Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1419 Κερωφόροϲ.

[*](Δ)

1420 Κέρϲει: κόψει.

[*](Harp.)

1421 Κερϲοβλέπτηϲ: παῖϲ μὲν ἦν Κότυοϲ, καὶ νεώτατοϲ ὢν [*](suid.) βαϲιλεὺϲ κατεϲτάθη Θράκηϲ ὑπὸ τοῦ πατρόϲ. ὅτι Ἀμάδοκοϲ, ὁ υἱὸϲ Ἀμαδόκου, ἦλθε Φιλίππῳ ϲυμμαχήϲων εἰϲ τὸν κατὰ Κερϲοβλέπτου πόλεμον.

[*](Σ)

1422 Κερτόμιοϲ: ἐρεθιϲτικόϲ. πολλάκι δὲ κράξαϲα πολύθροον, [*](Anth.) οἷά τιϲ ἠχώ, κέρτομον ἀντῳδοῖϲ χείλεϲιν ἁρμονίαν. ἐκέλευον [*](Ε) ἐκκομιϲθῆναι μετὰ χορείαϲ γαμηλίου τε καὶ κερτόμου καὶ τὸν ὑμέναιον ᾀδουϲῶν γυναικῶν.

[*](Δ)

1423 Κερτομῶ: τὸ χλευάζω. πρὸϲ αἰτιατικὴν ϲυντάϲϲεται. πολλοὶ δὲ τοῦτον ἐκερτόμουν ὡϲ γαϲτρίμαργον.

[*](Σ)

1424 Κερτομῶν: χλευάζων, ἐρεθίζων, ϲκώπτων.

[*](Δ)

1425 Κεροίαξ.

[*](Σ)

1426 Κέϲκοϲ οὐκ ἦν: πόλιϲ ἐν Κιλικίᾳ, καὶ παῤ αὐτὴν ποταμὸϲ Ἄνουϲ ὄνομα. διόπερ οἱ κωμικοὶ παίζοντεϲ τοὺϲ νδῦν οὐκ ἔχονταϲ Κέϲκον φαϲὶν οὐκ ἔχειν.

[*](Σ)

1427 Κεϲτὸν ἱμάντα: ποικίλον ἱμάντα. ᾧ πάντα ἐμυθεύετο ἐνυπάρχειν τὰ πρὸϲ ἀπάτην θελκτήρια.

[*](Σ)

1428 Κεϲτόϲ: ὁ διακεκεντημένοϲ καὶ διαπεποικιλμένοϲ ἱμάϲ· ἢ ἔνδυμα Ἀφροδίτηϲ. καταχρηϲτικῶϲ δὲ καὶ πάντα τὰ τῶν γυναικῶν φανταϲιώδη [*](1415 δὸϲ sq. ═ An. Ox. 2, 452, 26; Eur. Or. 268 1416 — ϲυμπλεκτική Ambr. 649. Κερόειϲ sq. ═ Ambr. 573 1417 cf. Ambr. 646 1418 ═ Ambr. 648 1419 ═ Ps. Herodian. 206 cf. L, Ambr. 579 1420 ═ Ambr. 719 cf. H, sch Ω 450 1421 — πατρόϲ Harp. ═ P 1422 — ἐρεθιϲτικόϲ ═ P, Ba 276, 25 cf. sch. A 539 H; Et. Gen ═ Et. M. 506, 36 πολλάκι—ἁρμονίαν Anth. 7, 191, 34 ἐκέλευον sq. Aelian. fr. 50 1423 — χλευάζω cf. sch. π 87, H; l. ═ Ambr. 747 1424 ═ P, Ba 276, 26 cf. sch. B 256 ═ Et. Gen., Et. M. 506, 37 1426 ═ P cf. Paus. Att. fr. 229 ex Eust O. 1392, 18, H, Zen. IV 51; fr. com. ad. 807 1427 — ἱμάντα alt. ═ P, Ba 276, 27 cf. H τὰ sq. cf. sch. Ξ 215 1428 — p. 103, 1 ἐνδύματα ═ P, Ba 276, 28, Σa cf. Et. M. 506, 46; Ap. S. 98,17 ex quo H) [*](1421 ὅτι sq. ex v. A 1461 1422 Anth. cf. v. A 2757. Aelian. cf. v. Δ 75 1428 Anth. cf. v. M 26) [*](ArF( GVM)) [*](4 καὶ—κερουλκά ad 1417 rettulit Hemst. 1420—21, 1418—19 ordo in F, 1421 1418—20 ordo in V 7 Καιρωτή coll. 1193 (et 1195) Kust. 10 μὲν om. A ἦν] ἐν V 11 κατεϲτείθη F Θρᾴκηϲ om. V ὅτι—12 πόλεμον om. F 12 κατὰ ex V, v. A 1461 13 ἐρεθιϲτικόϲ—16 γυναικῶν om. F 13 κεκράξαϲα V cf. v. A 2757 17 ϲυντάϲϲεται F: ϲύνταξιν rell. 22 Νοῦϲ coll. Eust. cett. Kust.; Ἄνουϲ ποταμόϲ mg. add. M 23 Κέϲτον FV cf. vs. 24 26 διακεντημένοϲ F, Σa 27 καὶ om. F τὰ om. GVM)

103
ἐνδύματα. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ κεϲτοῦ φωνεῦϲα μαγώτερα. [*](Anth) ἀντὶ τοῦ θελκτικώτερα. καὶ αὖθιϲ· χείλεα δὲ δροϲόεντα, καὶ ἡ μελίφυρτοϲ ἐκείνη ἤθεοϲ ἁρμονίη κεϲτὸϲ ἔφυ Παφίηϲ. ζήτει ἐν τῷ Ἀφρικαόϲ, ὃϲ ἔγραψε τοὺϲ κεϲτούϲ.

1429 Κεϲτρᾶν τεμάχη· Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ. οὐχ οἱ αὐτοὶ τοῖϲ [*](Ar.) κεϲτρεῦϲιν ἰχθύϲιν αἱ κεϲτρέαι· ἀλλ᾿ οἱ μὲν τὰϲ μυραίναϲ κέϲτραϲ ἀξιοῦϲι καλεῖν· οἱ δὲ οὐ ταύταϲ, ἀλλά τι διάφορον ἄλλο γένοϲ ἰχθύων. νῦν μέντοι κεϲτρεῖϲ καλοῦμεν τοὺϲ κεφάλουϲ. τὸ λεγόμενον τεμάχιον μεγάλων κεϲτρῶν, τουτέϲτι τιμίων καὶ λαμπρῶν ἰχθύων. τὸ δὲ τέμαχοϲ καὶ ἐπὶ πλακοῦντοϲ, ἐπὶ πυρῶν οὐκέτι. καὶ παροιμία· Κεϲτρεὺϲ νηϲτεύει· ἐπὶ τῶν δικαιοπραγούντων, ἧττον δὲ φερομένων [*](Σ) διὰ τοῦτο αὐτό. καὶ μηδὲν πλέον ἀπὸ τῆϲ δικαιοϲύνηϲ ἀποφερομένων· ἐπεὶ καὶ ὁ ἰχθὺϲ καθαρόϲ ἐϲτι.

1430 Κεϲτρέαι: εἶδοϲ ἰχθύων αἱ κεϲτρέαι. τὸ δὲ ἀρϲενικὸν κεϲτρεύϲ, [*](| Δ) κεϲτρέωϲ. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ ἀφύων. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀφύα.

[*](Suid)

1431 Κεϲτρεύϲ: ὁ νῦν λεγόμενοϲ κέφαλοϲ.

[*](Said)

1432 Κεϲτρεῖϲ: νήϲτιϲ ἐκάλουν καὶ κεχηνόταϲ καὶ πεινῶνταϲ· [*](Σ) λαίμαργοι γὰρ οὗτοι οἱ ἰχθύεϲ. οὗτοϲ γὰρ πάντων τῶν ἰχθύων ἀλληλοφαγούτων μόνοϲ ἀπέχεται. νέμεται δὲ ἰλύν, ὡϲ Ἀριϲτοτέληϲ ἐν τοῖϲ Περὶ ζῴων. καὶ δῆλον ὅτι ταλαιπωρεῖ καταδυόμενοϲ εἰϲ τὴν ἰλύν, καὶ ἧττόν τι φέρεται. ὁ νῦν λεγόμενοϲ κέφαλοϲ.

[*](A)

1433 Κεϲτρῖνοϲ: εἶδοϲ ἰχθύοϲ. ϲκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει κεϲτρέωϲ.

[*](Harp.)

1434 Κέϲτροϲ· ξένον ἦν τοῦτο τὸ εὕρημα κατὰ τὸν Περϲικὸν πόλεμον. [*](Ε) τὸ δὲ βέλοϲ τοιοῦτο διπάλαιϲτον ἦν, ἴϲον ἔχον τὸν αὐλίϲκον τῇ προβολῇ. τούτῳ ξύλον ἐνήρμοϲτο, τῷ μὲν μήκει ϲπιθαμιαῖον, τῷ δὲ πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον. εἰϲ δὲ τούτου τὸ μέϲον ἐϲφήνωτο πτερύγια τρία ξύλινα, βραχέα παντελῶϲ. τούτων δυεῖν κάλω ἀνίϲων ὑπαρχόντων τῆϲ ϲφενδόνηϲ, εἰϲ τὸ μέϲον ἐνηγκυλίζετο τῶν κάλων εὐλύτωϲ. λοιπὸν ἐν μὲν τῇ περιαγωγῇ τεταμένων τούτων ἔμεν· ὅτε δὲ παραλυθείη θάτερον τῶν κάλων, κατὰ τὴν ἄφεϲιν [*](1428 καὶ κεϲτοῦ κεϲτοῦ—μαγώτερα Anth. 5, 120, 3. χείλεα—Παφίηϲ Anth. 5, 26978 1429 — οὐκέτι sch. Ar. Nu. 339 καὶ—αὐτό ═ P cf. Zen. IV 52, Ath. 7, 307 c 1432 — φέρεται ═ P cf. Zen. IV 52, H, Ath. 7, 307 c; Aristot h. a. 8, 4, 2 (p. 591) ὁ sq. sch. Ar. Nu 339 1433 Harp. ═ P 1434 Polyb. 27, 11) [*](429 Ar. cf. 1432 et v. τεμάχη 1430 ἔϲτι sq. ex v. A 4660 1431 ex 1432 extr. 1432 Ar. cf. 1429; hinc 1431) [*](1 καὶ pr. — 4 κεϲτούϲ om. F 2 καὶ alt. om. GM 8 νῦν—13 ἐϲτι ArF(GIVME) om F; κέφαλοι ἰχθύεϲ mg. add. VM 9 τέμαχοϲ V τεμάχη s. v., sch. τιμίοιϲ καὶ λαμπροῖϲ GIVM 10 πυρῶν] τυρῶν Bhd. 15 ἔϲτι—1 16 κέφαλοϲ om. F 15 ἀφύων] ἤγουν θερινῶν ss. V 17 νήϲτειϲ ed. pr. 19 ὡϲ— 21 ἰλύν om. F 20 ὅτι] τι add. V 22 κεϲτραῖοϲ V, Phot. Harp. ep., om. in lac. GI 24 τοιοῦτον A διπάλαιϲτρον V 25 προϲβολῇ AFac; ἤγουν ϲυνάψει προϲχρήμενον ss. V ξύλῳ F τῷ pr.—p. 104, 3 ϲυγκυρήϲανταϲ om. F 25 ϲπιθαμιαῖον IE, Gronov.: ϲπιθαμιαίαν rell. 27 τούτω A τοῦτο ed. pr. δυοῖν G 28 κάλων A: κάλω GVM κώλων Lipsius (et in seqq.))

104
ἐκπῖπτον ἐκ τῆϲ ἀγκύληϲ καθαπερεὶ μολυβδὶϲ ἐκ τῆϲ ϲφενδόνηϲ φέρεται καὶ προϲπῖπτον μετὰ βιαίαϲ πληγῆϲ κακῶϲ διετίθει τοὺϲ ϲυγυρήϲανταϲ.

[*](Σ)

1435 Κεύθεῖν: κρύπτειν.

[*](Σ)

1436 Κευθήμων: φωλεῶν, ἀποκρύφων τόπων.

1437 Κευθῆνεϲ: οἱ καταχθόνιοι δαίμονεϲ.

[*](Σ)

1438 Κευθμώνων: κρυπτῶν τόπων, ἐνδοτάτων.