Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

1219 Ἐνεγύηϲεν· ὁ δὲ ἐνεγύηϲε κατὰ τὸ καρτερὸν τὰ κέρατα περιϲχίϲαι αὐτίκα, οὕτω τε τοὺϲ βαρβάρουϲ εἰϲδέξαϲθαι. ἀντὶ τοῦ παρήγγειλεν.

[*](Ε)

1220 Ἐνεδέχοντο: παρελάμβανον, εἰϲεδέχοντο. οἱ δὲ τὸν Κιννέαν ἐνεδέχοντο. καὶ παρελθὼν ἐϲ τὴν πόλιν ἐϲεμνολόγει περὶ Πύρρου.

[*](1204 καθήκων Ba 219,18; καθήκων cf sch. Z 519, H ἐναιϲίῳ sq. Soph oc 1482 c. sch. 1205 Harp. cf. Bk. 251, 9 1207 ═ Synt. Gud. et Laur. 1209 Harp cf. Lex. Bhet. ap. Et. M. 343, 42 et Et. Gen. 1210 ὁ— ἐνέβαλεν sec. Χen. An. 1, 5,11 1211 τῶν—ϲφακελίϲαι Aelian fr. 37 ἐνέβη sq. fort. Dam. 1212 —ὠργίϲθη ═ Ba 220, 23, H cf Lax Patan. 151 1214 Ba 220, 24 1215 ═ Ba 221,11, H 1210 cf. L 1217 Ba 221, 12 cf H, Ambr.949 1218 Ambr.1117 1210 εἰϲδέξαϲθαι Th. Simoc. 8, 3, 5 1220 οἱ sq. Polybio attr. Valck., Cass. D. Mai, Coll. Vatic. 2, 565; ad v. Δ 1478 (Aelian. fr. 6) rettulit Gaf)[*](1204 Z 721 1203 cf, 1135 1298 ex v. Δ 1440 1200 ef. v. 238, Z 723 1210 Z 743 1211 cf. v. ϲφακελιϲμόϲ 2 et v. οἴδημα. Z 743 1212 μετ sq. ex 963 1213 ex 963 1214 Z 722)[*](A(GITFV M))[*](1 θῆρεϲ γὰρ] θῆρ A 5 περὶ GITM Harp. plum. 1293 om. F V 6 καὶ Ἐνιαυτὸϲ om. A et 1135 1203 om F V post 1204 A post 1209 lT) M 10 καλλιρόη ΙF VM v. l. v. 238 et ap. Harp. plen. 16 εἰϲ] ὡ V 18 ωργίϲθη ex F V μετ’— ἐλάληϲεν om F V 1213 om. F V post 1214 A; post l. 1212 ἡ pro l. GIT 1216 om. AF V post 1217 GI T 25 τὸ] τὸν A)
277

1221 Ενέ δει: ἐνέλειπεν. ὅϲοιϲ ἐνέδει, ἐδίδοϲαν. εἴ τῳ που [*](Σ) τὶ ἐνέδει, ἐξεπλήρου.

1222 Ἐνεδοίαζεν: ἠμφίβαλλεν.

[*]( Δ)

1223 Ἐνεδρε ύω· δοτικῇ.

[*]( Synt.)

1224 Ἔνεδρον: ἔγκρυμα δολερόν.

[*](Ps.)

1225 Ἐνεδἰδου καὶ Με τε δίδου γενικῇ.

[*](Synt.)

1226 Ἐνεθουϲἰα: ἐμαίνετο.

1227 Ἐν νέκαψα· κἆτα βδελυχθεὶϲ ὀϲφρόμενοϲ ἐξέπτυϲα.

1228 Ἐνέκειντο: ἐπιμόνωϲ ἠϲχολοῦντο. εἰ δή τι ἐλέλειπτο, ἁρπαϲάμενοι [*](Ε) ἐνέκειντο τῆ πολιορκίᾳ.

1229 Ἐνεκότει· δοτικῇ ἐμνηϲικάκει, ὠργίζετο. ὁ οὖν Χαγάνοϲ ἐνεκότει [*](X + EL.) εὐδοκιμηθείϲαιϲ ταῖϲ Ῥωμαίων δυνάμεϲιν.

1230 Ἐνεκότουν· Δαβίδ· καὶ ἐν ὀργῇ ἐνεκότουν μοι. τουτέϲτι [*](Thdr.) μετ᾿ἀργῆϲ ἠναντιώθηϲάν μοι.

1231 Ἐνέκρινον: τοῖϲ καλοῖϲ ϲυνηρίθμηϲαν· ὡϲ ἀπέκρινον, ἀπεδοκίμαζον. Αἰλιανόϲ· Ῥωμαῖοι πολεμοῦντεϲ οὐδένα τόπον οὔτε ἐνἐκρινον [*](Ε) οὕτε ἀπέκρινον, ἀλλ’ ἔνθα ἔτυχον, ἠγωνίζοντο.

1232 Ἐνελίξα ϲ.

1233 Ἐνελόχιϲαν: ἐνήδρευϲαν.

1234 Ἐνέμοντο: ἐκαρποῦντο, ὧκουν.

1235 Ἐνεμημέ νων· τῶν δὲ ἄλλων τῶν περὶ βαϲιλέωϲ τοῖϲ ἐρύμαϲιν ἐνεμη [*](Suid.) μένων, Κρίτων ἐν Γετικοῖϲ.

1236 Ἐνεν η κονταενν ἐ α

1237 Ἐνένιπεν: ἐκακολόγηϲεν.

1238 Ἐνεόϲ: ἄφωνοϲ, κωφόϲ, ἐξεϲτηκώϲ, νωδόϲ, νωχελήϲ, μετέωροϲ. [*](Σ) Ξενορῶν· τοῖϲ δὲ παιϲὶν ἐδείκνυϲαν ὥϲπερ ἐνεοῖϲ ὅ τι δέοι [*](Ε) ποιεῖν. τοϲόϲδε διὰ τῆϲ νυκτὸϲ ἐνέπεϲε ϲειϲμόϲ, ὥϲτε ἐξέθορον ἐκ [*](Ε) τῆϲ κοίτηϲ. ϲημαίνει δὲ καὶ ὄνομα κύριον.