Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1259 Ἐνέροιϲ: νεκροῖϲ. ἀπὸ τοῦ ἐν τῇ ἔρᾳ κεῖϲθαι.

[*](Σ)

1260 Ἐνεϲκευαϲμένην: ἀντὶ τοῦ διεϲκευαϲμένην, καὶ πεπλαϲμένην./p> [*](Harp) Ἰϲαῖοϲ καὶ Δημοϲθένηϲ.

1261 Ἐνεϲκηρώθηϲαν.

[*](Δ)

1262 Ἐνέϲκηψαν: ἐνώρμηϲαν, ἐνέπηξαν.

[*](Σ)

1263 Ἐνεϲκιρρώθη ἐκ τοῦ ϲκίρροϲ, ὅ ϲημαίνει τὸν γύψον.

1264 Ἐνεϲτήϲαντο καὶ μετῆλθον: ἀντὶ τοῦ ἔκριναν ποιῆϲαι. [*](Ar.) ὅϲαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐνεϲτήϲαντο καὶ μετῆλθον.

1265 Ἐνεϲκίμφθη: ἐνεπάγη.

[*](1252 οἱ Polyb. 8,16, 7 1253 τῷ sq. Polyb. 31, 23, 8 = EV 2,188, 1 2 1254 ἐμπηγνύντεϲ ═ Ba 221,17, H. Ἐνερείϲαϲ sq. ═ Ba 221,18, H 1255 ═ Ba 221,19, Et Gud. 1256 Proc. Bell. 7, 20,15 1257 sch. Thuc. 1, 6, 5 cf. Lex αἱμ. 623, 36 1258 ═ Ba 221, 21, sch. ε 898, H, Et. M. 340,18 1259 cf. sch. Pl. Rep. 387c, Et. M. 340, 7; νεκροῖϲ ═ Ba 221, 20, sch. 0 188 cf. Ap. S. 69, 1 1260 Harp. ═ An. Ox. 2,494, 2; Isuc. fr. 9; Dem.? 1262 ═ Ba 222, 31 cf. H v. ἐνϲκήψαντεϲ, Ambr. 1075 1264 Ar. Lys. 268 c. sch. 1265 ═ Ba 221, 22, Σa cf. H, Ap. S. 69, 2, sth. Π 612)[*](1252 Ζ 723 1253 Ζ 716 1255 Ζ 753 1257 cf. v. Κ2489 1259 Ζ 717 1260 Ζ 745 1262 Ζ 745 1263 cf. v. ϲκίροϲ 1264 —5 Ζ 745)[*](2 ἐνηργηκέναι T 3 οὖν om. V παίουϲιν FVM 4 τέλοϲ] τέλειον F A(GITFYM) 9 ἐπιτεταγμένον F ϲύντονον Port. 15 ὧπερ] ὅπερ T v. 1. Proc. ὥϲπερ I 18 τοιχῶν A 22 διεϲκευαϲμένην TFVM Harp.; διαϲκευαϲμένην AGl Ox. καὶ πεπλαϲμένην om. V cf. Harp. 1261—4 om. A 1261 om. GIT, in quibus ordo 1255, 1263, 1262, 1266 1262 non nov. gl. FVM 1263 om. F V 1264 om. GIT)
280
[*](Prov.)

1266 Ἔνεϲτι κἂν μύρμηκι χολή: παρεγγυᾷ μηδὲ τῶν μικρῶν καταφρονεῖν.

1267 Ἐνεϲτώϲ, ἐνεϲτῶτοϲ

[*](Call.)

1268 Ἐνέτῃϲι: περόναιϲ. χρυϲείῃϲιν ἐεργομένην ἐνέτῃϲιν.

[*](Harp.)

1269 Ἐνετιμᾶτο διαφέρει τοῦ ἀπετιμᾶτο· ὅταν μὲν γάρ τιϲ ὥϲ τι ποϲὸν ἀργύριον ἀποτίμημα λαμβάνῃ, ἀποτιμᾶϲθαι λέγεται· ὅταν δὲ ἐν εἴδεϲί τιϲι λογίϲηταί τιϲ μέροϲ τι τοῦ ἀργυρίου, τοῦτο λέγεται ὡϲ ἐνετιμήϲατο.

[*](Ε)

1270 Ἐνετολμήϲατο: ἀπεθάρρηϲεν. εἶτα μέντοι ἐνετολμήϲατο τηλικοῦτον τόλμημα.

[*](Ar.)

1271 Ἐνετρύλλιϲε: κατεῖπεν. Ἀριϲτοφάνηϲ· προαγωγὸϲ οὖϲʼ ἐνετρύλλιϲε τῷ δεϲπότῃ.

[*](Δ)

1272 Ἐνετοί: ἐθνικόν, Παφλαγόνεϲ.

[*](Δ)

1273 Ἔνευ: ἐπιφώνημα.

1274 Ἐνεχείριϲε ποιμαίνειν τοὺϲ μαθητάϲ.

[*](Ps.)

1275 Ἐν εὐϲήμω ἡμέρᾳ: ἐν ἀγαθῇ, ἐν καλῇ.

[*](Ar.)

1276 Ἐνέχειϲ: ἐκίρναϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ Θάϲιον ἐνέχειϲ εἰκότωϲ γε, νὴ Δία. ὡϲ τοῦ Θαϲίου οἴνου εὐόϲμου ὄντοϲ. ὁ γὰρ Στάφυλοϲ, ὁ ἐρώμενοϲ Διονύϲου, ἐν Θάϲῳ ᾤκει· καὶ διὰ τοῦτο διαφέρει ὁ Θάϲιοϲ οἷνοϲ.

1277 Ἐνέχυρον· ζήτει ἐν τῷ ἀποτιμηταί.

[*](Ar.)

1278 Ἐνείη: ἀντὶ τοῦ ἔνεϲτιν. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ μή ϲ᾿ ἀπολέϲαιμ᾿ , εἴ τι τῶν αὐτῶν ἐμοὶ ψευδῶν ἐνείη, διαπέϲοιμι πανταχῆ. οἷον διαμαρτήϲαιμι τῆϲ ἐλπίδοϲ, εἴ ϲε μὴ ἀπολέϲαιμι, εἴ τι τῶν ἐμῶν ὑποκρίναιο ψευϲμάτων. ἐπεὶ αὐτὸϲ ἀντιψευδόμενοϲ ἔδοξεν ὁ ἀλλαντοπώληϲ αὐτὸν παρευδοκιμεῖν. ἄλλωϲ. εἴ τι τῶν ἐμῶν ψευδῶν ϲᾡζεται, τούτεϲτι τῶν ἐνόντων μοι. εἰ μὴ ἀπολώλεκα τὸ ψεύδεϲθαι, διαπέϲοιμι πανταχοῦ, εἰ μή ϲε ἐξ ἀνθρώπων ποιήϲαιμι.