Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

161 Κακοήθηϲ: κακότροποϲ. ἢ καὶ ἄλλωϲ κακοήθωϲ αὐτὸϲ [*](Σ) διακληθείη.

162 Κακόθρουϲ: διάβολοϲ· ἢ ζαμενὴϲ λόγοϲ κακόθρουϲ ἐκ Δαναῶν [*](Soph.) ἐπιβῇ.

163 Κακόνοι: ἐχθροί, καὶ κακὸν νοῦν ἔχοντεϲ πρὸϲ τὸ πρᾶγμα. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲ κακόνοι τινέϲ εἰϲιν ἐν ἡμῖν. καὶ αὖθιϲ· κακόνουν [*](Ε) φωραθέντα ϲὺν γυναικὶ καὶ τέκνοιϲ τούτου ἐλαθῆναι.

164 Κακοπάθεια: ἡ ταλαιπωρία.

[*](Δ)

165 Κακοπινέϲτατον: τὸ πίνον ποτὲ μὲν ἐπὶ τῆϲ ἰδέαϲ, ποτὲ δὲ [*](Soph.) [*](150 Ἀποϲτόλῳ e. g. Rom. 1, 29 151 cf. Io. Chrys. PG 49, 251 e; Amos 3, 6 152 ═ P, Ba 266, 26 cf. H 153 ═ Synt. Laur. et Gud. 154 cf. Et. M. 484, 55 155 l. ═ Ambr. 127 156— ἐμπαθῆ ═ P, Ba 266, 27, Et. M. 484, 50, Bk. 268, 1 cf. H ἀνὴρ sq. Aelian fr. 89 157 ═ P 159 Ar. Th. 421—7 160 cf. H (in Rom. 1, 29) 161 — κακότροποϲ ═ P, Σa cf. Lex. Patm. 15 162 Soph. Ai. 137 — 8 c. sch. 163— ἡμῖν Ar. Pac. 496 c. sch. κακονοῦν sq. Aelian. 164 l. ═ Ambr. 283; aliter H 165 — p. 14, 3 νοῶν sch. Soph. Ai. 381. ὡϲ sq. Soph. Ph. 9459) [*](150 extr. Z 1158 151 Z 1151 154 Z 1145 156 Aelian. cf. v. ΕΙ 215 157 Z 1150 158 cf. 231 159 cf. v. Λ 64 160 Z 1158 162 cf. v. Ζ 16 165 Soph. Ph. cf. 346) [*](5 κακία A 6 γίνονται G cp. M 10 Κάκιϲτοϲ G καθιζόμενοϲ AF ArF(GVM) 12 ἐπαχθείϲ FVMac 22 ποιηϲαμέναιϲ FV 31 τοῦτον A 33 πίνοϲ AMec)

14
ἐπὶ τοῦ ἤθουϲ λαμβάνεται. ἐνταῦθα οὖν τὸν κακοήθη ϲημαίνει. ἀντὶ τοῦ κολάκευμα, τρίμμα, κακοπινέϲτατον, ῥυπαρόν. πινῶδεϲ γὰρ ἀδόκιμον τῇ γνώμῃ, καὶ οὐ καθαρόν, ἄλλοτε ἄλλα νοῶν. ὡϲ ἄνδῤ ἑλὼν ἰϲχυρὸν ἐκ βίαϲ μ᾿ ἄγει· οὐκ οἶδεν αἴρων νεκρὸν ἢ καπνοῦ ϲκιάν, εἴδωλον ἄλλωϲ· οὐ γὰρ ἂν ϲθένοντά γε εἶλέ μ᾿· ἐπεὶ οὐδ᾿ ἂν ἔχοντ᾿, εἰ μὴ δόλῳ. νῦν δ᾿ ἠπάτημαι δύϲμοροϲ· τί χρὴ ποιεῖν;

166 Κακορρήμων· καὶ οὐδετέρωϲ τὸ κακορρῆμον.

[*](Σ)

167 Κακορραφίαι: κακοϲυνθέϲειϲ.

[*](Ar.)

168 Κακορροθεῖ: κακῶϲ ἀγορεύει. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἅπαϲαν ἡμῶν τὴν πόλιν κακορροθεῖ.

169 Κακὸϲ κακῶϲ ἀπόλοιτο οὗτοϲ, εἰ μὴ καὶ προαπόλωλε τῆϲ ἀρᾶϲ, ὡϲ ἄξιόϲ γε ἦν ἔργον γεγονέναι τοῦ πρώην χειμῶνοϲ. ἐνετολμήϲατο [*](Ε) γὰρ ὁ παλαμναῖοϲ κακὸν κακῷ μείζονι ϲβέϲαι.

[*](Harp.)

170 Κακοτεχνιῶν: δίκηϲ ὄνομα, ἣν οἱ ἑλόντεϲ τινὰ ψευδομαρτυριῶν κατὰ τοῦ παραϲχομένου ἐδίδοϲαν.

[*](Prov.)

171 Κακοῦ κόρακοϲ κακὸν ᾠόν: ταύτην τὴν παροιμίαν οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ πτηνοῦ ζῴου φαϲὶν εἰρῆϲθαι, ὅτι οὔτε αὐτὸ βρωτόν ἐϲτιν οὔτε τὸ ᾠόν, ὃ ἔχει. οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ Κόρακοϲ τοῦ Συρακουϲίου ῥήτοροϲ, πρῶτον διδάξαντοϲ τέχνην ῥητορικήν. ὑπὸ γὰρ τούτου, ὥϲ φαϲι, μαθητήϲ, Τιϲίαϲ ὄνομα, μιϲθὸν ἀπαιτούμενοϲ εἰϲ τὸ δικαϲτήριον εἶπεν· εἰ μέν με νικήϲειαϲ, οὐδὲν μεμάθηκα· εἰ δὲ ἡττηθήϲῃ, οὐ κομίϲῃ τοὺϲ μιϲθούϲ. θαυμάϲαντεϲ οἱ δικαϲταὶ τὸ ϲόφιϲμα τοῦ νεανίου ἐπεφώνουν· κακοῦ κόρακοϲ κακὸν ᾠόν.

172 Κακοῦργοι: οἱ λῃϲταί, οἱ ἐνεδρευταί. ὁ δὲ λαθὼν ἑαυτὸν [*](Ε) παρῆλθε ϲὺν τῷ ξίφει, ὅπερ ἐπήγετο διὰ τοὺϲ κακούργουϲ τοὺϲ κατὰ τὴν ὁδόν.

[*](Synt.)

173 Κακουργῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

174 Κακόχαρτον: κακοῖϲ χαίροντα.

[*](Δ)

175 Κακόϲχολοϲ: ὁ πονηρόϲ.

[*](Ε)

176 Κακῶν· ὅτι ἀναίτιοϲ τῶν κακῶν ὁ θεόϲ. κακὰ δὲ κυρίωϲ ὀνομάζομεν, οὐχ ἃ τῶν πολλῶν ὀνομάζειν φίλον τιϲίν· ἀλλὰ κακίαν καὶ ἀκολαϲίαν καὶ τὰϲ ἄλλαϲ παρανομίαϲ ὑφ᾿ ἡμῶν αὐτεξουϲίωϲ τολμωμέναϲ. ἡμεῖϲ γὰρ τούτων αἴτιοι, οὐχ ὁ τἀναντία νομοθετήϲαϲ θεόϲ.

[*](167 ═ P, Σa cf. H, sch. Ο 16 168 Ar. Ach. 577 c. sch. 169 — χειμῶνοϲ Synes. Ep. 130 p. 265 c ἐνετολμήϲατο sq. Aelian. fr. 50 170 Harp. ═ P 2 cf. Bk. 268, 24 ═ P, sch. Pl. Leg. 936 d 171 ═ Zen. IV 82 172 ὁ sq. Aelian. fr. 275 174 ═ P, Ba 266, 29 cf. H, Et. M. 484, 48 175 aliter H 176 Georg. 85, 1317)[*](166 κακορρῆμον cf. v. Α 4112 169 Aelian. cf. v. παλαμναῖοϲ 171 cf. 2066)[*](ArF(GVM))[*](3 ἄνδρεϲ F 5 μ᾿ om. A οὐδ᾿] οὐκ F 6 ποεῖν AVM 166 om. F, extra ord. 14 ψευδομαρτυριῶν—15 ἐδίδοϲαν om. F 15 παρεχομένου V 20 Τιϲίαϲ ὄνομα om. FV 24. 25 ἑαυτὸν παρῆλθε] corrupta cens. Bhd. sed vid. Hertlein Herm. 9, 364)
15

177 Κακῶν πανήγυριϲ: ἐπὶ μεγίϲτων. Πιϲίδηϲ· καὶ πάντεϲ [*](Prov. ?) ὥϲπερ ἐν κακῶν πανηγύρει, ἄλλοϲ κατ᾿ ἄλλην ϲυμφορὰν ἐδυϲτύχει.

178 Κακώϲεωϲ: δίκηϲ ἐϲτὶν ὄνομα ταῖϲ τε ἐπικλήροιϲ κατὰ τῶν [*](Harp.) γεγαμηκότων καὶ κατὰ τῶν παίδων τοῖϲ γονεῦϲι καὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων τοῖϲ ὑπὲρ τῶν ὀρφανῶν. οὕτω Δημοϲθένηϲ καὶ Λυϲίαϲ καὶ Ὑπερίδηϲ.

179 Κακῶϲ εἰδότεϲ: ἀντὶ τοῦ ἀγνοοῦντεϲ. Ἰϲοκράτηϲ ἐν τῷ Περὶ [*](Harp.) εἰρήνηϲ.

180 Κάκτανε: καταφόνευϲον.

[*](Δ)

181 Κακοῖϲ ἐπιϲωρεύων κακά· Ὄχοϲ ὁ Πέρϲηϲ Αἴγυπτον ἠνδραποδίϲατο [*](Ε) καὶ ἀπέκτεινε τὸν Ἄπιν καὶ κατέκοψε τὸν Μέμφιν, κακοῖϲ ἐπιϲωρεύων κακά.