Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ?)

1297 Κελευϲτήϲ: τριήραρχοϲ, πρωρεύϲ, κελευϲτήϲ· καὶ ὁ μὲν τριήραρχοϲ ἄρχει τῆϲ νηὸϲ καὶ τοῦ πληρώματοϲ· ἔϲτι δὲ κατ᾿ ἐκλογὴν τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν. ἄρχει δὲ ὁ πρωρεὺϲ τῶν κωπηλατῶν· οἱ δὲ κελευϲταὶ τούτων αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιβατῶν. μεγίϲτην δὲ παρέχονται χρείαν οἱ κελευϲταί. καὶ γὰρ ἵνα τοὺϲ ἄρτουϲ δεόντωϲ πέττωϲι καὶ ϲυντελῶϲι τὸ μέτρον ἐν τῷ δειπνεῖν οἱ κωπηλάται, τούτοιϲ ἐϲτὶν ἐπιμελέϲ· οἴνου, κρέωϲ, ἐλαίου, πάντων τῶν τοιούτων, ἵνα ταῦτα τηροῦντεϲ καθ᾿ ἡμέραν τὸ ἐπιβάλλον ἔχωϲι τοῦ διδομένου πρὸϲ τὴν χρείαν. [*](Ε) Ἀρριανόϲ· οἱ κελευϲταὶ καθ᾿ ἑκάϲτην ναῦν τὸ ἐνδόϲιμον τοῖϲ ἐρέταιϲ ἐνέδοϲαν.

[*](Δ)

1298 Κελευτιόων: παρακελευόμενοϲ.

[*](Ε)

1299 έληρεϲ· ὁ μὲν ἔφθη ὑπερβῆναι ταῖϲ μακραῖϲ ναυϲίν· οἱ δὲ κέληρεϲ, τοῦ θεοῦ ϲυϲκοτάζοντοϲ, ἐπεζήτουν τὸ φῶϲ.

[*](Δ + Ar. + x)

1300 Κέληϲ: ὁ μόνοϲ ἵπποϲ, ὁ γυμνόϲ, ἢ καὶ ὁ ϲελλάριοϲ. Συνωρὶϲ δὲ δύο ἵπποι ϲυνεζευγμένοι.

[*](Ar.)

1301 Κέληϲ: εἶδοϲ πλοιαρίου μικροῦ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ᾿ ἐκεῖναί γ᾿ οἶδ᾿ ὅτι ἐπὶ τῶν κελήτων διαβεβήκαϲιν ὀρθαί. καὶ ἵπποϲ δὲ κέληϲ, [*](Soph.) ὁ γυμνόϲ. λέγει οὖν, ὅτι ἐν πλοίῳ εἰϲὶν ἐρχόμεναι. καὶ οὐχ Anth ἁπλοῦν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οὐκέτι Τιμάριον τὸ πρὶν γλαφυροῖο [*](Δ) κέλητοϲ πῆγμα φέρει πλωτόν, Κύπριδοϲ εἰρεϲίην. ἔϲτι δὲ εἶδοϲ πλοίου. ὅτι τὸ κελητίζειν πρὸ τοῦ Ὁμήρου.

[*](Hom.)

1302 Κελητίζειν: κέλητα ἐλαύνειν. Ὅμηροϲ· ὡϲ δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ [*](Δ) ἵπποιϲι κελητίζειν εὖ εἰδώϲ. Κέληϲ, ὁ ϲελλάριοϲ.

[*](Thuc.)

1303 Κελήτιον: μικρὸν πλοιάριον. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τοῦ κέλητοϲ ἵππου, ᾧ εἷϲ ἀνὴρ ἐπικάθηται.

[*](1295 οὐκ sq. sch Thuc. 1. 42, 2 1296 Harp. ═ P cf. Bk. 271, 17 ═ Et. M. 502, 13; Antiph fr. 11 1297 vs. 14 οἱ sq. Arr. Parth. fr. 61 1298 cf Ambr. 716, sch. N 125, Et. M. 502, 16 1299 fort. Aelian. 1300 ἵπποϲ cf sch. ε 371; sch O 679 ex quo Et M. 502, 36 et fort. L. ὁ γυμνόϲ vid ad 1301 ὁ ϲελλάριοϲ ═ Et M. 502, 37 cf. Ambr. 563. Συνωρὶϲ sq. cf. H s. v. 1301— ἐρχόμεναι Ar. Lys. 59—60 c. sch. καὶ οὐχ ἁπλοῦν sch. Soph. Ai. 954 οὐκέτι—εἰρεϲίην Anth. 5, 203, 1—2 εἶδοϲ πλοίου cf Ambr. 582, H, Σa 1302 εἰδώϲ O 679 c sch. ═ Et. M. 502, 33; l. ═ Ambr. 751 Κέληϲ sq. cf ad 1300 1303 sch. Thuc. 1, 53, 1)[*](1297 Arr. cf. v. E 1183 1298 Z 1196 1300 cf. v. ϲυνωρίϲ 1301 εἶδοϲ πλοίου cf. v. Ε 1938 1303 Z 1191)[*](ArF( GVM))[*](1 μόνον om. F 1296 post 1291 AG, ordo poscit mg. sed siglo ante 1292 posito M 3 καλοῦνται om. F cf Harp. 4 τὸν om. G, Harp. 6 κελευϲτήϲ alt ex FV solis καὶ—15 ἐνέδοϲαν om. F 11 τούτοιϲ] ἔτι τ. Bhd. 14 οἱ κελευϲταὶ ex V, v. Ε 1183 16 Κελευτιόνων F 17 ἔφη F 19 Συνωρεῖϲ F 20 δύο om. V ϲυνζευγμένοι F 21 Ἀριϲτοφάνηϲ—27 Κελητίζειν om. F 23. 24 καὶ οὐχ ἁπλοῦν ad p. 91, 18 recte rettulit Bhd. 27 Ὅμηροϲ—28 εἰδώϲ om. F 28 καὶ Κέλληϲ F; nov gl. G)
93

1304 Κέλωρ, Κέλωροϲ: ὄνομα κύριον.

1305 Κελϲῖνοϲ, Εὐδώρου, Καϲταβαλεύϲ, φιλόϲοφοϲ. ἔγραψε Συναγωγὴν [*](Hesy.) δογμάτων πάϲηϲ αἱρέϲεωϲ φιλοϲόφου· καὶ ἕτερα.

1306 Κελτίβηρεϲ ἴδιον ἔχουϲι κατὰ τὸν πόλεμον. πιεζομένων γὰρ [*](Ε) τῶν πεζῶν, παρακαταβάντεϲ καὶ ἐν τοῖϲ ἀγωγεῦϲι τῶν ἵππων παϲ ϲαλίϲκουϲ ἔχοντεϲ προϲηρτημένουϲ, τούτουϲ πήξαντεϲ πειθαρχεῖν ποιοῦϲι τοὺϲ ἵππουϲ.

1307 Κελτοί: ὄνομα ἔθνουϲ, οἱ λεγόμενοι Γερμανοί· οἳ ἀμφὶ τὸν [*](Ε) Ῥῆνον ποταμόν εἰϲιν, οἳ κατέθεον τὴν γῆν τῶν Ἀλβανῶν· οὓϲ καὶ Σήνωναϲ καλοῦϲιν. περὶ τῶν Κελτῶν. ὅτι Κελτοὶ κατὰ Ῥωμαίων ἐϲτράτευϲαν. ἀνὴρ δέ τιϲ τῶν Κελτῶν ἡγεμονικόϲ, τό τε ϲῶμα ἐκπρεπὴϲ καὶ τὸν θυμὸν ἀλκιμώτατοϲ προελθὼν τοῦ οἰκείου πλήθουϲ ἐϲ μονομαχίαν προυκαλεῖτο τῶν ἐναντίων τὸν ἄριϲτον. Bαλέριοϲ δέ τιϲ ἡγεμὼν φάλαγγοϲ ὑπέϲτη τὸ ἀγώνιϲμα, καὶ θείᾳ δέ τινι μοίρᾳ κατὰ γνώμην ἀποβάντοϲ ἔτυχε τοῦ βουλεύματοϲ. ἐπεὶ γὰρ προῆλθε τοῦ οἰκείου τάγματοϲ ὁπλιϲάμενοϲ, κόραξ προϲιζάνει τῷ δεξιῷ τοῦ ἀνδρὸϲ βραχίονι· ἀντιπρόϲωποϲ δὲ τῷ Κελτῷ κατὰ τὸν ἀγῶνα φερόμενοϲ καὶ τοῖϲ τε ὄνυξιν ἀμύττων τὸ πρόϲωπον καὶ ταῖϲ πτέρυξιν ἐπικαλύπτων τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ ἀφύλακτον τῷ Bαλερίῳ τὸν πολέμιον παραδέδωκεν, ὁμοῦ τήν τε νίκην τῷ ἀνδρὶ καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ ϲυμβεβηκότοϲ ἐπωνυμίαν χαριϲάμενοϲ· Κορβῖνοϲ γὰρ δὴ τὸ ἐντεῦθεν ἐπεκλήθη· τῆϲ τε μαρτυρηθείϲηϲ ἀρετῆϲ ἕνεκα παρὰ τὰ καθεϲτηκότα Ῥωμαίοιϲ νόμιμα τῆϲ ὑπατικῆϲ ἀρχῆϲ ἔτι μειράκιον ὢν τυγχάνει.

1308 κέλυφοϲ: τὸ λέπυρον τοῦ ᾠοῦ. ὅτι τὰϲ βαλάνουϲ ἐϲθίοντεϲ [*](Σ) τὰ κελύφη ἔκαιον.

[*](Ε)

1309 Κελύφει: τῇ περικεφαλαίᾳ. ἡ εὐθεῖα τὸ κέλυφοϲ. κελύφη [*](Δ) δὲ θηλυκόν.

1310 Κεμάϲ, κεμάδοϲ. ἔλαφοϲ, ὁ κοιμώμενοϲ ἐν ϲπηλαίῳ· κοιμάϲ [*](ΔΣ) τιϲ ὤν. εἴ δ᾿ ὡϲ ἐκ πελάγουϲ ἐρρύϲαο Δᾶμιν, ἄναϲϲα, κἠκ πενίηϲ, [*](Anth) θύϲε χρυϲόκερων κεμάδα.

1311 Κέμυροϲ: ὄνομα κύριον.

[*](1304 Κέλωροϲ  ═ Ambr. 610, Ps. Herodian. 193 cf. 62 1306 Polyb. fr. 163 1307 ὅτι sq lo Antioch fr. 49, FHG 4, 557 cf. Exc. Pl. 13 ap. Cass D. I p. CXVII. Eutrop. 27 sq. 1308 — ᾠοῦ ═ Et. M. 502, 53, P. Ba 275,10 cf. L, Ps. Herodian. 62 1309 Κελύφει + κελύφη sq. cf. Ambr. 655 1310 — κεμάδοϲ cf. Ps. Herodian 63, Ambr. 653 ἔλαφοϲ— ὤν ═ P, Ba 275, 11 cf. Et. M. 503, 3 sq., H, sch. 361 εἰ sq. Anth. 6, 231, 7—8 1311 ═ Ambr. 597)[*](1304 Z 1182 1306 cf v. 112 1307 init cf. 929; hinc v. Γ 198. Io. cf. v. A 1685)[*](2 Καϲταβαϲιλεύϲ FV ἔγραψε—3 ἕτερα om. F 5 περικαταβάντεϲ F ArF(GVM) 10 Ῥὴν F ποταμόν AF; ποτέ GVM εἰϲιν] ὄντεϲ F καταθέουϲι F 10 περὶ τῶν Κελτῶν] mg. A 11 ἀνὴρ—23 τυγχάνει om. F 11 Κελτῶν om. V 13 Βαλέριοϲ ed pr.; Γαλέριοϲ omnes cf vs. 19 17 ἀντιπροϲώπου V 19 Γαλερίῳ A cf. vs. 13 24 ὅτι—25 ἔκαιον om. F 27 θηλυκῶϲ F 28 κεμάδοϲ] κεμάκεδοϲ F 28. 29 κοιμάϲ τιϲ] κοιμάϲτηϲ F 29 εἰ—30 κεμάδα om. F 29 ἐρρύϲατο V)
94
[*](Σ)

1312 Κένανδρον: κενὸν ἄνδρα.

[*](Δ)

1313 Κενδεβαῖοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Ar.)

1314 Κενεβρίων: θνηϲιμαίων. κενέβρια γὰρ τὰ νεκριμαῖα, κατὰ ἐναλλαγὴν τῶν ϲτοιχείων.

[*](Σ)

1315 Κενεμβατεῖν: εἰϲ κενὰ βαίνειν, κενὰ ἐπιχειρεῖν.

[*](Δ+ Σ)

1316 Κενεὸν καὶ Κενόν: μάταιον. πρὸϲ ταῦτα Οδυϲϲεὺϲ ἐν [*](soph.) κενοῖϲ ὑβριζέτω. καὶ αὖθιϲ· οὐ δῆτα· μήπω νοῦ τοϲόνδ᾿ εἴην κενή. [*](Δ) ἀντὶ τοῦ ϲυνέϲεωϲ κούφη. καὶ Κενεὸϲ ὁμοίωϲ.