Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Hdt.)

1299 Ἐνηβητήρια: ἐνευωχητήρια παρὰ Ἡροδότῳ.

[*](Δ)

1300 Ἐνηβρύνετο: ἠλαζονεύετο.

[*](Ε)

1301 Ἐνῆγεν: ἐκίνει, παρέπειθεν. Προκόπιοϲ· ἐνῆγε δὲ αὐτὸν ἐϲ τοῦτο Χριϲτιανῶν λόγοϲ καὶ ἔδακνεν αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ὅτι ἀνάλωτον Ἔδεϲϲαν ἰϲχυρίζοντο εἶναι. καὶ αὖθιϲ· ἐνῆγε δὲ πάνταϲ εἴϲ τε τὰϲ εὐχὰϲ τὰϲ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τὴν ὀφειλομένην εὔνοιαν, ἥ τε χρεία τῆϲ ϲτρατείαϲ ἀναγκαία οὖϲα, ἥν ὑπὲρ πάντων κοινῇ ποιούμενοϲ δῆλοϲ ἦν, τό τε κάλλοϲ τὸ τοῦ ϲώματοϲ καὶ τὸ μέγεθοϲ

[*](Ε)

1302 Ἐνηγκυλωμένα· πεφωραμένοι ὅτι ἐπὶ καταϲκοπῇ παρεγένοντο, τῷ καὶ τὰ τόξα ἐνηγκυλωμένα φέρονταϲ ἁλῶναι. ἀντὶ τοῦ ἐντεταμένα, ηὐτρεπιϲμένα.

[*](Δ)

1303 Ἐνηέοϲ: τοῦ πράου. καὶ Ἐνηήϲ, ὁ πρᾶοϲ.

[*](1294 sch. Ar. Ach. 172; Hesiod. O. 410; Dem. 25, 20 1295 Ar. Eccl. 796 c. sch. plenior. 1295 Harp.; Polem. fr. 8, FHG 3, 117 1297 Ar. Ach. 610 c. sch. 1298 praeter ὀξυτόνωϲ ═ Ambr. 933 1299 Gl. Hdt. 2, 133 1801 ἐνῆγε sec. —εἶναι Proc. Bell. 2, 12, 7 1803 ═ Ambr. 887, Et. M. 341, 12 cf. sch. P 204)[*](1298 Z 728 1299 Z 734 1801 —2 Z 746)[*](A(GITFVM))[*](1 δέκα] ιγ΄ add, TF ιθ΄ T: θι rell. θ΄ sch. οὕτωϲ VM 1294 non nov. gl. AM 1295 non nov. gl. AM 9 τρίτην sch. 1296 —7 om. T 1296 non nov. gl. AM 12 ἀπὸ] ἐκ V 13 ἐκάλεϲαν Harp, 14 Ἦμητριάδα V Δημητρίᾳ V 15 ἁπλῶϲ F Harp.; ἁπλοῦν Iac V cp. AGM 16 καὶ om. A 17. 18 πλῇρεϲ ἔχον] ληρεῖϲ ἔχων sch. 21 Ἡροδότου A 26 ἥ] εἰ F ὅ M 28 τοῦ μεγέθουϲ F 29 πεφωραμένα GIT (explicat.) 30 καὶ τὰ] κατὰ F)
283

1304 Ἐνήεια: ἡ πραότηϲ.

[*](Δ)

1305 Ἐνήθλει: ἐνεκαρτέρει. καὶ ὁ μὲν ἐπὶ τούτοιϲ τῇ πενίᾳ ἐνήθλει.

[*](Ε.)

1306 Ἐνῆκαν: ἐνέβαλον,

[*](Σ)

1307 Ἐνήκιϲεν: ἔπληξεν, ἐτιμωρήϲατο.

[*](Δ)

1308 Ἐνήλατα: τῆϲ κλίνηϲ μέροϲ τι

[*](Σ)

1309 Ἐνήλατο· Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐνήλατ, ἐϲκίρτα, πεπόρδει, κατεγέλα, [*](Ar). ὤϲπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον.

1310 Ἐνηλινδῆϲθαι: κευλίϲθαι. καὶ Ἐνηλινδοῦντο, ἐκυλίοντο.

[*](Δ)

1311 ἔνηλυϲ

[*](Δ)

1312 Ἐνημμένοϲ: περιβεβλημένοϲ. τὴν τοῦ πανόπτου διφθέραν [*](Ar.) ἐνημμένοϲ. καί ὁ Ἡρακλῆϲ ἐχρῆτο τῇ λεοντῇ περὶ τὸ ϲῶμα ἐνημμένοϲ.

[*](E?)

1313 Ἐνῆν: δυνατόν, ἐνδεχόμενον. ὁ δὲ μάϲτιξιν, ὡϲ ἐνῆν ἀνετάϲαϲ [*](Σ) διέγνω ὡϲ ἔχει τὸ πολέμιον. ἀντὶ τοῦ ὡϲ δυνατόν.

[*](Ε + Σ)

1314 Ἐνῆν: ὑπῆρχεν.

[*](Δ)

1315 Ἐνηνθρώπηϲεν: ἀντὶ τοῦ ἐν ἀνθρώπῳ γέγονεν. αὐτὸϲ γὰρ ἐγίνωϲκε τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ.

1316 Ἐνῆοϲ.

1317 Ἐνήρατο: ἀπέκτεινεν.

1318 Ἐνήρειϲε: προϲεπέλαϲεν.