ═ P, Ba 279, 12 cf. H, Ps. Herodian 74 ὡϲ sq. Anth. 6, 175, 3—6 1840 — ἀναφέρειν ═ P cf. H; — κυκᾶ ═ Ba 279,15; Thuc. 2, 84, 3 Κλυδώπϲμμμα ═ L cf. Ambr.1109, Κλυδωνίζω ═ L 1841 — ἀκούει ═ P, Ba 279, 16 cf. Apion, H, Et. M. 520, 33 καὶ πωϲ— ἁμάρτοιϲ Soph. Ai. 151—5; ἤπου sq 1. l. 850 —1 1842 ═ P, Ba 279, 17, sch. Α 37 cf. H ═ Ambr. 1128 et 1131 1843 — ἀκουόμενοϲ cf Et. M. 521, 5; Sallust. in Call. (Reitz. Ind Lect. Rost 1891—2, 4); Call. fr. 97 Κ 478 S δϲ—λύρᾳ Anth. 7, 9, 7—8. ἤδη sq. Anth. 7,189, 3-4 1844 aliter L 1845 κλυϲτῆρα sq. Artem. 5, 79 1846 ═ Ambr.1082, Ps. Herodian. 74 et 225 1850 Anth. 6, 32, 4 1851 κόπτειν cf Ambr 1204 λαβὼν—κνᾶν Hdt. 7, 239, 3—4 1852 πρὸϲ sq. Laert 4, 10)[*](1843 Anth 7, 9 cf v. Α864 1849 ex v. Αl 109 1850 cf. v l 387)[*](ArF(G V M))[*](2 ἔχον V 3 λεύγων Λευκῶν F πεῖϲθαι F 4 κυκᾶ] κὐμα Phot. Ba Β΄] ἐν δευτέρ(ῳ) V 5 τὰϲ] τοὺϲ V 6 καὶ Κλυδωνῶ — Κλυδωνίζω om. F 7 καί 10 πόλει om. F 10 ἥϲει] εἴϲῃ V 13 εἰϲ ἑαυτόν om. F ἐν 17 μανθάνω om. F 14 ἀμείλικτον] ἀκήλητον ex v Α864 Toup 15 καὶ— 16 Περϲεφόνηϲ om. V 18 προθέμενοϲ AG V M 1848—9 om. F V 30. 31 τοῦτον εἰπεῖν om. F)
139

1853 Κνάφοϲ: ὄργανόν τι ἐν κύκλῳ κέντρα ἔχον, δι᾿ οὖ τοὺϲ [*](Σ) βαϲανιζομένουϲ κτείνουϲιν· ὅμοιον δέ ἐϲτι κναφικῷ κτενί.

1854 Κνάφοϲ: παρὰ Ἡροδότῳ ἄκανθα ἕλκουϲα ἱμάτια. ὅτι τὸ [*](Hdt.) παλαιὸν οἱ κναφεῖϲ ἀκανθῶν ϲωρὸν ϲυϲτρέψαντεϲ τὰ ἱμάτια ἔκναπτον. [*](Prov.) ὁ δὲ ϲωρὸϲ ἐλέγετο κνάφοϲ.

1855 Κναφεύϲ: παρὰ τὸ κνῶ, τὸ ξύω. Ὀμηροϲ· ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ [*](Ar.) τυρὸν κνήϲτι χαλκείῃ. γναφεὺϲ δὲ παρὰ τὴν τοῦ φάρουϲ γνάψιν· ἥτιϲ ἐϲτὶ παρὰ τὸ γανὸν καὶ λαμπρόν. καὶ ἔϲτι τὸ μὲν διὰ τοῦ [*](γ) κοινόν, τὸ δὲ διὰ τοῦ κ Ἀττικόν. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ἦν παρέχωϲι τοῖϲ δεομένοιϲ οἱ κναφεῖϲ χλαίναϲ, ἐπειδὰν πρῶτον ἥλιοϲ τραπῇ, πλευρῖτιϲ ἂν ὑμῶν οὐδένα βλάψοι ποτέ.

1856 Κναιόμενον: καταπονούμενον.

1857 Κναίω: κόπτω.

1858 Κνέφαλον: τύλη.

1859 Κνέφαϲ: ϲκότοϲ, νύξ. κλίνεται δὲ κνέφατοϲ. ὁ δὲ διαφεὶϲ [*](Σ Δ) τοὺϲ ἡγεμόναϲ ἐκίνει τὴν πρωτοπορίαν, κνέφατοϲ ἄρτι γενομένου.

[*](Suid.)

1860 Κνεφαῖοϲ: ϲκοτεινόϲ. ἀόρατοϲ, ὀρθρία, ἑωθινή. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Σ) κνεφαῖοϲ εἰϲ ἀγορὰν φέρουϲʼ ἀποδοίμην. καὶ Κνεφαῖοϲ [*](Ar.) ἦλθεν, ἀντὶ τοῦ ὑπὸ ϲκότον. ὁ δὲ διαναϲτὰϲ κνεφαῖοϲ καὶ παραφυλάξαϲ τοῦ ζεύγουϲ τῶν βοῶν ἐπελάβετο.

[*](Ε)

1861 Κνέφει: ϲκότει. ἀπὸ τῆϲ κνέφοϲ εὐθείαϲ. οὕτωϲ Αἰλιανόϲ. [*](Δ.) οὐ κατʼ ἔποϲ γέ ϲου κνίϲω τὸ δῆμʼ ἕκαϲτον, ἀλλ’ ἀπὸ ληκυθίου ϲου τοὺϲ προλόγουϲ [*](Suid.) διαφθερῶ.

1862 Κνῇ: κόπτει. καὶ Ὀμηροϲ· κνῇ τυρόν.

[*](Δ)

1863 Κνηκίαϲ: ὁ λύκοϲ. Βάβριοϲ ἐν τοῖϲ μυθικοῖϲ· ὁ δ’ ἐκλυθεὶϲ [*](Δ?) πόνων τε κἀνίηϲ πάϲηϲ, τὸν κνηκίαν χάϲκωντα λακτίϲαϲ φεύγει. τουτέϲτι τὸν λύκον.

[*](1853 Tim ═ P 1854- ἱμάτια gl. Hdt.1, 92 cf Et M. 521, 37 1855 —Ἀττι. κόν sch. Ar. Pl.166; Λ 638 —639. ἦν sq Ar. Eccl. 415 —7 1856 ═ Ba 279, 21 cf. P, PH v. κνεομένων 1857 cf. Ambr. 1194 1858 ═ P, Ba 279, 23 cf. H, Moer. 201, 20 1859 νύξ ═ P, Ba 279, 24 cf. sch. Α 475, H; Ambr. 1192 ═ Et. Gen., Et. M. 521, 52 1860— ϲκοτεινόϲ ═ P, Σa, Ba 279, 22, Ambr. 1152 ἀόρατοϲ, ὀρθρία sch. Ar. Lys. 327. ἐωθινή— ἀποδοίμην Ar. Ran. 1350 c. sch. ὁ sq. Aelian. fr. 81 1861 Αἰλιανόϲ fr. 153 1862 cf. Ambr. 1195, sch. Pl. on. 538c. Et. M 522,14, H, sch. Λ639; Λ638 1863 ὁ—φεύγει Babr.122,11 2 1854 extr. cf. v. Ε 2396 1855 cf. vv. 328—9 et v. τετραϲτατηροῦ. hinc v. 330 1857 cf. 1862 1859 Σ cf. 1861. ὁ sq. ex v. Δ 822 1860 init. cf. V. Α 1474. Aelian. cf. v. τιμυωροῦντοϲ 1861 cf. 1859 οὐ sq ex v. Λ 436)[*](1862 cf. 1857)[*](1853 extra ord 6 κνῶ, τὸ] κνάπτω, ὅ ἐϲτι F 8 καὶ pr.] τὸ V ArF(GVAM) 9 διὰ om. A καὶ— 11 ποτέ om. V 9 καὶ om. F 10 ἐπειδὰν 11 ποτέ om., sed ὅθεν καὶ ἄκναπτον Ἀττικῶϲ, ἄγναπτον δὲ κοινῶϲ add. F cf. Thom. 12, 14, Moer 189, 4 12 Κναιόμενοϲ, καταπονούμενοϲ F 15 ϲκότοϲ om. F κνέφαντοϲ F ὁ— 16 γενομένου om F V 17 Ἀριϲτοφάνηϲ— 20 ἐπελάβετο om. F 19 ὁ — 20 ἐπελάβετο om. V 21 ἀπὸ — 23 διαφθερῶ om. V 21 οὕτωϲ— 23 διαφθερῶ om. F 22 οὐ— 23 διαφθερῶ ad 1874 rettulit Port. 22 ῥῆμαμ’ A τοὺϲ] τε καὶ GM 24 ϲκόπτει A 26 κἀνίηϲ] κανηηοϲ A)
140
[*](call.)

1864 Κνηκίϲ: ἡ νεφελώδηϲ ζώνη, τὸ μικρὸν νέφοϲ. οὐδέ ποθι κνηκὶϲ ὑπεφαίνετο, πέπτατο δ’ αἰθήρ.

[*](Δ)

1865 Κνήμη: τὸ κοῖλον τοῦ ϲκέλουϲ.