Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1279 Ἐνείκαϲθαι: ἐνεγκεῖν.
1280 Ἐνεῖκαι: ἀπὸ τοῦ ἐνέκω, ἐνέξω, ἤνεκα, πλεοναϲμῷ τοῦ 1 ἤνεικα καὶ ἐνεῖκαι. ἐπλεόναϲε δὲ τὸ ι, διότι πᾶϲ ἀόριϲτοϲ μὴ ἔχων ϲ ἢ ξ ἢ ψ μακρᾷ θέλει παραλήγεϲθαι, οἷον ἔκειρα, ἔνειμα, ἤνεικα.
[*](1266 ═ Zen. Ill 70 1268 Call. (fr. 41, 11 Κ, 149 S.) c. sch.; ═ περόναιϲ sch. 180, H, Ba 221, 23, Et. M. 340, 25 cf. Ambr. 955 1269 Harp. ═ Et. Gen. 1270 εἶτα sq. Aelian. fr. 212 1271 Ar. Th. 341 c. sch. 1272 cf. Ambr. 926 ═ Ps. Herodian. 33; Theognost. 6, 18 1275 ═ An. Ox. 2, 441, 21 cf. H 1276 Ar. Pt. 1021 c. sch. 1278 Ar. Eq. 694— 5 c. sch. plenior. 1279 ═ Ambr. 1042, Et. Gud cf. Ap S. 68, 32, H 1280 cf. Et. M. 339, 32, Et. Parv. Miller Mel. 329)[*](1266 cf. v. ϲέρφοϲ 1268 cf. v. Α 1224 1269 cf. vv. Α 3083 et 3697. Z 745 1270 cf. v. παλαμναῖοϲ. Z 745 1271 Z 745 1273 Z 734 1276 cf. v. Θ 59. Z 744 1278 cf. v. Δ 692. Z 746 1270 Z 746)[*](A(GITFVM))[*](1 χολή] χωλήϲ Ι ϲχολή F 1267 om. F VM 4 ἐνεργομένην Ι V εὐεργομένην F 6 τι] τιϲ GI λαμβάνει A, cod. B in Et. M. 13 ἐθνικόν ego: ἔθνοϲ TF ep. rell. Παφλαγόνει V Ambr. Ps. Herd.: Παφλαγόνων GIT. Παφλαγόνοϲ FV cp. AM 15 Ἐνεχείρηϲε AIV 1275 om. F V M 18 Θάϲου F V 25.26 ἀλλαντοπώληϲ ed. pr.: ἀλλάντηϲ T ἀλλαντ rell.)1282 Ἐνείλλοντεϲ· Θουκυδίδηϲ· ἐν ταρϲοῖϲ καλάμου πηλὸν ἐνείλλοντεϲ [*](Ε) ἐϲέβαλλον ἐϲ τὸ διῃρημένον τοῦ τείχουϲ.
1283 Ἐνείμαντο: ἐμέριϲαν
[*](Δ)1284 Ἐνειόϲ.
1285 Ἐνείραντεϲ: ἐμπερονήϲαντεϲ.
[*](Σ)1286 Ἐνειρμένοϲ πέδαίϲ: ἀντὶ τοῦ ϲυμπεπλεγμένοϲ.
[*](Δ)1287 Ἐνεῖϲα: ἐμβαλοῦϲα. ϲαρκὶ τὸν ἐκ γενύων πικρὸν ἐνεῖϲα χόλον.
[*](Σ + Asid.)1288 Ἔνειϲιν: ἐμβάλλει.
[*](Σ)1289 Ἐνεχώρουν· οἱ δὲ ἱερεῖϲ καταπεπληγμένοι τῷ δέει ἐξίϲταντο [*](Ε) καὶ ἐνεχώρουν αὐτῇ ἅπαντεϲ. ἀντὶ τοῦ ϲυνεχώρουν.
1290 Ἐνέχραυε τὸ ϲῶμα ἐπέπληττεν. Ἡρόδοτοϲ· τὸ ϲῶμα ἐόντα [*](E V) ὑπομαργότερον. ὅκωϲ γὰρ ἐντύχοι Σπαρτιητέων ἐνέχραυε τὸ πρόϲωπον τῷ ϲκήπτρῳ. περὶ Κλεομένουϲ τοῦ Σπαρτιάτου λέγων.
1291 Ἐνέχυρον: τὸ διδόμενον ὑπὲρ χρέουϲ. οὐ μόνον ἐνέχυρα [*](Σ) φαϲί, ἀλλὰ καὶ ἐνέχυρον. φαίνεται δὲ καὶ τῶν ἀπηγορευμένων εἶναι [*](Ar.) μὴ θεῖναι τὰ ὅπλα ἐνέχυρα. λέγει οὖν περὶ τῆϲ Πενίαϲ, ὅτι αὐτὴ τῇ ἑαυτῆϲ βίᾳ ἀναγκάζει καὶ τοὺϲ νόμουϲ παραβαίνειν τοὺϲ θεϲπίϲανταϲ, ὅπλα ἐνέχυρα μὴ τιθέναι.
1292 Ἔνη καὶ νέα: ἡ τριακὰϲ καλουμένη. ἔνον τὸ παλαιὸν καὶ [*](Σ) νέον τὸ νέον. ἐν ᾗ ἂν ὁ τοιοῦτοϲ βρότοϲ ἐγγένηται. νῦν ὡϲ βρότον αἱματόεντα τὸν φονικὸν ϲημαίνων λέγει.
1293 Ἔνη καὶ νέα: οὕτω παῤ Ἀθηναίοιϲ ἡ παῤ ἡμῖν τριακάϲ, ἡ [*](Ar.) νεομηνία, ἐπειδὴ ϲυμβαίνει ἐν αταῖϲ καὶ λήγειν τὴν ϲελήνην καὶ γεννᾶϲθαι. τότε δὲ μὴ ταχέωϲ ἀποδιδόνταϲ τοὺϲ τόκουϲ ἢ τὰ δάνεια ἀπῄτουν, ὡϲ ὑπερόρουϲ γενομένουϲ. διὸ λυπεῖϲθαί φηϲιν ὁρῶν ἐνιϲταμένην ἔνην τε καὶ νέαν. ἡ δὲ πέμπτη ἐϲτὶ κς΄ φθίνοντοϲ. τὰϲ γὰρ λ΄ ἡμέραϲ τῆϲ ϲελήνηϲ εἰϲ γ΄ δεκάδαϲ διῄρουν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ τὴν μὲν πρώτην ὡϲ ἡμεῖϲ, α΄ β΄ γ΄ δ΄ ε΄ ς΄ ζ΄ η΄ θ΄ ι΄ ἀπαριθμοῦντεϲ, τὴν δὲ δευτέραν οὕτωϲ· πρώτη ἐπὶ δέκα, ια΄· δευτέρα ἐπὶ δέκα, ιβ΄ [*](1281 cf sch. ┌ 38; ἐκακολόγηϲεν ═ Ambr. 1029 1282 Thuc. 2, 76, 1 1283 cf. Ambr. 1028, H v. ἐνειμάμην 1234 cf Ambr. 898 1285 ═ Σa, Ba 1286 cf. L 1287 ϲαρκὶ sq. Anth. 7, 172, 6 1283 Σᵃ, Ba 1289 οἱ— ἄπαντεϲ Proc. h.a 3, 26 1290 τὸ ϲῶμα—ϲκήπτρῳ Hdt. 6, 75,1 ═ EV 2,17, 234 1291 vs 15 οὐ sq. sch. Ar. Pl. 451 1292 ═ νέον alt. Tim. ἐν sq. scholio cuidam attr. Gsf., and usum Homericum spectare perspexit Bhd. 1293 sch. Ar. Nu 1134) [*](1281 cf. v. νεικείῃϲι. Z 746 1282 cf. v. ε 109 et v. ταρϲόϲ. Z 746 1286 Z 746 1287 cf. v. οὐτήτειρα. Z 746 1288 Z 746 1289 Z 745 1290 Z 745) [*](3 ἐϲέβαλον T v. l. v. ταρϲόϲ et Thuc. διῃρημένον v. ταρϲόϲ, Thuc.: A(GITFVM) διηρμένον AGITF διηρτημένον VM 8 τὸν GIT v. οὐτήτειρα. Anth.; τῶν AFVM ὠνεῖϲα V 1289—91 extra ord. 12 ἐνέπληττεν G ἐῶντα VM 13 γὰρ] ἂν F 16 καὶ alt.] ἐκ V 21 ἐν ᾗ] in lac. Bas. nov gl. Kust. ἰένη F ἔνη rell. 1293 non nov. gl. A 23 ἡ pr.] καὶ A 26 ὑπερώρουϲ Stephan. Thes. ed. Lond. p. 6957 ὑπερημέρουϲ Ernesti 27 ἐφθίνοντοϲ A)
1294 Ἔνη· παρεῖναι δ᾿ εἰϲ ἔνην. οἷον εἰϲ τρίτην. μηδ᾿ ἀναβάλλεϲθαι ἔϲτ᾿ αὔριον ἔϲτ᾿ ἔνηφι. τινὲϲ δὲ εἰϲ τριακάδα. Ἀττικοὶ δὲ καλοῦϲιν ἔνην καὶ τὴν παλαιάν. Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατ᾿ Ἀριϲτογείτονοϲ· τὰϲ ἔναϲ ἀρχάϲ ταῖϲ νέαιϲ ὑπεξιέναι.
1295 Ἔνη· ἡ τρίτη τῆϲ ϲελήνηϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· θάρϲει, κατατεύξῃ, κἂν ἔνηϲ ἔλθῃϲ. ἀντὶ τοῦ εἰϲ τρίτον. οἶδα γὰρ τούτουϲ χειροτονοῦνταϲ μὲν ταχύ ἅττ᾿ ἂν δόξῃ καὶ ταῦτα πάλιν ἀρνουμένουϲ.
1296 Ἔνην καὶ νέαν τὴν ὑφ᾿ ἡμῶν τριακάδα καλουμένην Ἀθηναῖοι λέγουϲιν, ἀπὸ τοῦ τὴν τελευτὴν ἔχειν τοῦ προτέρου μηνὸϲ καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ ὑϲτέρου. Πολέμων δέ φηϲιν, ὅτι ἐκάλεϲεν αὐτήν ποτε Δημητριάδα ἐπὶ τιμῇ Δημητρίου τοῦ Μακεδόνοϲ. ἔνηϲ δὲ καὶ εἰϲ ἔνην τὸ εἰϲ τρίτην λέγουϲι· καὶ ἁπλῶϲ τὸ ἕνον δαϲυνόμενον τὸ πρότερον καὶ παρεληλυθὸϲ δηλοῖ.
1297 Ἔνη: Ἀττικοὶ τὸ ἔνη περιττὸν ἔθεϲαν, ὡϲ τὸ ἔχων, πλῆρεϲ ἔχον. οἱ δὲ λείπειν φαϲὶ τὸ δύο. ἐρωτῶν δὲ λέγει, ἓν ἢ δύο. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἀχαρνεῦϲιν· ἤδη πεπρέϲβευκαϲ ϲὺ πολιὸϲ ὢν ἕνη:
1298 Ἐνή: ὀξυτόνωϲ ἡ νέα.