Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1659 Δύϲμητιϲ: ὁ κακόβουλοϲ.
[*]( Δ)1660 Δυϲμικῶν: τῶν τῆϲ δύϲεωϲ. προνοήϲαϲ δὲ καὶ τὰϲ τῶν [*](Ε) δυϲμικῶν ὁμαιχμίαϲ ἔπειϲε κοινοπραγῆϲαί τιναϲ τῶν δυναϲτῶν.
1661 Δυϲμίϲητοϲ: ὁ πάνυ ἀπεχθόμενοϲ. δένδρεα δυϲμίϲητα, καὶ [*](Δ) ἤν ποτε τεῖχοϲ ἴδωϲι Τρώιον, αὐαλέαν φυλλοχοεῦϲι κόμην.
[*]( Anth.)1662 Δύϲμοροϲ: δυϲτυχήϲ, κακοθάνατοϲ. ἤν δὲ θάνῃϲ παλάμῃϲιν [*](Δ) ἐμαῖϲ, μήτηρ μὲν ἀκούϲω δύϲμοροϲ ἀλλ’ ἐν ἐμῇ πατρίδι ϲῳζομένη.
[*]( Anth.?)1663 Δύϲνουϲ: ἐχθρόϲ. ὁ δὲ ἦν δύϲνουϲ βαϲιλεῖ καὶ Ῥωμαίοιϲ.
[*]( Δ Ε)1664 Δυϲξύμβολα: δυϲνόητα.
[*](Σ?)1665 Δυϲοδία: ἡ κακὴ ὁδόϲ.
[*](Δ)1666 Δύϲοδοϲ. καὶ Δυϲόδηϲ ὁδόϲ. τραχεῖα, δυϲχερῆ διάβαϲιν ἔχουϲα.
[*](Σ)1667 Δυϲόμοια: ἀνόμοια. Στράττιϲ.
[*](Σ)1668 Δύϲοργοϲ: ὀξύχολοϲ. Σοφοκλῆϲ· τοιαῦτ’ ἀνὴρ δύϲοργοϲ ἐν [*](Soph.) γήρᾳ βαρὺϲ ἐρεῖ πρὸϲ οὐδὲν εἰϲ ἔριν θυμούμενοϲ. ϲχόλιον· πρὸϲ οὐδέ, ἀντὶ τοῦ ἀληθέϲ, ἢ αἴτιον ἐμοί. καὶ αὖθιϲ· ὁ δ’ ἐνθάδ’ ἥκων, καίπερ οὐ δύϲοργοϲ ὤν, δηχθεὶϲ πρὸϲ ἃ 'ξήκουϲεν ὧδ’ ἠμείψατο.
1669 Δυϲόριϲτον.
[*]( Δ)[*](1651 ═ Ba 203, 13 cf. Ambr. 1048 1352 sch. Soph. Ai. 40 1353 cf. H 1654 l. ═ Ambr. 1093 1655 ═ Ba 203, 15, H 1656 ═ Bk. 134, 31 1657 ἔχθρα ═ Ba 203, 14, H, Ludw. 16, 7; l ═ L Δυϲμενήϲ, ὁ πολέμιοϲ Ambr. 1050 cf H, sch. 51 Δυϲμενῶϲ sq. ═ Bk. 134, 29 1658 ═ Ba 203, 16 ― ὀργίλοϲ ═ Η; μνηϲίκακοϲ ═ Ambr. 1063 1659 ═ Ambr. 1057 1661 δένδρεα sq. Anth. 7,141, 5 — 1662 — κακοθάνατοϲ ═ H cf. Ambr.1064 ἢν sq. Anth. 9, 397,5—6 1663 — ἐχθρόϲ═ H 1664 cf H; l. vid. Poll. 5150 1665 ═ Ambr. 1123, Ps. Herodian. 232 1666 Δυϲόδηϲ ὁδόϲ cf. Ambr. 1056 Poll. 3, 96 τραχεῖα sq ═ Ba 203, 17 1667 ἀνόμοια cf. H; Strattid. fr. 75 (1, 732 Κ.) 1668 τοιαῦτ’— ἐμοί Soph. Ai. 1017 —8 c. sch.; ὁ sq. Soph. Phil, 377 8 1669 ═ Ambr. 1143)[*](1651 Z 577 1657 Z 581 1362—3 Z 577 1664 Z 583 1663 Z 577)[*](6 ὁ] ὁ πάνυ T 10 καὶ— δοτικῇ om. F V M 11 Δὑϲμηνοϲ IT Δὑϲμενοϲ G A(GITFVM) 14 ἐποίηϲε M 15 ἀπεχθανόμενοϲ V M 18 ἐμοὶ AMac 22 καὶ Δυϲόδηϲ ὀδόϲ om. F V Δυϲόδηϲιϲ ὀδόϲ M 24 Δυϲόμοιρα AGITac 26 ϲχόλιον om. G et in lac. F 27 ὁ δ’] οὐ δ’ GI 28 δηχθεὶϲ om. A ἃ ἐξήκουϲεν F ἐξήκουϲεν GI)1671 Δύϲοϲμοϲ: δυϲώδηϲ.
1672 Δυϲώδηϲ καὶ Δυϲωδία, ἡ πνοή. λύϲιϲ ὀνείρου· δυϲωδίαν on. νόμιζ τὴν ἀηδίαν.
1673 Δυϲώνυμοϲ: κακώνυμοϲ.
1674 Δυϲωπεῖϲθαι: ὑφορᾶϲθαι, καὶ ὑπόπτωϲ ἔχειν, φοβεῖϲθαι μεθʼ [*](Ε) ὑπονοίαϲ. ὁρῶν δὲ τὸν ἀδελφὸν πάντα δυϲωπούμενον καὶ οὐδὲν ἐπὶ τῶν ὄψων οὐχ ὑφορώμενον. καὶ ἐπὶ τοῦ κακῶϲ πάϲχειν ὑπὸ τοῦ ἡλίου τὰϲ ὄψειϲ. ὡϲ ἂν καταλάμποντοϲ τοῦ ἡλίου δυϲωπεῖν [*](Σ) τοὺϲ ἐχθρούϲ. ἔνιοι δέ, εἰ καὶ μὴ τῶν Ἀττικῶν, ἀντὶ τοῦ αἰδεῖϲθαι. ἡ δὲ ϲυνήθεια καὶ ἐπὶ τοῦ ἱκετεύειν καὶ παρακαλεῖν κέχρηται.
1675 Δυϲωπία.
1676 Δυϲωποῦμαι: Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ καὶ Ξενοφῶν· ἐν Ἀπομημοεύμαϲι ἀντὶ τοῦ φοβοῦμαι.
1677 Δυϲωπῶ· αἰτιατικῇ. ἱκετεύω. Δυϲωπῶ καὶ ἐπὶ τοῦ παρακαλῶ [*](Ε) καὶ ἐπὶ τοῦ ἐντρέπομαι. τοὺϲ Ἰουδαίουϲ ἐλπίϲαϲ δυϲωπήϲειν ἐν τῷ κακοῦν ἐξὸν μὴ θέλειν.
1678 Δυϲωρήϲονται: δυϲφυλακτήϲουϲιν.