Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1825 Κλόνοϲ: θόρυβοϲ, τάραχοϲ. ταραχὴν δὲ καὶ κλόνον ἐνεποίει [*](1805 cf. sch. B 729 1805 ═ Ambr. 1072, Ps. Herodian. 67, Et. M. 519, 55 1807 ═ Ps. Herodian. 66 cf. H 1808 cf. Ambr. 1124, H (in Ψ 232) 1809 κλινίδοϲ Ar. Th. 261 c. sch. Κλινίδιον sq. aliter Ambr. 1118 1811 —ϲκηνή ═ P, Ba 279, 10, Et. M. 520, 10, Ps. Herodian. 67, Ambr. 1077 et 1101, Ap. S 100,16, H cf. Apion, sch. A 329 ἐπὶ κλίνηϲ cf. H. λέξομαι sq. Call. fr. 16 Κ an. 35 S. (cf. Babr. p. 218) 1812 ═ Ambr. 1077 1814 ═ Ba 270, 9, P cf. H 1815 ═ Ambr. 1116 cf. Et. M. 520, 15 1813 Tect. 33 1817 Tact. 33 1818 Harp. ═ P; Dem. 23, 63 1819 ═ Ambr. 995, Ps. Herodian. 67 cf. sch. α 145 1820 cf. Ambr. 1114 1821 — μέροϲ ═ P, Ba 279, 11, Ps. Herodian. 67 cf. Ambr. 1107 πλάγιον sq. Thdr. in Ps. 90, 7, PG 80, 1612b 1823 cf. H, Ap S. 100, 27 (ex quo Et. M. 519, 47, Ps. Herodian. 67, sch. Π 390, Ambr. 1068 1824 ═ Ambr. 1012 182) [*](1809 cf. v. E 135 1816—7 cf. post litt. Ψ) [*](ArF(GVM)) [*](5 κραββάτ V cf. Hes. 7 εἰϲτεταγμένον FG ἔγκυλον A 8 καὶ Κλινίδιον om. F ὑποδιωριϲτικῶϲ F 10 λέξομαι om. V 11 μυχάτῳ Bas. μυχαιτάτῳ AGM μυχοτάτῳ μυχωτάτῳ μυχάντῳ ed. pr. 13 βουκόλια A 1816 om. F 18 ἡ—20 Κλίϲιϲ om. F 20 οὕτωϲ V 1822 om. FV)

137
τοῖϲ πράγμαϲιν οὐκ ἀπὸ μικρῶν ἀφορμῶν ἀνιϲτάμενα τὰ Γερμανικὰ [*](Ε) κινήματα.

1826 Κλοπαί: παραλογιϲμοί. καὶ Κλαπέντεϲ, ἀντὶ τοῦ ἐξαπατηθέντεϲ. [*](Σ) οἱ δὲ τὸ ἀκριβὲϲ μὴ εἰδότεϲ, ἀλλὰ τῇ πρώτῃ κλαπέντεϲ ὄψει, [*](Ε) ἔτι πλείοναϲ τῶν ὄντων οἰηθέντεϲ τοῖϲ οἰκείοιϲ διαγγέλλουϲιν.

1827 Κλοπιμαῖοϲ.

[*](Δ)

1828 Κλοποφορῶ: τὸ ἐν κλοπείᾳ φέρω.

[*](Δ)

1829 Κλώδονεϲ: αἱ Βάκχαι τοῦ Διονύϲου παρὰ Μακεδόϲιν· αἱ κληθεῖϲαι ὕϲτερον Μιμαλόνεϲ ἀπὸ τῆϲ μιμήϲεωϲ.

1830 Κλῴζεται· κλῴζεται καὶ ϲυρίττεται· ἔϲτι δὲ ὅπη καὶ λίθοιϲ βάλλεται.

1831 Κλώθει: καταϲπᾷ, ἐπιμερίζει.

[*](Σ)

1832 Κλωθώ: ἡ μία τῶν Μοιρῶν. τρεῖϲ γάρ εἰϲι, Κλωθώ, Λάχεϲιϲ, Ἄτροποϲ. γὰρ ἐν θνητοῖϲιν ἠδύνατο καὶ μεμαυῖα εὑρέμεναι [*](Anth.) Κλωθὼ τῷδ’ ἕτερον φονέα. Κλώθω δὲ τὸ νήθω.

[*](Δ)

1833 Κλών, κλωνόϲ: τοῦ δένδρου ὁ βλαϲτόϲ. καὶ Ἐκλώνιϲε, [*](Δ) κλῶναϲ ἔκοψε.

1834 Κλῶτπᾶϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1835 Κλωπεύω: κλέπτω. καὶ Κλωπεία ἐξ αὐτοῦ, καὶ Κλωπιτεύω. [*](Δ) ἡ μὲν χεὶρ ἐν Ἀἰτωλοῖϲ, ὁ δὲ νοῦϲ ἐν Κλωπιδῶν. Ἀττικὴ [*](Ar.) γενικὴ ἀντὶ δοτικῆϲ. διαβάλλει δέ τιναϲ ὁ Ἀριϲτοφάνηϲ, ὡϲ λῃϲτὰϲ καὶ κλέπταϲ· λῃϲταὶ γὰρ οἱ Αἰτωλοί.

1836 Κλωπιτεύω· Κλοτοπεύω δέ.

[*](Δ)

1837 Κλωϲτήρ: ὁ ἄτρακτοϲ, καὶ τὸ νῆμα.

[*](Ar.)

1838 Κλώψ: κλέπτηϲ. Ξενοφῶν· εἰϲὶ γυμνῆτεϲ τῶν ἐφεπομένων [*](Σ Ε) ἡμῖ κλωπῶν. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τόξῳ μὲν κλῶπαϲ βάλε, ϲάου Anth. δὲ φίλουϲ.

[*](1826 — παραλογιϲμοί ═ P, Ba 279, 14 1827 cf. Ambr. 999, L 1828 l. ═ Ambr. 1135 1829 cf. Et. M. 521, 48, H; l. cf Ambr. 1060 1830 Synes. de provid. PG 66, 1244 a 1831 ═ P, Ba 279, 19 cf. H 1832 init. aliter. Ambr. 1088, Ps. Herodian. 72 οὐδὲ— φονέα Anth. 7, 148, 3—4 Κλώθω sq. ═ Ambr. 1121 cf. Et. M. 495, 27, H 1833 — δένδρου Ambr. 1043 cf. Ps. Herodian. 72 1834 ═ Ambr. 1016 1835 — κλωπιτεύω cf. L, Zon. 1222. Κλωπεία ═ Ambr. 1096 ἡ  sq. Ar. Eq. 79 c. sch. plenior. 1836 cf. Zon. 1222, L 1837 sch. Ar. Ran. 1348 et Lys. 567 1838 — κλέπτηϲ ═ P, Ba 279, 20, H, Ps. Herodian. 72 et 192, Et. M. 521, 24 cf. Ambr. 1000 εἰϲὶ — κλωπῶν Xen. An. 4, 6,17 τόξῳ sq. Anth. 6, 157, 2)[*](1829 cf. vv. Η 336 et Μ 1072 1832 Anth. cf. v. Μ 554 1833 Ἐκλώνιϲε sq. cf. v. Ε 484 1835 cf. v. Ε 486 1838 Anth. cf. v. ϲάου)[*](1 μικροῦ F ἀνιϲτάμενοϲ F 3 Κλοπιαί V 4 οἱ — 6 Κλοπιμαῖοϲ om. F ArF(GV M) 7 Κλωποφορῶ A κλοπείᾳ G: κλωπείᾳ AM κλοπίᾳ F κλωπίᾳ V 1828 —9 inverso ord. FV 8 Κλώδωνεϲ AG 10 κλῴζεται om. A 15 Κλώθω—νήθω om. V 1834 om. F, vs. 16 post 1829 om. τοῦ — 17 ἔκοψε V 19 καὶ pr. om. V, nov. gl. ἐξ αὐτοῦ om. V 19. 20 Κλωπιτεύω] Κλωπιτεία V 20 ἡ— 22 Αἰτωλοί om. F 20 ἐν Αἰτωλοίϲ] ἤγουν εἰϲ τὸ Δυραχ ⟨ιον⟩ ss. V Ἀττικὴ— 22 Αἰτωλοί om. V 1836 om. post 1827 V; post vs. 19. 20 Κλωπιτεύω seq. in A Κλοτοπεύω δέ, deinde 1837 et 1838 usque ad κλωπῶν, tum Κλωπιτεύω. ἡ (vs. 20)—vs. 22 Αἰτωλοί, deinde Κλώψ· ἐν Ἐπιγράμμαϲι (vs. 26)—27 φίλουϲ 25 εἰϲὶ — 27 φίλουϲ om. F 25 εἰϲὶ] δὲ add. A 26 καὶ] Κλώψ A cf. supra)
138
[*](Σ)

1839 Κλοιόϲ: περιτραχήλιοϲ δεϲμόϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ὡϲ δ’ ἴδ᾿  [*](Anth.) ὁμοίην εἰκόνα, παντοίῳ ϲχήματι φαινομένην, κλοιὸν ἔχων πέλαϲ ἦλθε, λέγων Λευκῶνι, κελεύειν τῷ κυνὶ καὶ βαίνειν· πεῖθε γὰρ ὡϲ ὑλάων.

[*](Σ)

1840 Κλυδώνιον: κυκᾶ. καὶ κλύδωνα ἄμφω. Θουκυδίδηϲ β΄· καὶ [*](Δ) τὰϲ κώπαϲ ἀδύνατοι ὄντεϲ ἐνκλύδωνι ἀναφέρειν. καὶ Κλυδώνιϲμα. καὶ Κλυδωνῶ ῥῆμα, καὶ Κλυδωνίζω.

[*](Σ)

1841 λύει: ἀκούει. καί πωϲ ὁ κλύων τοῦ λέγοντοϲ χαίρει [*](Soph.) μᾶλλον, τοῖϲ ϲοῖϲ ἄχεϲι καθυβρίζων. τῶν γὰρ μεγάλων ψυχῶν ἱεὶϲ οὐκ ἂν ἁμάρτοιϲ. καὶ Σοφοκλῆϲ· ἦπου τάλαινα τήνδ’ ὅταν κλύῃ φάτιν, ἥϲει μέγαν κωκυτὸν ἐν πάϲῃ πόλει.

[*](Σ)

1842 λῦθι· ἐπάκουϲον.

[*](call.)

1843 Κλύμενοϲ: οὕτω λέγεται ὁ Ἅδηϲ· ἢ ὅτι πάνταϲ προϲκαλεῖται [*](Anth.) εἰϲ ἑαυτόν, ἢ ὁ ὑπὸ πάντων ἀκουόμενοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ὃϲ καὶ ἀμειλίκτοιο βαρὺ Κλυμένοιο νόημα καὶ τὸν ἀμείλικτον θυμὸν ἔθελξε λύρᾳ. περὶ Ὀρφέωϲ. καὶ αὖθιϲ· ἤδη γὰρ λειμῶναϲ ἐπὶ Κλυμένου πεπόταται, καὶ δροϲερὰ χρυϲέαϲ ἄνθεα Περϲεφόνηϲ.

[*](Δ)

1844 Κλύω: μανθάνω.

1845 Κλυϲτήρ: τὸ ἰατρικὸν ἐργαλεῖον. κλυϲτῆρα προϲθέμενοϲ ὑπεξήγαγε τῆϲ ἑαυτοῦ γαϲτρὸϲ τὰ ϲκύβαλα.