Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1379 Κεραυνόϲ: ἡ ἀϲτραπή. παροιμία. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ βάλλει [*](Ar) τοὺϲ ἐπιόρκουϲ ὁ κεραυνόϲ, πῶϲ οὐχὶ Σίμωνα καὶ Κλεώνυμον καὶ Θέωρον ἐνέπρηϲε; καίτοι ϲφόδῤ εἰϲὶν ἐπίορκοι. τῶν δὲ κεραυνῶν οἱ μὲν καταιβάται, οἱ δὲ ψολόεντεϲ οἱ τῇ ψαύϲει ὀλλύντεϲ, οἱ δὲ ἀργήτεϲ καλοῦνται.
1380 Κεραυνοί: ἀϲτραπαί. ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διόϲ; ἢ ποῦ φαέθων ἠέλιοϲ, εἰ ταῦτ᾿ ἐφορῶντεϲ κρύπτουϲιν ἕκηλοι; οἷον οὐκ ἄγουϲιν εἰϲ φῶϲ τὴν τούτων παρανμίαν.
[*](1370 Thdr. in Ps. 131, 17, PG 80, 1909 c 1371 Thdr. in Ps. 74, 11 PG 80, 1472b 1372 Call. (fr 20 K. an 34 S.) c. sch. 1374 ═ P, Ba 276, 1 cf sch. Pl. Leg. 853 d; Et. M. 505, 19 ═ Ps. Didym. Miller Mél. 404; Eust. I.1154,16 1375 ἄποικοϲ Xen. An. 5, 3, 2 1376 cf. P ═ Ba 276, 9, H 1377 — καταφερομένην Laert. 7, 154 οὐκ sq. sch. Ar. Nu. 396 1378 ═ Ambr. 713 1379 εἰ—ἐπίορκοι Ar. Nu. 399—400. vs. 26 τῶν sq. sch. Ar Eq 696 (═ sch ω 538) cf. Et. M. 819, 8)[*](1372 cf. 1289 1375 ὅτι sq. ex v. A 804 1379 hinc 1380 init. Ar. cf. vv. Σίμων, ψολοκαμπία, A 3774 1380 ex 1379 et v. φαέθων)[*](ArF(GVM))[*](6 ἐπίρρημα] vitium perspexit Bhd. 7 ἀπὸ] δὲ add. F. ἀπὸ τοῦ κεράϲματοϲ] κέραϲμα Bhd 1373 om F 10 ϲκληροῖϲ] πόροιϲ Phot Ba, sch. 11 χροᾷ μέλαινα V 13 τοῦ et τὸ om. F; τοῦ κατὰ τὴν ϲπορὰν Port, τὸν ἄρατον Kust. 14 ἀντιπίπτειν G 15 φαϲί V 17 ὅτι—κέρατα om. F γλῶτταν A cp. M 1376 ex FV solis 19 πίπτουϲιν F 1378 ante 1377 AGM, ordo poscit 24 Κεραυνόϲ] δὲ add. F παροιμία— 31 παρανομίαν om. F 29 ἥλιοϲ AV cf. v. φαέθων 30 εἰ] οἱ A)1382 Κερδαλέοϲ: ποικίλοϲ, πανοῦργοϲ. κερδαλέη γὰρ ἡ ἀλώπηξ. [*](Σ) καὶ Κερδώ. καὶ Κερδαλεώτεροϲ διὰ τοῦ ω μεγάλου.
[*](Δ)1383 Κερδαλεόφρων: δολιόβουλοϲ, ϲκολιὰ βουλευόμενοϲ.
[*](Σ)1384 Κερδᾶναι.
1385 Κερδάνῃ· αἰτιατικῇ. αὐθυπότακτον. Κερδανεῖ δέ.
[*](Δ)1386 Κέρδιον: κρεῖττον, ὠφελιμώτερον.
[*](Σ)1387 Κερδιϲόϲ: ὄνομα πόλεωϲ.
[*](Δ)1388 Κέρδιϲτοϲ: πανουργότατοϲ.
[*](Σ)1389 Κέρδοϲ αἰϲχύνηϲ ἄμεινον. εἰ μὴ τὸ κέρδοϲ κερδανεῖ [*](Prov.) δικαίωϲ καὶ τῶν ἀϲέπτων ἔρξεται καὶ τῶν ἀθίκτων ἕξεται· ματαίων [*](Soph.) δὲ τίϲ ἔτι ποτ᾿ ἐν τοῖϲδ᾿ ἀνὴρ θυμῷ βέλη ἔρξεται ψυχᾶϲ ἀμύνειν; τουτέϲτι τίϲ ἂν ἀπελάϲειεν αὐτοῦ τὴν τιμωρίαν τοιαῦτα πράττοντοϲ.
1390 Κερδοϲύνη: πανουργία.
1391 Κερδώ: ὑποκοριϲτικῶϲ ἡ ἀλώπηξ. ὡϲ Εἰδοθέα, Εἰδώ Ὑῳιπύλη, [*](Ecl.) Ὑψώ.
1392 Κερδῷοϲ θεόϲ: ὁ Ἑρμῆϲ· ὡϲ κέρδουϲ περιποιητικόϲ, καὶ [*](Greg.) ἄγγελον δὲ αὐτὸν καλοῦϲι καὶ κλῶπα. διὸ καὶ μάρϲιπον αὐτὸν ποιοῦϲι βαϲτάζειν. καὶ ἔφορον αὐτὸν τοῦ λόγου καὶ τῆϲ κλοπῆϲ, [*](Greg.) καὶ ἐμπολαῖον, ἤγουν κέρδουϲ ἔφορον.
1393 Κεραία: τὸ πλάγιον τοῦ ἱϲτοῦ. Πολύβιοϲ· καθελόμενοϲ [*](Σ) τοὺϲ ἱϲτοὺϲ καὶ τὰϲ κεραίαϲ ἔζευξε τούτοιϲ βιαίωϲ πρὸϲ ἀλλήλαϲ.
[*](E)1394 Κέραιρε: κίρνα.
1395 Κερεάλιοϲ: ὄνομα κύριον.
1396 Κερήνηϲ: ὄνομα κύριον.
1397 Κερρίϲ: ὄνομα ἰχθύοϲ.
1398 Κερκάϲωροϲ: ὄνομα πόλεωϲ.