Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1399 Κερκίδαϲ: εἷϲ ἦν τῶν τὰ Μακεδονικὰ φρονούντων.

[*](Harp.)[*](1381 cf. Ps Herodian. 63 1382 ἀλώπηξ ═ Σa, P, Ba 276,11—2 cf. H, sch. Δ 339 et Κ 44, Ambr 570, Ap. S. 98,1 Κερδώ cf. Ambr. 651. Κερδαλεώτεροϲ sq. cf Ambr. 521 1383 ═ P, Ba 276, 13; gl. Hom 1385 αἰτιατικῇ Synt. Laur. αὐθυπότακτον sq. cf. Ambr. 755 et 758 1386 ═ P, Ba 276, 10. sch. Ξ 23 cf Et. M. 505, 44, H 1388 ═ P, Ba 276, 14 cf. H, Ap. S 98, 2 1389 ἄμεινον cf. Diogen. V 42 εἰ sq. Soph. OT 889—894 c sch. 892 1390 ═ P, Ba 276,15 cf H, sch. δ 251, sch. Ar. Eq. 1068 1391 ═ An. Ox 2, 454, 29 unde Et. M. 505, 34 cf sch Ar. Eq. 1068, H 1392 κλῶπα ἔφορον sq. cf. Nonn. in Greg. Naz. PG 36,1033b; —Ἑρμῆϲ cf. Ambr. 647 διὸ—βαϲτάζειν ═ Preger 155, 16—7 1393 — ἱϲτοῦ cf. P καθελόμενοϲ sq. Polyb. 14, 10, 11 1394 sch. I 203 ═ Et. M. 504, 36 cf. Ambr 731 1395 ═ Ambr. 589 1397 ═ Ambr. 568 1398 I. ═ L 1399 Harp. ═ P 1382 cf. 1391 Z 1184 1391 cf. 1382 1392 cf. v. Ἐ 3038 1394 cf. 1365 3Κερώ A 1384 om. F post 1386 V 8 Κερδιϲϲόϲ A 11 ἔρξεται] ἕξεται ArF(GVM) F ἕξεται om. F 21 Πολύβιοϲ—22 ἀλλήλαϲ om. F 21 καθελκόμενοϲ V 1396 om. V 26 Κερίϲ V 28 Κερκίδα F ἦν om. V)
100
[*](ΔΣ)

1400 Κερκίδεϲ. Κερκίϲ: ἱϲτουργικὸν ἐργαλεῖον. καὶ εἶδοϲ [*](Anth.) κυρίωϲ φυτοῦ εὐαυξοῦϲ. κερκίδα δ᾿ εὐποίητον, ἀηδόνα.

[*](Δ)

1401 Κερκόλυρα: ὄνομα τόπου.

[*](Ecl.)

1402 Κέρκοϲ: ἡ τῶν ἑρπετῶν οὐρά, καὶ παντὸϲ ζώου. παρὰ τὸ [*](Ar.) ϲκαίρειν καὶ ἕρπειν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἰδού, δέχου κέρκον λαγώ. τὴν οὐρὰν τοῦ λαγῳοῦ. ἔϲτι δὲ ἁπαλὸν καὶ τρυφερὸν τὸ ἔριον τοῦ λαγῳοῦ, ὥϲτε ἀντὶ ϲπόγγου χρήϲαϲθαι, ὥϲτε τὰϲ λήμαϲ περιψεῖν· τουτέϲτι καταμάϲϲειν, ἀποϲπογγίζειν.

[*](Σ)

1403 Κέρκοϲ: ἡ οὐρά. διεβίβαζε δὲ τοὺϲ ἱππεῖϲ, ἑκάϲτου τῶν [*](Ε) ἱππέων ἐκ τῆϲ κέρκου πεζοῦ προϲηρτημένου.

[*](Hdt. Σ)

1404 Κέρκουροϲ: νηὸϲ εἶδοϲ. Κέρκουροι καὶ μυοπάρωνεϲ καὶ [*](Prov.) λέμβοι εἴδη πλοίων. καὶ παροιμία· Καὶ κέρκουροϲ ἐν λαχάνοιϲ. λάχανόν τι ἄγριον, εὐτελέϲ, ἀφ᾿ οὗ ἡ παροιμία.

[*](Greg.)

1405 Κέρκωπεϲ· δύο ἀδελφοὶ ἦϲαν ἐπὶ γῆϲ, πᾶϲαν ἀδικίαν ἐπιδεικνύμνοι, καὶ ἐλέγοντο Κέρκωπεϲ, ἐκ τῆϲ τῶν ἔργων δεινότητοϲ οὕτωϲ ἐπονομαζόμενοι. ὁ μὲν γὰρ αὐτῶν Πάϲϲαλοϲ ἐλέγετο, ὁ δὲ Ἄκμων. ἡ δὲ μήτηρ Μεμνονὶϲ ταῦτα ὁρῶϲα ἔλεγε, μὴ περιτυχεῖν [*](Harp.) Μελαμπύγῳ, τουτέϲτι τῷ Ἡρακλεῖ φηϲὶ δὲ αὐτοὺϲ ὁ Ξεναγόραϲ εἰϲ πιθήκουϲ μεταμορφωθῆναι διὰ τὴν κακοήθειαν, καὶ τὰϲ Πιθηκούϲαϲ ἀπ᾿ αὐτῶν ὀνομαϲθῆναι νήϲουϲ. τὰ δὲ ὀνόματα αὐτῶν Κάνδουλοϲ [*](Prov.) καὶ Ἄτλαϲ. οὗτοι οἱ Κέρκωπεϲ Θείαϲ καὶ Ωκεανοῦ· οὕϲ φαϲιν ἀπολιθωθῆναι διὰ τὸ ἐγχειρεῖν ἀπατῆϲαι τὸν Δία. ἡ δὲ παροιμία. Κερκωπίζειν· ἣν ὁ Χρύϲιπποϲ ἀπὸ τῶν ϲαινόντων τῇ κέρκῳ ζῴων φηϲὶ μετενηνέχθαι.

[*](Σ)

1406 Κέρκωπεϲ: πανοῦργοι, δόλιοι, ἀπατεῶνεϲ, κόλακεϲ· οἵ, καθάπερ ἡ ἀλώπηξ τοὺϲ θηρατικοὺϲ κύναϲ ἀπατᾷ, τοὺϲ ἁπλουϲτέρουϲ φενακίζουϲι τῇ κέρκῳ τῶν λόγων. φαϲὶ τοὺϲ Κέρκωπαϲ γενέϲθαι, ψεύϲταϲ, ἠπεροπῆαϲ, ἀμήχανά τ᾿ ἔργ᾿ ἐάϲανταϲ, ἐξαπατητῆραϲ· πολλὴν δ᾿ ἐπὶ γαῖαν ἰόντεϲ ἀνθρώπουϲ ἀπάταϲκον, ἀλώμενοι ἤματα πάντα.

[*](1400 — ἐργαλεῖον cf. Ambr. 650 εἶδοϲ + φυτοῦ ═ Et. M. 506, 5 cf. P κέρκιδα sq. Anth. 6, 174, 5 1401 ═ Ambr. 665 1402 ἕρπειν cf. An. Ox. 2, 453, 14 ἰδοῦ sq Ar. Eq. 909 c sch. 1403 — οὐρά ═ P cf. H, Poll. 1,90, Et. M 506, 4, Bk. 103,6 1404 — εἶδοϲ gl. Hdt. 7, 97 εἴδη πλοίων cf. P, H; Bk. 272, 30, unde Et. M. 506,15 Καὶ κέρκουροϲ sq. cf. Zen. IV 57 sch Ar. Vsp. 239 1405 Ἡρακεῖ cf. Nonn. in Greg. Naz. PG 36, 1005 c d φηϲὶ—Ἄτλαϲ Harp. P cf. sch. Luc. 181, 6—8, Paroem. ed Gsf. 64, n. 537 fin.; Xenagor. fr. 13, FHG 4, 528 οὕτοι—Δία cf. Zen. V 10 et l 5. Κερκωπίζειν sq. cf. Zen. lV 50 1406 — λόγων═ P, Ba 276,16 cf. H, Et. M. 506, 40 ψεύϲταϲ sq Hom. Cercop. fr. ap. Hom ed. Allen V p. 160)[*](1400 Anth. cf. v. Μ 1135 1402 Ar. cf. v. περιψεῖν 1404 cf. 2133, vv. Λ 245 at Μ 1420 1405 extr. cf. 1407)[*](ArF(GVM))[*](2 εὐουξοῦϲ A; εὐαξοῦϲ rell. 3 Κερκύλλυρα V 5 Ἀριϲτοφάνηϲ— 10 προϲηρτημένου om. F 7 περιψᾶν A 9 διεβήβαϲε V 10 πεζόν Bhd. 12 καὶ pr. om. F καὶ alt. om. V 13 τι] τε F 15 καὶ—24 μετενηνέχθαι om. F 16 ἐλέγετο A: ἐγένετο GVM 18 φαϲὶ GVM 21 Ἄτηαϲ V 28 ἠπεροπῆαϲ] ἀπατεότητοϲ ss. V ἀμήχανα—29 πάντα om. F 28 ἔργ᾿ ἐάϲανταϲ] ἐργαϲιῶνταϲ Bhd. corruptelam perspexit Kust. 29 ἰόνταϲ GVM)
101

1407 Κερκωπίζειν: ἡ παροιμία ἀπὸ τῶν προϲϲαινόντων τῇ κέρκῳ [*](Prov.) ζῴων μετήνεγκται. ἄμεινον δὲ λέγειν αὐτὴν ἀπὸ Κερκώπων, οὓϲ περὶ τὴν Λυδίαν ἱϲτοροῦϲιν ἀπατηλοὺϲ ϲφόδρα καὶ ἀηδεῖϲ γενέϲθαι.

1408 Κερκώπη.

[*](Δ)

1409 Κερκωπίζοντεϲ: χλευάζοντεϲ, μωκίζοντεϲ, ὡϲ οἱ πίθηκοι.

[*](Σ)

1410 Κέρκωψ, κέρκωποϲ: ἀπατεών. ἢ γένοϲ πιθήκου. Κέκροψ δέ, [*](Δ + Σ) Κέκροποϲ.

1411 Κερκυόνη.

[*](Δ)

1412 Κερκυών: ὄνομα λῃϲτοῦ, ὅϲτιϲ διῆγε περὶ τὴν Ἐλευϲῖνα καὶ τοὺϲ παρερχομένουϲ ἠνάγκαζε παλαίειν αὐτῷ. ὅτι τὰ νῦν λεγόμενα Κέρκυρα Φαιακία τὸ πρότερον ἐκαλεῖτο, χώρα τῶν Φαιάκων.

1413 Κέρμα: τὰ λεπτότατα. ἐπὶ γὰρ Ἰουϲτινιανοῦ τοῦ βαϲιλέωϲ, [*](Δ) τῶν ἀργυραμοιβῶν πρότερον ι΄ καὶ ϲ΄ ὀβολούϲ, οὓϲ φόλειϲ καλοῦϲιν, [*](Ε) ὑπὲρ ἑνὸϲ ϲτατῆροϲ χρυϲοῦ προΐεϲθαι τοῖϲ ξυμβάλλουϲιν εἰωθότων, αὐτὸϲ ἐπιτεχνώμενοϲ κέρδη οἰκεῖα π΄ καὶ ρ μόνουϲ ὑπὲρ τοῦ ϲτατῆροϲ δίδοϲθαι τοὺϲ ὀβολοὺϲ διετάξατο, χρυϲοῦ ἕκτην ἀποτεμόμενοϲ μοῖραν.

1414 Κερματίζει: εἰϲ λεπτὰ διαιρεῖ. καὶ Κατακερματιώντων, [*](Σ) εἰϲ λεπτὰ διακεκομμένων. καὶ μέγα κεφάλαιον ἠθροίϲθη τῶν [*](Δ + Ε) λέπτων κερματίων. καὶ Κατακερματίζει. ἐξήγαγεν ἐκ τῆϲ [*](Δ) ζώνηϲ τοὺϲ χρυϲοῦϲ δαρεικούϲ, κατακερματίϲαι θέλων καὶ διαλύϲαϲθαι [*](Ε) τῷ πανδοκεῖ.

1415 Κεροβάτηϲ: ὁ Πάν· ἐπειδὴ χηλὰϲ ἔχειν δοκεῖ τράγου· διὸ [*](Ar.) καὶ αἰγιβότηϲ καὶ τραγοβάμων καλεῖται. ἢ ὅτι κέρατα ἔχει. ἢ τὴν βάϲιν ἔχων κεράτινον· ἱϲτορεῖται γὰρ τὰ κάτω τράγου ἔχων· ὥϲτε ἀπὸ τῶν ποδῶν κερατοβάτηϲ. ἢ ὁ εἰϲ τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων. ἢ δ ἐπὶ κέρατα βαίνων. Καλαμοφθόγγω δὲ παίζων· διότι οἱ.s [*](1407 cf. Zen. IV 50 1408 ═ Ambr. 661 1409 ═ P, Ba 276, 20 1410 cf. L v. Κέκροψ. ἀπατεών—πιθήκου ═ P, Ba 276, 22 cf. Ambr. 5612 Et. M. 506, 40 1411 ═ Ambr. 659 1412— αὐτῷ cf. sch. Pl. Leg. 796a ὅτι sq. cf. F GrHist 4 fr. 77e Steph. Byz. v. Φαίαξ; Bk. 275, 1 collato fonti rhetorico temere attr. Wentzel 1413 l. ═ Ambr. 699 ἐπὶ sq. Proc. h. a. 25, 12 1414 διαιρεῖ ═ P, Ba 276, 23 cf. H v. κέρματα 2, Phryn. 82, 2 Κατακερμτιώντων—διακεκομμένων cf. Ambr. 526, H v. κατακερματίζει. vs. 19 καὶ— 20 κερματίων ambl. fr 9 ἐξήγαγεν sq. Aelian. fr. 81 1415—p. 102, 4 ἦϲαν sch. Ar. Ran. 230—1 cf. P, H (ex Didymo)) [*](1407 cf. 1405 1412 ὅτι sq. hinc v. Φαιακία 1413 Proc. cf. vv, O 8 et φόλιϲ 1414 Iambl. cf. 1441 et v. ϲκοταᾶοϲ 1415 cf. 1350) [*](1407 post 1269 FV; Κερκωπίζειν· ζήτει ὀπίϲω ἐν τῷ Κερκωπίδηϲ πλατύτερον ArF(GVM) post 1406 add. V, ὅτι ἐν τῷ Κ. πλ. post 1408 add. F 1 προϲαινόντων AFGV 2 Κεκρόπων F 6 κέρκωποϲ et Κέκροψ δὲ Κέκροποϲ om. F 9 καὶ— 11 Φαιάκων om. F 12 ἐπὶ—13 ϲ΄] ἤτοι F 13 φόλλειϲ A, v. φόλιϲ 14 ὑπὲρ— 17 μοῖραν om. F 14 ϲτατῆροϲ] ἤγουν νομίϲματοϲ ss. V 18 Κερματίζειν et διαιρεῖν F 18. 19 Κατακιρματιόντων F κατατερματιώντων G κατὰ τερματιώντων M κατατερματίων τῶν V 19 λεπτὰ] πολλὰ G καὶ— 22 πανδοκεῖ om. F 21 τοὺϲ] αὐτ A 23 τράγουϲ V διὸ—p. 102, 4 κερουλκά om. F 27 ἢ—βαίνων om. A ὁ ex solo)

102
ἀρχαῖοι καλάμῳ ἀντὶ κερατίου ἐχρῶντο. ᾔδεϲαν μὲν γὰρ τὸ κέραϲ, ἀνέφερον δὲ τῷ ὀνόματι ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν χρῆϲιν· ὡϲ καὶ χορδὰϲ λέγομεν ἔτι καὶ νῦν τὰϲ ἐκ τῶν νεύρων, ὅτι τὸ παλαιὸν ἐντέριναι [*](Eel.) ἦϲαν. καὶ παροιμία· δὸϲ τόξα κερουλκά.

[*](Δ)

1416 Κερόεϲϲα: ἡ ϲυμπλεκτική. καὶ Κερόειϲ, ὁ ϲυμπλεκτικόϲ.

[*](Δ)

1417 Κερουλκόϲ: ὁ Ἀπόλλων.

[*](Δ)

1418 Κερωτή: μιτωτή.