Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1359 Κεραμικὴ μάϲτιξ: ὀϲτρακιϲμόϲ.

[*](Σ)

1360 Κεραμίϲ: δῆμόϲ ἐϲτι φυλῆϲ τῆϲ Ἀκαμαντίδοϲ ἡ Κεραμίϲ. [*](Harp.) εἴληφε δὲ τοὔνομα ἀπὸ τῆϲ κεραμικῆϲ τέχνηϲ καὶ τοῦ θύειν Κεράμῳ τινὶ ἥρωϊ.

1361 Κεραμωτόν: τακτικὴ διάταξιϲ· ὅπερ ἐποίουν Ῥωμαῖοι ἐν [*](Ε) παιδιᾶϲ μέρει. λύϲιϲ ὀνείρου· βαίνων κεράμοιϲ δυϲμενῶν βλάβαϲ φύγηϲ.

[*](on.)

1362 Κεραννύουϲι: κιρνῶϲιν. Ὑπερίδηϲ.

[*](Σ)

1363 Κεραόν: τέλειον.

[*](Σ)

1364 Κεραοξόοϲ: ὁ τὰ κέρατα ἐργαζόμενοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Δ) νῦν δέ με Νικομάχῳ κεραοξόοϲ ἥρμοϲε τέκτων.

[*](Anth.)

1365 Κέραρε.

[*](Δ)

1366 Κέραϲ: τὸ τοῦ πολέμου μέροϲ, καὶ τοῦ τόξου.

[*](Σ)

1367 Κέραϲ, κέρωϲ, κέρᾳ: ἐπὶ τῆϲ παρατάξεωϲ· Θουκυδίδηϲ η΄·  [*](Σ) τοῦ εὐωνύμου κέρωϲ. ἐν τῇ αὐτῇ· καὶ οἱ μὲν Ἀργεῖοι τῷ ϲφετέρῳ αὐτῶν κέρᾳ. καὶ ἐν πᾶϲιν οὕτωϲ.

1368 Κέραϲ: ἡ ἰϲχὺϲ παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ. ἐκ μεταφορᾶϲ τῶν [*](Thdr.) Σῴων τῶν καθωπλιϲμένων τοῖϲ κέραϲι καὶ τούτοιϲ ἀμυνομένων.

[*](1355 sch. Ar. Ran. 131 cf. Et. M. 504, 20 1356 Harp. ═ P cf. sch Ar. Eq. 772, Tim.; H ═ sch. Pl. Parm. 127c 1357 sch. Ar. Eq. 772 cf. Bk. 275,19, H 1358 — ἀγγεῖον ═ Ambr. 701. Κεράμιον—ἀγγεῖον cf. L 1359 ═ P cf. H 1360 Harp. ═ P 1361— μέρει Polyb. 28, 11, 3 βαίνων sq. Astramps. 1362 ═ P cf. Bk. 103, 5, H; Hyper. fr. 69 1363 ═ P, Ba 275, 27 cf. H (in Γ 24) 1364 — ἐργαζόμενοϲ cf. Ambr. 574 (in Δ 110) νῦν sq. Anth. 6, 113, 3 1366 ═ P, Ba 275, 28 cf. H, sch. Thuc. 1, 48, 3 1367 ═ P; Thuc. 8, 42, 2 et 25, 3 1363 Thdr. in Ps. 111, 9, PG 80, 1784c)[*](1365 cf. 1394)[*](1 τεθραμμένοιϲ V 2 ὅτι—3 τροχόν del. Bhd. 7 ἀφῶϲιν A ἑαυτὸν ArF( GVM) F, sch.: αὐτὸν rell. 11 δὲ om. F 11. 12 εἱϲτήκειϲαν AGM cf. Bk. 275, 19 13 κύριον] fort. ἁπλοῦν ═ Ambr. 704 εἰ om. F 14 καὶ— τεύχη om. F τεύχη] τέχνη ex Poll. 7, 161 Bhd. 16 ἡ—18 ῆρωϊ om. F κεράμουϲ A φύγοιϲ ed. pr. post 1363 μὴ κέρβον add. F 1367 non nov. gl. M)
98

1369 Κέραϲ Ἀμαλθείαϲ· ζήτει ἐν τῷ Ἀμαλθείαϲ κέραϲ.

[*](Thdr.)

1370 Κέραϲ: ἰϲχυρόν τι δηλοῖ καὶ μόνιμον. Δαβίδ· ἐκεῖ ἐξανατελῶ κέραϲ τῷ Δαβίδ.

[*](Thdr.)

1371 Κέραϲ τοῦ δικαίου: οὕτωϲ ἐκάλεϲε τὸ εὐϲεβὲϲ φρόνημα. τουτέϲτι περίβλεπτοϲ ἔϲται.

[*](call.)

1372 Κεράϲ: ἐπίρρημα, ἀντὶ κοῦ κεραϲτικῶϲ. μετὰ δ᾿ αὖ κερὰϲ ἠφύϲατ᾿ ἄλλο. ὁ δὲ νοῦϲ· ἀπὸ τοῦ κεράϲματοϲ ἄλλο ἤντληϲεν ἀπὸ τοῦ ἄγγουϲ, ἐν ᾧ ἦν.

1373 Κερά ϲαν· κεράϲαι δέ.

[*](Σ)

1374 Κεραϲβόλα: τὰ ϲκληρὰ καὶ ἐν τοῖϲ ϲκληροῖϲ καὶ ἐν τοῖϲ ὀϲπρίοιϲ ϲυμφυόμενα, τῇ μὲν χροιᾷ μέλανα, ϲτρογγύλα δὲ καὶ ἰϲομεγέθη κέγχροιϲ· ϲυνεψόμενα τοῖϲ ὀϲπρίοιϲ οὐ τήκεται. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ τὴν καταϲπορὰν καὶ τὸ ἄροτρον τοῖϲ κέραϲι τῶν βοῶν βεβλῆϲθαι καὶ ἀντιτύπτειν. ὅταν οὖν λέγῃ κεραϲβόλουϲ, τοὺϲ ἀπαιδεύτουϲ καὶ ϲκληροὺϲ καὶ μὴ πειθομένουϲ τοῖϲ νόμοιϲ φηϲί.

[*](Ε)

1375 Κεραϲοῦϲ: πόλιϲ Ελληνὶϲ ἐπὶ τῇ θαλάττῃ, Σινωπέων ἄποικοϲ. [*](Suid) ὅτι Καρία ἡ κεφαλὴ κατὰ γλῶϲϲαν. ὅθεν καὶ κέρατα.

[*](Σ)

1376 Κεραϲφόρουϲ: κερατοφόρουϲ.

[*](Phil.)

1377 Κεραυνόϲ: ἔξαψιϲ ϲφοδρὰ μετὰ πολλῆϲ βίαϲ πίπτουϲα ἐπὶ γῆϲ, νεφῶν παρατριβομένων ἢ ῥηγνυμένων. οἱ δὲ ϲυϲτροφὴν πυρώδουϲ [*](Ar.) ἀέροϲ βιαίωϲ καταφερομένην. οὐκ ἀναιρεῖ δὲ ὁ κεραυνόϲ, ἀλλ᾿ ἐπιφλέγει.

[*](Δ)

1378 Κεραύνια: ὄρη.