Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Soph.)

1639 Δύϲθεοϲ: ἀϲεβήϲ. ὦ δύϲθεον μίϲημα, ϲοὶ μόνῃ πατὴρ τέθηκεν;

[*](Ε)

1640 Δυϲθετήϲαϲ· ὁ δὲ Νάβιϲ δυϲθετήϲαϲ ταῖϲ ϲυνθήκαιϲ οὐ προϲέϲχε τοῖϲ γραφεῖϲιν. ἀντὶ τοῦ μὴ ϲτέρξαϲ ταῖϲ ϲυνθήκαιϲ, μὴ [*](Ε) ἐμμείναϲ. καὶ Δυϲθετούμενοι, ἀντὶ τοῦ κακῶϲ διατιθέμενοι. καί, δυϲθετούμενοι τοῖϲ ϲυμβαίνουϲιν ἀποδυϲπετοῦϲι.

[*](Σ)

1641 Δυϲθήρατοϲ: ὁ δυϲεύρετοϲ.

[*](Soph.)

1642 Δύϲθυμοϲ: κακόβουλοϲ. Σοφοκλῆϲ· ἐγὼ μὲν οὐκ εἰμὶ τοῖϲ πεπραμέοιϲ δύϲθυμοϲ· εἰ δέ ϲοι δοκῶ φρονεῖν κακῶϲ, γνώμην δικοίαν ἔχουϲα τοὺϲ πέλαϲ ψέγε.

[*](Σ)

1643 Δυϲκάθεκτον: δυϲνόητον, ἀκατάληπτον.

[*](Σ)

1644 Δυϲκελάδου: κακοήχου.

[*](Anth.)

1645 Δυϲκίνητε: ἀμείλικτε, δυϲμετάθετε. Ἅιδη δυϲκίνητε, τί τὴν ἐπέραϲτον ἑταίρην ἥρπαϲαϲ; ἢ καὶ ϲὴν Κύπριϲ ἔμηνε φρένα,

[*](Hom.)

1646 Δυϲκλέα: Ὅμηροϲ κατὰ ϲυϲτολὴν ἐκφέρει τὰ τοιαῦτα. δυϲκλέα Ἄργοϲ ἱκέϲθαι. καὶ ἀκλέα, ἀντὶ τοῦ ἄδοξον. οἱ δὲ Ἀττικοἰ ἐκτείνουϲι.

[*](Σ)

1647 Δυϲκλεέϲ: ἄδοξον, ἄτιμον, ἀπρεπέϲ. μὴ γὰρ οὕτωϲ ὑφʼ [*](Ε) ἡλίῳ δυϲκλεὴϲ εἴην, ὥϲτε τὸν ἐμὲ ϲώϲαντα μὴ ἀντιϲῶϲαι.

[*](Δ)

1648 Δυϲκλῃδόνιϲτον: δυϲφήμιϲτον· Δυϲκλυδώνιϲτον δὲ δυϲ ἐκβατο.

[*](Phil.)

1649 Δυϲκολαίνειν· λέγει Ἀριϲτοτέληϲ· δυϲκολαίνει γὰρ ὁ μὴ διὰ προϲηκουϲῶν ἀποκρίϲεων φθείρων καὶ κωλύων γίνεϲθαι ϲυλλογιϲμόν. δυϲκολία δέ ἐϲτιν ἀπόκριϲιϲ παρὰ τὰϲ διαλεκτικὰϲ ἀποκρίϲειϲ ϲυλλογιϲμοῦ φθαρτική.

[*](Ar.)

1650 Δυϲκολοκάμπτουϲᾠδάϲ: τὰϲ κεκλαϲμέναϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ δέ τιϲ ἐπικάμψειέ τινα καμπήν, οἵαϲ οἱ νῦν τὰϲ κατὰ Φρῦνιν ταύταϲ [*](1637 cf. Ambr. 1054 1638 ἐν sq Th Simoc 2, 6, 1 1639 Soph. El. 289—90 c. sch. 1649 — γραφεῖϲιν Polyb. fr. 128 δυϲθετούμενοι soph. Polyb. 33, 17, 2 ═ ES 200, 27 —8 1641 ═ Ba 203, 4, H cf Ludw. 16, 6 1642 Soph. El. 549 —551 c. sch. 1643 ═ Ba 203, 10 1644 ═ Ba 203, 11 cf Et. M. 292, 9; H ═ sch. Π 357 1645 Ἄιδη sq. Anth. 7, 221, 5 6 1646 (praeter ἀντὶ τοῦ ἄδοξον) ═ sch. A (Aristonic.) in B 115 1647 ἀπρεπέϲ ═ Ba 203,12; ἄδοξον cf. H; Et. M. 292,10═ Et. Gen.; An. Ox. 2, 432, 13 μἠ sq. Iambl. fr.10 1648 cf. Ambr.1140, L 1649 Alex An. Ox 558, 9, 11—12; 559, 5—6 1650 Ar. Nu. 970— 2 c. sch.) [*](1638 Z 586 1340 Polyb. 33 cf v. Α 3306. Z 586 1641 —2 Z 577 1644 Z 581 cf. 583 1645 hinc v. Α 467 1649 Z 585 at 580 1650 cf. v. B 488; hinc v. πολλάϲ, Z 580) [*](A(GITFVM))[*]( 2 τινα GI 13 ϲοι] οἱ V 14 τοῦ A 22 ὑφ’ Kust.; ἐφ’ omnes 31 καμπτήν Gl)

151
τὰϲ δυϲκολοκάμπτουϲ, ἐπιτριβέϲθω τυπτόμενοϲ πολλὰϲ ὡϲ τὰϲ Μούϲαϲ ἀφανίζων.

1651 Δύϲκωφοϲ: ὁ ἐκ μέρουϲ ἀκούων.

[*](Σ)

1652 Δυϲλόγιϲτον: ὅμοιον τῷ πρᾶγοϲ ἄϲκοπον.

[*](Soph.)

1653 Δύϲλοφα: χαλεπῶϲ φερόμενα.

1654 Δυϲλυτότατοϲ: ὁ δύϲλυτοϲ.

[*]( Δ)

1655 Δυϲμαῖϲ βίου: τῷ τέλει τῆϲ ζωῆϲ.

[*]( Σ)

1656 Δυϲμεναἱνω· δοτικῇ.

[*](Synt.)

1657 Δυϲμένεια: ἔχθρα. κακόνοια. καὶ Δυϲμενήϲ, ὁ πολέμιοϲ.[*]( Σ Δ) καὶ Δυϲμενῶϲ ἔχω· δοτικῇ.

[*]( Synt.)

1658 Δύϲμηνιϲ: βαρύθυμοϲ, ὀργίλοϲ, μνηϲίκακοϲ.

[*](Σ)