Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1273 Διοιγνύντεϲ: ἀνοίγοντεϲ.

[*](1260 vs. 1 ἐπέϲχεν—2 διπλόη Pisid. fr. 72 1262 Πρία sq. ═ Constant. Porphyrog. de them. 1, 7 (p. 21, 19 ed. Bonn.) 1263 Ar. Lys. 1242—3 c. sch. cf. H, Poll. 4, 101 1264 ═ Σᵃ, Ba 200, 8, H cf. Ap. S. 59, 12 1265 ϲιϲύραϲ sq. Proc. h. a. 6, 3 1266 πηγή ═ Ambr. 625, Ps. Herodian. 20 cf H 1267 γενέϲθαι ═ Zen. Ill 24. vs. 18 Δἰϲ—19 λέγειν ═ Zen. Ill 33, Empedocles ap. sch. Pl. Gorg. 498e. vs. 19 Δἰϲ—20 δοκούντων ═ Paroem. ed. Gsf. 34, n. 327 sch. Pl. Ax 367 b. vs. 21 Δiϲ sq. ═ Zen. III 29 1268 — κυλίων ═ Ba 200, 3 καὶ νῦν sq. Anth. 5, 18, 2 1269 ═ Ambr. 467 1270 ═ Synt. Laur. 1273 ═ Ambr. 725, H)[*](1261—2 hinc v. 324 1263 Z 521 1264 Z 528 1265 hinc v. παξαμᾶϲ, Z 509. Proc. cf v. ϲιϲύρα 1267 hinc v. πολύπουϲ. cf v. Κ 497 1268 Anth. cf. v. Κ 2477. Z 553 1273 Z 553)[*](4 καὶ διπλῆν ἑορτήν ex M 1262 om. FV mg. A post 1263 GI A(GITFVM) 7 Διϲποδία VM Ἀριϲτοφάνηϲ —9 Ἀθηναίουϲ om. GT διϲποδιάξω Aac VM 11 ὑπερβεβλῆϲθαι coni. Dr. 15 καὶ—Ἀωτιόπη om. FV κύριον ὄνομα M ζήτει—Ἀντιόπη om. T καὶ ζήτει M 17 κολάϲεων FVM 1272 ex GlM; παροιμία ἀντὶ τοῦ οἰκουμένη add. G cf. p. 120, 2)
120
[*](Σ)

1274 Διοιδούντων: ἐκφυϲώντων.

1275 Διοιδοῦϲα: ἀντὶ τοῦ ὀγκουμένη.

[*](Harp.)

1276 Διοικιεῖν: ἀντὶ τοῦ διαιρήϲειν ὥϲτε μὴ ἐν ταυτῷ πάνταϲ οἰκεῖν, ἀλλὰ χωρὶϲ καὶ κατὰ μόναϲ.

[*](ΔΣ)

1277 Διοικίζω: τὸ διαχωρίζω. καὶ Διοικίζεϲθαι, χωρίζεϲθαι. [*](Δ) Διοικῶ δὲ τὸ τελειῶ.

[*](Δ)

1278 Διοιμώζειν.

[*](Σ)

1279 Διοίϲαϲα: διαπεράϲαϲα.

[*](Δ)

1280 Διοίϲεται: διαφοράν ϲχῇ.

[*](Soph.)

1281 Διοίϲεται· Σοφοκλῆϲ· τροφῆϲ ϲτερηθεὶϲ ϲοῦ διοίϲεται μόνοϲ. ἀντὶ τοῦ διάξει, βιώϲεται.

[*](Σ)

1282 Διοίϲειν: διαφέρειν. πίϲτειϲ τε ἔδοϲαν ὡϲ καὶ προθύμωϲ [*](Ε) ϲφίϲι τὸν πόλεμον διοίϲοντεϲ. ἀντὶ τοῦ ϲυνδιενεγκόντεϲ. τὸν πίθον οὔτε ἐπιεικὲϲ διοίϲειν οὔτε ἀϲφαλὲϲ καινὸν ὄντα. ἀντὶ τοῦ ἀνοῖξαι. [*](Ar.) καὶ παροιμία· οὐδὲν διοίϲειϲ Χαιρεφῶντοϲ τὴν φύϲιν. ἐπὶ τῶν ὠχρῶν καὶ ἰϲχνῶν· ἐπεὶ τοιοῦτοϲ καὶ ὁ Χαιρεφῶν τὴν φύϲιν καὶ τὴν ἰδέαν ἄτε ϲοφίᾳ ϲυντετηκώϲ· ὅθεν καὶ νυκτερὶϲ ἐκαλεῖτο. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐδὲν διοίϲοντ᾿ ἄντικρυϲ τῶν Ἡρακλειδῶν οὐδ᾿ ὁτιοῦν τῶν Παμφίλου. οὗτοϲ τραγῳδιοποιὸϲ ἐγένετο καὶ ἔγραψε τὰ ϲυμβάντα τοῖϲ Ἡρα κλείδαιϲ.

1283 Διοὶϲομαι: ἀμφιβαλῶ. οὐ μὴν κατὰ τοῦτο διοίϲομαι οὐδέν.

[*](Δ)

1284 Δίυγροϲ: ὁ ἀϲθενήϲ.

[*](Suid.)

1285 Διὐλιϲιϲ: ἡ διήθηϲιϲ.

[*](Δ)

1286 Διυπνίζω: ἐξανιϲτῶ. καὶ Διύπνιϲεν, ἐξύπνιϲεν.

[*](Taet.)

1287 Διφαλαγγία ἀντίϲτομοϲ: ἥτιϲ μὲν ἡγεμόναϲ ἔχει μέϲουϲ τεταγμένουϲ, τοὺϲ δὲ οὐραγοὺϲ ἔξω ἔχουϲα ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν ἐν παραγωγαῖϲ τεταγμένουϲ, οὓϲ μὲν ἐν δεξιᾶ, οὓϲ δὲ ἐν εὐωνύμῳ, τοὺϲ δὲ οὐραγοὺϲ ἐν μέϲῳ τεταγμένουϲ. Διφαλαγγία, αἱ β΄ φαλαγγαρχίαι· ἄνδρεϲ ηρςβ΄, τοῦτο δὲ καὶ μέροϲ ὑπ᾿ ἐνίων καλεῖται, [*](1274 ═ Ba 199, 21 1276 Harp. ═ An. Ox. 2, 493, 4 1277 — διαχρίζω ═ L Διοικίζεϲθαι, χωρίζεϲθαι ═ Ba 199, 22 Διοικῶ aliter. Ambr. 768 1279 ═ Ba 199, 23 1280 cf. sch. Ar. Pl. 384 1281 Soph. Ai. 511 c. sch. cf. H 1282 — διαφέρειν ═ Ba 199, 24 cf. H vs. 15 οὐδὲν —17 ἐκαλεῖτο Ar. Nu. 503 c. sch. (504). vs. 18 οὐδὲν sq. Ar. Pl. 384—5 c. sch. 1286 Διυπνίζω ═ Ambr. 831 1287 Tect. 50 et 18) [*](1276—7 Z 553 1279 Z 553 1281 cf. v. ϲυνδιοίϲειϲ 1282 Ar. Nu. cf. v. Χαιρεφῶν 3; hinc v. νυκτερινοί fin. 1285 ex 1002 1287 cf. post litt. M, Z 522) [*](A(GITFVM))[*]( 1 ἐκφυϲούντων A ἐμφυϲούντων Ba ἐμφυϲιὑντων Σa 1275 om. FV 2 ἀντὶ τοῦ ὀγκουμένη om. G cf. p. 119, 29 4 καὶ om. GlT μόναϲ] μέροϲ Harp. 10 τροφῆϲ Ald. Soph.: τροφηθεὶϲ omnes 11 διάξει] διδάξει GI διατάξει V 13 διοίϲονται GIT 15 ἐπὶ—16 φύϲιν om. G ψχρῶν] αἰϲχρῶν IT 16 καί sec. om. ed. pr. εἰδέαν A 18 διοίϲοντεϲ AVM 21 οὐ μὴν] οὐδὲν M 1284 om. T post vs. 24 ἐξύπνιϲεν A 22 ὁ ἀϲθενὴϲ om l; ἀϲθενήϲ om in Iac. AFVM 1285 om. TFVM post 1283 A post vs. 24 ἐξανιϲτῶ GI 23 Διύληϲιϲ GI 24 καὶ— ἐξύπνιϲεν om. TFV post 1235 AGl 27 ἐν pr.] ἐκ A 28 Διφαλαγγία] nov gl. GITFV)

121
ἀλλὰ καὶ κέραϲ, καὶ ὁ ἡγούμενοϲ κεράρχηϲ. ζήτει περὶ ταύτηϲ ἐν τῷ τέλει τοῦ βιβλίου.

1288 Διφαϲία: ἡ δικαιολογία καὶ δικαιοϲύνη.

1289 Διφάϲια· ἐν τοῖϲι τρώματα μεγάλα διφάϲια Μιληϲίων ἐγένετο ἔν τε [*](Suid.) Λιμεηΐῳ χώρηϲ τῆϲ ϲφετέρηϲ μαχεϲαμένων καὶ ἐν Μαιάνδρου πεδίῳ.

1290 Διφθέρα: ποιμενικὸν περιβόλαιον ἐκ δερμάτων. ὅτι ἀϲκώματα [*](Ar.) λέγονται τὰ ἐν ταῖϲ κώπαιϲ ϲκεπαϲτήρια ἐκ δέρματοϲ, οἷϲ χρῶνται ἐν ταῖϲ Suid τριήρεϲι, καθ᾿ ὃ τρῆμα ἡ κώπη βάλλεται· εἰϲ διφθέραϲ γὰρ τὰϲ διανοίαϲ ἑαιυτοῦ γράψαϲ ὁ Θμωρακίων ἔπεμπε τοῖϲ πολεμίοιϲ ἐν τῇ Λακωνικῇ.

1291 Διφρεία: ἡ τοῦ ἅρματοϲ περιφέρεια.

1292 Διφρηλατῶν: ἁρματηλατῶν. Σοφοκλῆϲ· ϲὺ δ᾿, ᾦ τὸν αἰπὺν [*](Soph.) οὐρανὸν διφρηλατῶν ἥλιε, πατρῴαν τὴν ἐμὴν ὅταν χθόνα ἴδηϲ, ἐπιϲχὼν χρυϲόνωτον ἡνίαν ἄγγειλον ἄταϲ τὰϲ ἐμὰϲ μόρον τ᾿ ἐμόν. ὁ Αἴαϲ φηϲί. καὶ Διφρηλάτηϲ.

[*](Suid.)