Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ ?)

141 Κακανδρία: δειλία. Σοφοκλῆϲ· τὸν δειλίᾳ προδόντα καὶ [*](Soph.) κακανδρίᾳ ϲέ, φίλτατ᾿ Αἶαν. Τεῦκρόϲ φηϲι περὶ Αἴαντοϲ τελευτῆϲ.

[*](Δ)

142 Κακεντρέχεια: ἡ πονηρία.

[*](Σ)

143 Κακεργέτηϲι: κακοεργοῖϲ.

[*](Δ)

144 Κακκείοντεϲ: κατακοιμηθηϲόμενοι.

[*](Suid.)

145 Κακερουτίαϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀνωρτάλιζεϲ κἀκερουτίαϲ. ἀντὶ τοῦ μετεωρίζου, μέγα ἐφρόνειϲ. ἀπὸ δὲ τῶν κερατοφορούντων ἡ λέξιϲ.

[*](Σ)

146 Κάκη: κακία. οὕτωϲ Πλάτων. Αἰλιανόϲ· ὅϲτιϲ τάξιν ἔλειπε, [*](Ε) θανατοῖ ἄρα ὁ νομοθέτηϲ αὐτόν, κάκῃ τὴν ϲτάϲιν, ἣν ἐτάχθη, προδόντα. Αἰλιανὸϲ Ποικίλῃ ἱϲτορίᾳ· οὐδεὶϲ οἰκέτηϲ μνημονεύεται κάκῃ εἴξαϲ προδοῦναι τὸν δεϲπότην. καὶ αὖθιϲ· ἀνάγκηϲ καλούϲηϲ [*](Ε) μὴ εἴκειν κάκῃ.

[*](Ar.)

147 Κάκκη: ἔχει δὲ καὶ τὸ κακέμφατον. ἡ ἀκαθαρϲία, καὶ μάλιϲτα τὸ δύϲοϲμον ἀποπάτημα. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀπὸ μὲν κάκκηϲ ῥῖν᾿ ἀπέχων.

[*](Synt.)

148 Κακηγορῶ· αἰτιατικῇ. καὶ Κακημορῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

149 Κακὴ μὲν ὄψιϲ: κόμμα παροιμίαϲ. κακὴ μὲν ὄψιϲ, ἐν δὲ δειλαῖαι φρένεϲ. Μένανδροϲ Σικυωνίῳ.

[*](Phil.)

150 Κακία· ἀνάλογον ταῖϲ ἀρεταῖϲ αἱ κακίαι. αἱ μέν εἰϲι πρῶται, αἱ δὲ ὑπὸ ταύταϲ· οἷον ἀφροϲύνη, δειλία, ἀδικία, ἀκολαϲία, ἀκραϲία, βραδύνοια, κακοβουλία. εἰϲὶ δὲ ἀγνοίαϲ αἱ κακίαι. τὰ δὲ μετέχοντα τῶν κακιῶν, αἵ τε πράξειϲ αἱ κατὰ κακίαν, καὶ οἱ φαῦλοι· ἐπιγενήματα [*](137 cf. P, Ba 266, 14, H 138 Astramps. 139 οἱ sq. los. Ant 6, 33 — 4 ═ EV 1, 47, 16 + 21 — 2 140 ═ P; Diocl. fr. 2 (1, 766 Κ.) 141 τὸν sq. Soph. Ai. 1014—5 142 ═ Ambr. 282 143 ═ P, Ba 266, 25, gl. Dionys. PG 4, 26 144 ═ Ambr. 384, sch. Α 606, Et. M. 485, 7 cf. H 146 Πλάτων ═ P cf. Moer. 201, 5; — κακία ═ Tim. cf. Et. M. 484, 52, H ὅϲτιϲ—προδόντα Aelian. fr. 152 οὐδεὶϲ—δεϲπότην Aelian. fr. 8 ἀνάγκηϲ sq. Aelian fr. 266 147 Ar. Pac. 162 c. sch. 148 — αἰτιατικῇ pr. ═ Synt. Laur. et Gud. 149 ═ P; Men. com. fr. 441 150 — ὅμοια Laert. 7, 93, 95) [*](138 cf. 1710 et vv. 113, Θ 43, O 326, ὕπνοϲ 2 139 Z 1167 141 —2 Z 1150 145 ex v. Α 2568. Z 1171 146 extr. cf. v. Ε 3442) [*](ArF(GIVM)) [*](3 ἐνδέδωκεν GVM, Hes.: ἐνέδωκεν AFI ἐκδέδωκεν Phot. Ba 138 om. F 4 λύϲιϲ— 6 ἔϲῃ mg. A 6 κλαίων — ἔϲῃ ante vs. 5 γελῶν V 7 καταπροεδίδοϲαν A 9 Κάπχῃ F Βάκχαιϲ coll. v. Δ 1155 Bhd. ἡμᾶϲ AM 12 Κακεντρέχεια —13 Κακεργέτηϲι om. V 145 om. F sed hab. Zon. 15. 16 ἐμετεωρίζου A 22 καθαρϲία GIM 23 ἀπὸ τοῦ πάτμα V 24 Κακημορῶ] Κακημανῶ GI 25 παροιμία l, Phot.; cp. G 26 δειλαα F (sine acc.) Σικυννίῳ F 30 πράξειϲ om. in lac. F ἐπιγενήματα FVMac)

13
δὲ δυϲθυμία, δυϲφροϲύνη, καὶ τὰ ὅμοια. ζήτει ἐν τῷ ἀρετή. Κακία δέ ἐϲτιν ἡ τοῦ κακῶϲαι τὸν πέλαϲ ϲπουδὴ παρὰ τῷ Ἀποϲτόλῳ.

151 Κακία: διώνυμόϲ ἐϲτιν ἡ λέξιϲ. ἡ ὄντωϲ κακία, οἷον πορνεία, μοιχεία, πλεονεξία καὶ ἐπιορκία, καταλαλιά. λιμὸϲ δὲ καὶ λοιμόϲ, θάνατοι καὶ νόϲοι καὶ τἆλλα, οὐκ ἔϲτι κακά, διότι πολλάκιϲ ἡμῖν ἀγαθῶν αἴτια γίνεται. καὶ περὶ ταύτηϲ φηϲὶν ὁ προφήτηϲ· οὐκ ἔϲτι κακία ἐν πόλει, ἣν κύριοϲ οὐκ ἐποίηϲεν.

152 Κακιζόμενοι: ταπεινούμενοι.

[*](Σ)

153 Κακίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

154 Κάκιθοϲ: ὁ κακιζόμενοϲ.

[*](Δ)

155 Κακίονοϲ: τοῦ χείρονοϲ.

[*](Δ)

156 Κακοδαίμων: ὁ θεῷ ἐπαχθήϲ, καὶ ὁ τὴν ψυχὴν ἔχων ἐμπαθῆ. [*](Σ) Αἰλιανόϲ· ἀνὴρ Εὐφρόνιοϲ, κακοδαίμων ἀνήρ, καὶ ἔχαιρεν [*](Ε) ἐπὶ ταῖϲ Ἐπικούρου φλυαρίαιϲ καὶ ἐξ ἐκείνων κακὰ εἰρύϲατο δύο, ἄθεόϲ τε καὶ ἀκόλαϲτοϲ εἶναι.

157 Κακοέπεια: βλαϲφημία.

[*](Σ)

158 Κακοζηλία. Καλλίνικοϲ ἔγραψεν ὁ Σύροϲ περὶ κακοζηλίαϲ [*](Δ) ῥητορικῆϲ.

[*](Hesy.)

159 Κακοηθέϲτατα: ἐπὶ κλειδίων λέγεται. Ἀριϲτοφάνηϲ Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ· [*](Ar.) οἱ γὰρ ἄνδρεϲ ἤδη κλειδία φόροῦϲι κρυπτά, κακοηθέϲτατα, Λακωνικὰ ἄττα, τρεῖϲ ἔχοντα γομφίουϲ. πρὸ τοῦ μὲν οὖν ἦν ἀλλ᾿ ὑποῖξαι τὴν θύραν ποιηϲαμέναιϲι δακτύλιον τριωβόλου. νῦν δ᾿ οὗτοϲ αὐτοὺϲ ἐδίδαξε θριπηδέϲτατα.

160 Κακοήθεια: κακοτροπία παρὰ τῷ Ἀποϲτόλῳ.