Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

621 Ἐκϲπ ονδοϲ: ὁ τὰϲ ϲπονδὰϲ μὴ φυλάττων. ὁ τοίνυν τοὺϲ ὅρκουϲ ἐκϲπόνδουϲ μὴ ποιήϲαϲ καλῶϲ μὲν ἐβίωϲεν, ἐπὶ πολὺ δὲ [*](Ε) ἤλαϲε δόξηϲ.

622 Ἔκϲταϲιϲ: θαυμαϲμόϲ, ἢ ἀλλοίωϲιϲ.

623 Ἔκϲταϲιϲ: ἡ ἁμαρτία. Δαβίδ· ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκϲτάϲει [*](Thdr.) μου, ἀπέρριμμαι. ψμην, φηϲί, τῇ ἁμαρτίᾳ περιπεϲὼν πόρρω τῆϲ ϲῆϲ γεγενῆϲθαι κηδεμονίαϲ· τὴν γὰρ τῆϲ δικαιοϲύνηϲ ὁδεύων ὁδὸν ἐξέϲτη μὲν ἐκείνηϲ καὶ ἐξετράπη. προϲέπταιϲε δὲ καὶ περιέπεϲε τοῖϲ ὡμοβόροιϲ γενέϲθαι.

624 Ἐκϲτῆναι: παραχωρῆϲαι. τῆϲ ἐπὶ τοῖϲ ἥττοϲι ταλαιπωρίαϲ [*](Ε) ἑτέροιϲ ἐκϲτῆναι. καὶ αὖθιϲ· Μιθριδάτην ἐκϲτῆναι Βιθυνίαϲ Νικο. [*](EL) μήδει.

625 Ἐκϲτρατεία.

626 Ἔκϲτρεψον: μετάβαλε. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν ῥυπουμένων καὶ [*](Ar.) ἐκϲττρεφομένω ἱματίων. ἐκϲτρέψαι γὰρ ἰάτιον λέγεται τὸ ἀλλάξαι τὸ πρὸϲ τὸ ϲῶμα μέροϲ ἔξω. ἄλλαξον φηϲί, τοὺϲ τρόπουϲ ϲου, μετάβαλε. Ἀριϲτοφάνηϲ Νφέλαιϲ· ἔκϲτρεψον ὡϲ τάχιϲτα τὸν ϲαυτοῦ τρόπον.

627 Ἐκ ϲυγκειμένου: προυπηργμένου, προγεγυμναϲμένου. τότε [*](Ε) δὲ καὶ ἐϲ τάξιν τινὰ ὥϲπερ ἐκ ϲυγκειμένου κατέϲτηϲαν καὶ ἐν κόϲμῳ τὸν ἀγῶνα ἐποίηϲαν.

628 Ἐκϲφενδονῶ.

629 Ἐκταδόν: ἐκτεινόμενοϲ.

630 Ἐκτάδην: ἐκτεταμένωϲ, ἡπλωμένωϲ.

631 Ἔκτακτοι ἢ Ἔκτατοι: τούτουϲ τὸ μὲν παλαιὸν ἡ τάξιϲ εἶχεν, Tae. ὡϲ καὶ τοῦνομα δηλοῖ διότι τῆϲ τάξεωϲ ἐξάριθμοι ἡϲαν. εἰϲὶ δὲ ε΄ [*](617 προκεκριμένον ═ Βα 213, 15, Η οὐδενὶ sq. los. Bell. 3, 97 618 sch. Ar. Lys. 1028 619 ═ Ba 214,19 cf. H; l. — Ambr. 450 620 Gl. Rom. 621 ὁ ait. sq. fort. Aelian. 622 ═ Ba 214, 20 323 Thdr. in Ps. 30, 23, PG 80, 1085 ba 324 Μιθριδάτην sq. Plut. vid. Cass. D. 1 p. CVlll — E. 416, 12 625 ═ Ambr. 381 626 Ar. Nu. 88 c. sch. 327 τότε sq. [Polyb ] fr. 133 628 cf. Ambr 478 629 ═ Ba 214, 21 630 cf. Ambr. 516 931 Th ct. 14) [*](610 Z 674 621 Z 653 322— Z 657 624 cf. 1661 323 Z 674 627 Z 653 et 660 029— 30 Z 68I 631 cf. post litt. ψ) [*](5 Ἐκϲυμφωνιϲθείη A 620 om. TF V post 621 A 10 ἡ ἢ A καὶ M A(GITFVM) 13 γενέϲθuι V M 14 ἐτράπη V δὲ om. V M 16 τῆϲ] τοϲ AlF 20 διπτουμένων V 23 ϲαυτῆϲ V 31 Ἔκτακτοιὴ om F ῆ Ἔκτατοι om I V M ἢ A, post litt. ψ, Coisl. 347; οἱ GIT τό] mg A 32 ἐξ ἀριθμοὶ GIF M Coisl. 347)

232
ϲτρατοκῆρυξ, ϲαλπιγκτήϲ, ϲημειοφόροϲ, ὑπηρέτηϲ, οὐραγόϲ. νῦν δὲ καὶ τοῦ ϲυντάγματοϲ λέγονται καὶ τῶν ἄλλων. ἔχειν δὲ δεῖ τούτουϲ τὴν τάξιν ἢ καὶ τὸ ϲύνταγμα, τὸν μὲν ὅπωϲ τῇ φωνῇ ϲημαίνῃ τὸ προϲταττόμενον, τὸν δὲ ὅπωϲ τῷ ϲημείῳ, εἰ μὴ ἡ φωνὴ κατακούοιτο διὰ θόορβογ, τὸν δὲ ϲαλπιγκτήν, ὁπότε μηδὲ ϲημεῖον βλέποιεν διὰ κονιορτό, καὶ τὸν ὑπηρέτην, ὥϲτε τι τῶν εἰϲ τὴν χρείαν παρακομίϲαι· τόν γε μὴν ἔκτατον οὐραγὸν πρὸϲ τὸ ἐπανάγειν τὸν λειπόμενον ἐπὶ τὴν τάξιν· ὃϲ τῶν τεϲϲάρων ἄνω τυπουμένων κατὰ μέτωπον κάτω τάϲ ϲετται.

[*](Δ)

432 Ἐκταῖοϲ: ὁ ἕκτοϲ.

[*](Σ)

633 Ἐκτεθνεῶτα: οἷον τὸν ἐν ἐϲχάτοιϲ ὄντα.

634 Ἐκτενέϲ: ἐπιμελέϲ. ἔργον δ’ ἦν αὐτῷ ἐκτενέϲ. καὶ Ἐκτέ νουϲ α.

635 Ἐκ τενέϲτεροϲ: ἐνεργητικώτατοϲ, ἐπιμελέϲτεροϲ. ὁ δὲ ἔλεγεν ἔϲεϲθαι αὑτῷ ϲύμβουλοϲ καὶ ϲυναγωνιϲτὴϲ ἐκτενέϲτατοϲ.

[*](Δ)

636 Ἐκτένεια: ἡ ϲυνέχεια.

[*](Δ)

637 Ἐκτενῶϲ: ὁλοψύχωϲ, προθύμωϲ. Πολύβιοϲ· ὁ δὲ Ἀχαιὸϲ [*](Ε) προϲδεξάμενοϲ ἐκτενῶϲ καὶ φιλανθρώπωϲ τὸν Βῶλιν ἀνέκρινε διὰ πλειόνω ὑπὲρ ἑκάϲτου τῶν κατὰ μέροϲ.

[*](Δ)

638 Ἑκτέον: κρατητέον.

[*](Ε)

639 Ἐκτετηκυῖα: ἀπερρυηκυῖα. ἐκτετηκυῖα τὰϲ ὁράϲειϲ ὑπὸ τῶν δακρύων.

[*](Σ)

640 Ἐκτετικότεϲ: ἀποδεδωκότεϲ.