Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1239 Ἐνεώλκηϲαν: τὰϲ ναῦϲ εἵλκυϲαν.

[*](1221 ἐνέλειπεν ═ Ba 221, 13, Σa 1222 cf. Ambr. 1014 1223 ═ Synt. Gud. 1224 ═ An. Ox. 2, 441, 7 cf. H, Zon. 722 1225 cf. Synt. Gud, et Laur. 1226 ═ H 1227 Ar. Vap. 791 —2 1229 ἐμνηϲικάκει cf. H ὁ sq. Th. Si. moc. 6, 11, 5 ═ EL 224, 8 —9 1230 Thdr. in Ps. 54, 4, PG 80, 1269c 1231 Ῥωμαῖοι sq. Aelian. fr 120 1233 cf. Ambr. 1023 1234 ═ Ba 22114 cf. H, sch. B 496 1237 ═ Ambr. 1016 1238 μετέωροϲ ═ Σa cf. sch. Pl. Alc. 2, 140d, Ba 221,15, H; ἄφωνοϲ ═ Et. M. 340, 48, sch. Pl. Theaet. 206a ap. Schang cf. Ambr. 880 τοῖϲ—ποιεῖν Χen. An. 4, 5, 33 τοϲόϲδε—κοίτηϲ Aelian. fr. 250 ὄνομα κύριον ═ Ambr. 908 1239 cf. L, Ambr. 1015)[*](1222 hinc 1189 1226 Z 744 1227 8 Z 743 1229 δοτικῇ cf. 115 1231 Aelian. cf. v. Α 3416. Z 743 1234 cf. v. νέμειν 1235 ex v. B 388 1237 cf. Z 743 1239 Z 743)[*](1 ἐνέλιπεν GT Σa 1224 om. GTF V post 1226 A 5 ἐγκριμα ἔγκρυμμα A(GITFVM) An. Ox. Heu Zon 6 καὶ Μετεδίδου ex lM; om. A Synt. 8 Ἐνέκυψα GT om. M 12 ταΐϲ] τῶν GI T 15 ϲυνηριθμήθηϲαν M 1232 ex l (Post 1235) M 19> Ἐνελόχηϲαν l (Ambr.) 1235 om. F V 21 βαϲιλέωϲ AM; βαϲιλέα T v. B 338 cp. Gl 1236 ex l (post1240) M 25 Ἐννόϲ GIT 26 ἐννεοῖϲ AGI T 27 νυκτὸϲ] ἐκτὸϲ M 28 κοίτηϲ] ἐννεοί suppl. Gronov., exemplum ad 1245 rettulit Pore.)
278
[*](Δ)

1240Ἐννέωροϲ: ἐνναετήϲ.

[*](Σ)

1241 Ἐνεώχμωϲε: νεωϲτὶ κατεϲκεύαϲεν, ἐκίνηϲεν.

[*](Σ)

1242 Ἐνεώχμωϲεν: ἡλλοίωϲεν, ἐκαινοποίηϲεν.

[*](Δ)

1243 Ἐνεπάρην: ἐνέπεϲον.

[*](Σ)

1244 Ἐνέπαϲϲεν: ἐνέβαλλεν, ἐνεποίκιλλεν.

[*](Ε)

1245 Ἐνέπεϲε: ϲυνέβη, ἐγένετο. Πολύβιοϲ· ἐνέπεϲε δέ τιϲ ὁρμὴ τῷ Σκιπίωνι καὶ διαπόρηϲιϲ, εἰ δεῖ ϲυμβαλεῖν καὶ μονομαχῆϲαι πρὸϲ τὸν βάρβαρον.

[*](Δ)

1246 ἐν ἐπηκόῳ: εἰϲ ἐπήκοον πάντων.

1247 Ἐνε πίπρων καὶ Ἐνε πίπραντο καὶ Ἐνεπἰπλα ντο καὶ Ἐν επίπλα.

[*](Harp.)

1248 Ἐνεπίϲκημμα καὶ Ἐνεπιϲκήψαϲθαι· ὁπότε δημευθείη τινὸϲ οὐϲία, ἐξῆν προελθεῖν τῷ φάϲκοντι γεγενῆϲθαι δανειϲτῇ τοῦ ἀνδρὸϲ καὶ λέγειν, ὡϲ ὀφείλεται αὐτῷ ἐν τῇ οὐϲίᾳ χρέοϲ· καὶ τοῦτο λέγεται ἐπίϲκημμα καὶ ἐνεπιϲκήψαϲθαι.

[*](Σ)

1249 Ἐνεπιϲκήψαϲθαι καὶ Ἐγγύην καταβαλεῖν· καταδικαϲθέτων τινῶν δημεύεϲθαι τὰϲ οὐϲίαϲ, εἰ λέγοιέν τινεϲ, ὡϲ εἴηϲαν δανειϲταὶ τῶν δημευομένων, ἀπογράφεϲθαι τούτουϲ ἐκέλευον, πότε καὶ πόϲον ἐδάνειϲαν ἀργύριον· ὅπερ ἐλέγετο ἐπιϲκήψαϲθαι. εἰ μέντοι γε παρίϲτων ἐγγυητὰϲ τοῦ μὴ ἂν διαψεύϲαϲθαι περὶ τοῦ δανείϲματοϲ οἱ δανείϲατεϲ, τοῦτο ἐγγύην καταβολῆϲ ἔλεγον.

[*](Δ)

1250 Ἐνεπορπή θηϲαν: ϲυνεβλήθηϲαν.

[*](Phil.)

1251 Ἐνέργεια· ὅτι ἡ ἐνέργεια καθολικωτέρα ἐϲτὶ τῆϲ κινήϲεωϲ, ἡ δὲ κίνηϲιϲ τοῦ πάϲχειν. πᾶν μὲν γὰρ τὸ πάϲχον καὶ κινεῖται, πᾶν δὲ τὸ κινούμενον καὶ ἐνεργεῖ, οὐκέτι μέντοι τὸ ἐνεργούμενον κινεῖται. ἐνέργεια μὲν γάρ ἐϲτιν ἡ ἀθρόα προϲβολὴ ἀπὸ τῆϲ ἕξεωϲ, κίνηϲιϲ δέ ἐϲτι ἀτελὴϲ ἐνέργεια. ἡ γὰρ ἀπὸ τοῦ πρώτου δυνάμει ἐπὶ τὴν ἔξιν ὁδὸϲ κίνηϲίϲ ἐϲτιν. πᾶϲα δὲ γένεϲιϲ καὶ πᾶϲα ἐνέργεια ἄλλου τινὸϲ γίνεται τέλουϲ χάριν· τέλοϲ γὰρ τῆϲ γενέϲεωϲ καὶ τοῦ γινομένου τὸ εἶναι, καὶ τῆϲ ἐνεργείαϲ καὶ τοῦ ἐνεργεῖν τὸ ἐνηργηκέναι. οὐκ ἐπὶ [*](1940 ═ Ambr. 886, H, sch. Pl Min. 319b cf. Ba 222,19, sch Σ 351; Et. M. 343, 22 ═ Et Gen., H 1241 ═ Σa cf. Ba 221, 25, Ambr. 1017, H v. ἐν εοχμωϲεν 1242 ═ Ba 221, 9, H v. ἐνεοχμωϲεν, Lex. αιμ. 624, 23 ex quo Et. Gud. et Et M 601, 6 1243 ═ Ambr. 1013 1244 ═ Ba 221, 16; ἐνεποίκιλλεν ═ sch. 126, H 1245 ἐνέπεϲε alt sq. Polyb 35, 5, 1 1246 cf. Ambr 997 1247 cf. Ambr 1041 1248 Harp. 4249 ═ Sabb., Et. M 440, 37—44, Et. Gen. 1250 ═ Ambr. 1024 1254 vs. 27 ἔϲτιν Philop. 296, 22— 27; rell. ad Alex. Aphr rettulit wallies p. X 1) [*](1241 cf. v.νεοχμώϲαντεϲ 1241 —2 Z 743 12445 Z 744 1243 Z 717 ═ 734 1247 cf. 2538 1243 Z 734 ═ 744 1250 cf. 1048, Z 745 1251 cf 1123) [*](A(GITFVM)) [*](2 ἐκαίνιϲεν F Zon. cf vs. 3 1242 non nov gl M 3 Ἐνεώχμωϲεν] ἣ T cf. Zon. Hes. 7 Σκιπίωνι T; Σκιπ G1 Σκηπ F M ϲκηπῶ V ϲκοπῷ A 1247 om. AF V 10 καὶ pr ex M και sic. ex M, nov, gl. GIΤ . 12 προϲελθΐν cf. Harp. plen. 15 Ἐνεπιϲκήψαϲθαι om AGIT Ἐγγόειν Al καταβολεῖν A καταβολἣϲ F Sabb. cf vs. 20, καταβολήν Et M, 18 πόϲων V 20 ἐγγύειν A 21 Ἐνεπορθήϲαν IF V 23 μὲν om. V 24 ἐνεργούμενον])

279
πάτων δὲ τοῦτο ἀληθέϲ· ἡ γὰρ εὐδαιμονία ἐν τῷ ἐνεργεῖν κατ᾿ ἀρετήν, οὐκ ἐν τῷ ἐνεργηκέναι. δεῖ οὖν ϲκοπεῖν, πότερον ἐνέργεια τὸ τέλοϲ τῆϲ δυνάμεωϲ, ἢ ποίημά τι καὶ ἔργον. ἐφ᾿ ὧν μὲν οὖν ποίημα πταίουϲιν οἱ πρὸϲ τὴν ἐνέργειαν ἀποδόντεϲ· τέλοϲ γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ ἔργον καὶ βέλτιον τῆϲ ἐνεργείαϲ. ἐφ᾿ ὧν δὲ ἐνέργεια ψιλή, ἐνέργειαν μόνην θετέον· πολλῶν γὰρ οὐ τὸ γεγενῆϲθαι τέλοϲ ἀλλὰ τὸ γίνεϲθαι. καὶ γὰρ ἥδεϲθαι μᾶλλον αἱρούμεθα ἢ πεπαῦϲθαι τῆϲ ἡδονῆϲ, καὶ θεωρεῖν ἢ τεθεωρηκέναι.

1252 Ἐνεργόν: ἐπιτεταμένην, ϲύντομον. Πολύβιοϲ· οἱ δὲ ἐξανα [*](Ε) ϲτάντεϲ ἐνεργὸν ἐποιήϲαντο τὴν πορείαν καὶ τὴν ἔφοδον.

1253 Ἐνερευθήϲ: ἀντὶ τοῦ ἐρυθρόϲ. τῷ χρώματι γενόμενοϲ ἐνερευθήϲ.

1254 Ἐνερείδοντεϲ: ἐμπηγνύντεϲ. καὶ Ἐνερείϲαϲ, ἐμπήξαϲ.

[*](Σ)

1255 Ἔνερθεν: ὑποκάτωθεν.

[*](Σ)

1256 Ἐνέρϲει: τὸ ξύλον ϲιδήρῳ διέφθειραν, ᾧπερ ἐνέρϲει τείχουϲ [*](Ε) ἑκατέρου ἐναρμοϲθέντι τὰϲ πύλαϲ ἐπιζευγνύναι εἰώθαϲιν.

1257 Ἐνέρϲει κρώβυλον ἀναδούμενοι: τουτέϲτιν ἐν εἰϲέρϲει ἢ [*](Thuc.) ϲυμπλοκῇ. κρώβυλοϲ δέ ἐϲτιν εἶδοϲ πλέγματοϲ τῶν τριχῶν, ἀπὸ ἑκατέρω εἰϲ ὀξὺ καταλῆγον.

1258 Ἐνέρτεροϲ: κατώτεροϲ.

[*](Σ)