Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

121 Καθοϲίωϲιϲ: δικαίωϲιϲ. κατάκριϲιϲ.

[*](ΣΔ)

122 Καθοϲίωϲιϲ: παρὰ τὸ κατὰ τοῦ ὁϲίου γίνεϲθαι, ἤτοι τοῦ βαϲιλέωϲ. ὅτι ἐπὶ Θεοδοϲίου τοῦ βαϲιλέωϲ Ῥωμαίων Σύμμαχοϲ ἀπὸ [*](Ε) ὑπάτων εἰϲ τὸν τύραννον Μάξιμον βαϲιλικὸν λόγον διεξῆλθε καὶ δεδιὼϲ τὸ τῆϲ καθοϲιώϲεωϲ ἔγκλημα τοῖϲ τῶν ἐκκληϲιῶν ϲηκοῖϲ προϲκαταφεύγει· ὃν ὁ Θεοδόϲιοϲ πάϲηϲ φιλανθρωπίαϲ ἠξίωϲε. καὶ αὖθιϲ περὶ τοῦ Χριϲτοῦ· τοῖϲ γὰρ νόμοιϲ αὐτὸν παρεδώκαμεν, καὶ εἰϲ [*](Ε) καθοϲίωϲιν οὐχ ἡμάρτομεν.

123 Καθόϲον: ἐπίρρημα.

124 Καθωϲιωμένοϲ: ἀνακείμενοϲ, ἐγγεγραμμένοϲ.

[*](Σ)

125 Καθωϲιωμένοϲ: ἔννομοϲ, κόϲμιοϲ, τίμιοϲ. Οὐράνιοϲ ὁ καθωϲιωμένοϲ Μαγιϲτριανὸϲ εὐϲεβῆ γράμματα ἀποδέδωκε τῷ ὁϲιωτάτῳ ἀρχιεπιϲκόπῳ Καλανδίωνι. καὶ Καθωϲιῶϲθαι.

[*](Δ)

126 Καθωραΐζεται: ϲεμνύνεται.

[*](Σ)

127 Καθ᾿ οἷμον: καθ᾿ ὁδόν.

[*](Σ)

128 Καθυβρίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

129 Καθ᾿ ὕδατοϲ γράφειν: ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων.

[*](Suid.)

130 Καθυλακτῶ ϲου.

[*](Synt.)

131 Καθύπαρ.

132 Καθυπερηκόντιϲαν: ὑπερεβάλοντο, ἐνίκηϲαν.

[*](Ar.)

133 Καθύπερθεν: ὑπεράνωθεν.

[*](Σ)

134 Καθυπέρτερον: μεῖζον.

[*](Σ)

135 Καθυπουλεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

136 Καθυφεῖντο: ἀντὶ τοῦ ἑαυτοὺϲ ἐδίδοϲαν εἰϲ ὄλεθρον. πολλοὶ [*](Ε) [*](118 ═ P, Ba 266, 8 cf. H 119 Herodian. hist. 7, 9, 3 120 ὑπὲρ sq. Dionys. Hal. 8, 43, 5 121 — δικαίωϲιϲ ═ P, Ba 266, 9 122 ὅτι—ἠξίωϲε cf. Socr. h. e. 5, 14 περὶ sq. Io. Antioch. fr. 90, FHG 4, 574 ═ EV 1, 181, 16 + 21—2 124 ═ P, Ba 266, 15, Et. M. 483, 42 126 ═ P (p. 130), Σa 127 ═ P, Ba 266, 7 cf. H v. κάθομον 128 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 296, 10 130 cf. Synt. Gud., An. Ox. 4, 295, 20 132 sch. Ar. Av. 825 133 ═ P, Ba 266, 12, H cf. sch. B 754 ═ H 134 ═ P, Ba 266, 13 136 πολλοὶ sq. Polyb. 3, 60, 4) [*](122 lo. Antioch. cf. v. Ν 254 125 cf. v. Μ 17 129 ex v. El 326) [*](1 παραθέματα F 3 τῇ om. V παραλύϲει om. G 5 αὐτοὺϲ GM ArF(GVM) 122 non nov. gl. F 10 ὅτι— 13 ἠξίωϲε om. F 14 τοῦ ex F, Exc. 123 om. F post 121 V 17 καὶ Καθοϲιωμένοϲ F Καθοϲιωμένοϲ V 125 non nov. gl. M 18 Καθοϲιωμένοϲ F cf. v. Μ 17 τίμιοϲ om. F 19 ἀπέδωκε G 20 Καλανδινῶν F 128 —131 om. F; 128, 130, 129, 132, 131 ordo in V; 131 mg. M 27 ὑπερεβάλλοντο F ὑπερεβάλοντοι M)

12
δὲ καὶ καθυφεῖντο ἑαυτοὺϲ ὁλοϲχερῶϲ διὰ τὴν ἔνδειαν καὶ ϲυνέχειαν τῶν πόνων.

[*](Σ)

137 Καθυφῆκεν: ἐνδέδωκεν, ὑποκατέβη.

[*](On.)

138 Καθ᾿ ὕπνουϲ· λύϲιϲ ὀνείρων· ὄναρ καθ᾿ ὕπνουϲ νητρεκὲϲ λαλεῖν τόδε. θανὼν καθ᾿ ὕπνουϲ φροντίδων ἔϲῃ δίχα. γελῶν καθ᾿ ὕπνουϲ δυϲφόρουϲ ἕξειϲ τρόπουϲ. κλαίων καθ᾿ ὕπνουϲ παγχαρὴϲ πάντωϲ ἔϲῃ.

[*](EV)

139 Καθυφίεντο: ἀντηλλάττοντο, κατεπροδίδοϲαν. οἱ δὲ τοῦ Σαμουὴλ τοῦ προφήτου υἱοὶ δώρων καὶ λημμάτων αἰϲχρῶνκαθυφίεντο τὸ δίκαιον.

[*](Σ)

140 Κακὰ κακῶν· Διοκλῆϲ Βάκχῃ· πλυνεῖτε κακὰ τῶν κακῶν ὑμᾶϲ.