Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
601 Ἔκκ πυϲτα: ἐξάκουϲτα. Ἔκπ υϲτα καὶ Ἐκ πόϲτου, ἀριηκόου, [*](Ε) πανταχόϲε ἀκουϲθείϲηϲ. φαίνεται δὲ ἐκπύϲτου τῆϲ πράξεωϲ γεγενημένῃϲ. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ παραγγείλαϲ τῇ τοῦ ζῆν ἀντιδόϲει ἔκπυϲτον μὴ ποιῆϲαι τὴν πρᾶξιν ἀφῆκε πρὸϲ τὸν ϲτείλαντα φοιτῆϲαι.
602 Ἐκκραγγανομένων: μετὰ κραυγῆϲ λεγομένων.
603 Ἐκρεκεϲ: ἀντὶ τοῦ ἥχει.
604 Ἐκρέαιί ἐν: ἐτελείου.
605 Ἐκκρεμαννύμενοι: ἀπηρτημένοι. Θουκυδίδηϲ· τῶν τε ξυϲκήγων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμαννύμενοι.
606 Ἐκρήγματα: τὰ ἐκ τῶν χειμάρρων γινόμενα ἐν τοῖϲ πεδίοιϲ κοιλώματα.
607 Ἐκρήμνιϲεν: κατήγαγεν.
608 Ἔκρηξιϲ: ἡ ἐκραγή.
609 Ἐκκεκρικώϲ: ἐκκεχωρηκώϲ.
610 Ἔκρινεν: ἐχώριϲεν, ἐπελέξατο.
611 Ἐκκρίνεται: ἐκρίπτεται, ἐκρέει. λαμβάνεται δὲ ἐπὶ τῆϲ ἄνθρωπίνηϲ γονῆϲ, ἔτι γε μὴν καὶ τῆϲ τῶν κτηνῶν.
512 Ἐκκρίνειν: δοκιμάζειν.
613 Ἐκρινόμεθα: ἐπὶ πολὺν χρόνον διεφερόμεθα καὶ διημφιϲβητοίῦμεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· τέωϲ μὲν οὖν ἐκρινόμεθα.
614 Ἐκκρ ούομαι· αἰτιατικῇ.
615 Ἐκκρουόμενοϲ: παρεκτείνων, παρατρέπων. ὁ δὲ ἔϲτη ἐν μεταιχμίῳ οὐ μονομαχήϲων, ἀλλὰ τὸν καιρὸν τοῦτον τοῖϲ ἐναντίοιϲ ἐκκρουόμενοϲ.
616 Ἐκριπιϲθέντεϲ: ἐξαφθέντεϲ. ῥιπίζειν γάρ τὸ ὀπτᾶν, ἀπὸ τῶν ὀιπίδων.
[*](600 cf Bk. 247,10 et 215,19, Et. M 323, 38, Et. Gen., H 601 — ἐξ ἀκουϲτα Ba 214, 17, Et M. 323, 50 φαίνεται —γεγενημένηϲ Aelian. ὁ sq. fort Iambl. 604 ═ Ambr. 440 cf. H v ἐκραίαινεν 605 τῶν sq Thuc 7, 75,4 605 Polyb.12, 20, 4 607 aliter Ainbr. 436 608 ═ Ambr. 367 609 ═ Ba 212, 27, Σᵃ, H 610 ═ Ba 214, 18 cf H, sch. Α 309 611 ═ Ba 213, 10 ἐκρέει ═ H 612 ═ Ba 213, 9 613 Ar. Nu. 66 c. sch. 645 ὁ sq. Proc. Bell. 8, 31, 17)[*](600 hinc v Α 3350 extr. 602 Z 373 603 cf. v. Κ 2368. Z 673 605 Z 57 606 Z 660 11 Z 674 612 —3 Z 673 615 Z 673 616 cf v. διπίζεται. Z 674)[*](A(GITFVM))[*]( 4 τῇ om. F V, v. Α 3850 cf Et Bk. τῇ προθέϲει] πρὸϲ θέϲιν Et εἰϲ θέϲιν Bk. 6 ἐκπύϲτου om. F V M 10 Ἔκρεκεν GIT 12 Ἐκκρεμμαννύμενοϲ: ἀπηρτη μένοϲ A 14 γινόμενα—15 κοιλώματα om. M 609 extra ord, ( Ἐκκρικψϲ Σa) 18 ἐκκεχωρικώϲ l Ba Hes. 23 διαφερόμεθα AF 614—5 extra ord)617 Ἔκκριτον: ἐπίλεκτον, προκεκριμένον. οὐδενὶ δὲ ὅπλων διαλλάττουϲιν [*](Σ) οἱ περὶ τὸν ϲτρατηγὸν ἔκκριτοι τῶν ἐν ταῖϲ ἴλαιϲ ἱππέων.
[*](Ε)618 Ἐκϲάλευϲον αὐτό: ἐξένεικον. ἦν δὲ ἐμπὶϲ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ [*](Ar.) αὐτοῦ.
619 Ἐκϲιφωνιϲθείη: ἐκρυῇ, ὁιαϲκορπιϲθείη.
620 Ἐκ ϲκέπτωp, ἐκϲκέπτωροϲ.