Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1258 Διπλαῖ: τὸ θηλυκὸν πληθυντικόν. τὸ ἁπλᾶ καὶ διπλᾶ καὶ πολλαπλᾶ [*](Suid.) καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα περιϲπῶϲιν οἱ Ἀττικοί. ἀργυρᾶ, χρυϲᾶ, κεραμεᾶ, ἀπὸ τοῦ κεραμεοῦ, καὶ φοινικᾶ, ἀπὸ τοῦ φοινικιοῦν,

[*](Δ)

1259 Διπλόη: ἡ ἀπάτη.

1260 Διπλόη: ἡ ἔξωθεν ἀρετὴ φαινομένη, ἔϲωθεν δὲ γέμουϲα κακίαϲ. καὶ οἱ φιλίαν μὲν ὑπιϲχνούμενοι, προϊέμενοι δὲ αὐτὸν τοῖϲ [*](1253 — χωμάτων ═ Ba 200,19 Διορυγὴ sq. ═ Ambr. 551 1254 ═ Ba 200, 21 cf. H, sch. Φ 244 1255 ═ Ba 200, 22 cf. H 1256 Soph Ai. 408—9 c. sch. 1257 vs. 25 ἀποδιδόαϲιν Tact 40 1259 cf. L) [*](1253 Z 523 1255 Z 510 1256 Z 509 1257 cf. post litt. ψ 1258 τὸ ἀπλᾶ sq. ex v. A 3221 cf. v. πολλαπλᾶ et v. χρυϲᾶ 1259—60 Z 521) [*](A(GITFVM))[*]( 1 Διορυγὴ] Διωρυγὴ A cf. Zon et Thom. 94, 8 13 παρεμπλέκωμεν post litt. Ψ, Coisl 347: παραπλέωμεν omnes ἄλλουϲ] ἄλλοιϲ VM 15 διπλάϲεωϲ V 16 παρεμπλέκωμεν AGM: παραπλέκωμεν T παρεμπλέωμεν FTV παραπλέωμεν l; ἄλλουϲ αὐτοῖϲ ἀριθμοὺϲ τὸ μῆκοϲ φυλάττοντεϲ τὸ αὐτὸ τῆϲ φάλαγγοϲ ὥϲτε add. AGIT cf. vs. 13—14 19 μεταπλάττωμεν V ἐξελλίϲϲωϲι—21 παρεντεθέντεϲ ex AGI, post litt. Ψ, Tact. ἐξελίϲϲωϲι GI 22 ἀποδοκιμάζοντεϲ M 25 ζήτει—26 διπλαϲιάϲαι ex Amg 1258 om. TFV post 1260 A 27 Διπλῆ G ἀπλᾶ cett] ἁπλῶ cett. GI 28 καὶ κεραμεᾶ A cf. ad v A 3221 29 φοινικεοῦν G φοινικοῦν l 32 αὐτὸν] τὸν φίλον Zon.)

119
πολεμίοιϲ. Πιϲίδηϲ· ἐπέϲχεν ὑμῶν τὴν βολὴν ἠπειγμένην ἡ τοῦ χιτῶνοϲ ἐμπεϲοῦϲα διπλόη. τάττεται δὲ ἡ λέξιϲ καὶ ἐπὶ τῶν ϲκολιῶν [*](Σ?) τοὺϲ τρόπουϲ.

1261 Διπλοῦν Κ: ἀντὶ τοῦ κακά. καὶ διπλῆν ἑορτήν

1262 Διπλοῦν κάππα: ἀντὶ τοῦ διπλοῦν κακόν. καὶ Τρίακάππακάκιϲτα Καππαδοκία, Κρήτη καὶ Κιλικία.

1263 Διποδία: εἶδοϲ ὀρχήϲεωϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἵν᾿ ἐγὼ διποδιάξω [*](Ar.) γε, κἀείϲω καλὸν ἐϲ τοὺϲ Ἀϲαναίουϲ τε καὶ ἡμᾶϲ ἅμα. ἀντὶ τοῦ Ἀθηναίουϲ.

1264 Διπτύχια: δύο περιβόλαια ἔχοντα, ὡϲ τὸ μὲν ὑπεϲτρῶϲθαι, [*](Σ) τὸ δὲ ἕτερον ὑποβεβλῆϲθαι.

1265 Δί Δίπυροϲ ἄρτοϲ: ὁ παρὰ Ῥωμαίοιϲ λεγόμενοϲ παξαμᾶϲ. ϲιϲύραϲ ἐπὶ τῶν ὤμων φέροντεϲ, ἐν αἷϲ δὴ ἄλλο οὐδέν, ὅτι μὴ διπύρουϲ [*](Ε) ἄρτουϲ οἴκοθεν ἐμβεβλημένοι ἀφίκοντο.

1266 Δίρκη: ἡ πηγή. καὶ ὄνομα κύριον. ζήτει ἐν τῷ Ἀντιόπη.

[*](Δ)

1267 Δὶϲ ἑπτὰ πληγαῖϲ πολύπουϲ πιλούμενοϲ: ἐπὶ τῶν [*](Prov.) κολάϲεωϲ ἀξίων, παρόϲον ὁ πολύπουϲ θηρευθεὶϲ τύπτεται πολλάκιϲ πρὸϲ τὸ πίων γενέϲθαι. καὶ ἑτέρα παροιμία· Δὶϲ καὶ τρὶϲ τὸ καλόν, οὕτω χρὴ τὸ καλὸν πολλάκιϲ λέγειν. καὶ Δὶϲ παῖδεϲ οἱ γέροντεϲ, ἐπὶ τῶν πρὸϲ τὸ γῆραϲ εὐηθεϲτέρων εἶναι δοκούντων. καὶ Δὶϲ πρὸϲ τὸν αὐτὸν αἰϲχρὸν προϲκρούειν λίθον, ἐπὶ τῶν ἐκ δευτέρου τοῖϲ αὐτοῖϲ ἀτοπήμαϲι περιπιπτόντων.

1268 Διϲκεύων: ἐκδεχόμενοϲ· ἢ κυλίων. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Σ) καὶ νῦν δίϲκοϲ ἐμοὶ κρόταλον.

1269 Δίϲκοϲ: ὁ ϲόλοϲ.

1270 Διϲτάζω· αἰτιατικῇ.

1271 Διτάλαντον· καταϲτήϲαντεϲ διτάλαντον πετροβόλον τὰ μὲν [*](Ε) κατέβαλλο τῶν τειχῶν, τὰ δὲ διέϲειον.

1272 Δὶϲ κράμβη θάνατοϲ.

1273 Διοιγνύντεϲ: ἀνοίγοντεϲ.

[*](1260 vs. 1 ἐπέϲχεν—2 διπλόη Pisid. fr. 72 1262 Πρία sq. ═ Constant. Porphyrog. de them. 1, 7 (p. 21, 19 ed. Bonn.) 1263 Ar. Lys. 1242—3 c. sch. cf. H, Poll. 4, 101 1264 ═ Σᵃ, Ba 200, 8, H cf. Ap. S. 59, 12 1265 ϲιϲύραϲ sq. Proc. h. a. 6, 3 1266 πηγή ═ Ambr. 625, Ps. Herodian. 20 cf H 1267 γενέϲθαι ═ Zen. Ill 24. vs. 18 Δἰϲ—19 λέγειν ═ Zen. Ill 33, Empedocles ap. sch. Pl. Gorg. 498e. vs. 19 Δἰϲ—20 δοκούντων ═ Paroem. ed. Gsf. 34, n. 327 sch. Pl. Ax 367 b. vs. 21 Δiϲ sq. ═ Zen. III 29 1268 — κυλίων ═ Ba 200, 3 καὶ νῦν sq. Anth. 5, 18, 2 1269 ═ Ambr. 467 1270 ═ Synt. Laur. 1273 ═ Ambr. 725, H)[*](1261—2 hinc v. 324 1263 Z 521 1264 Z 528 1265 hinc v. παξαμᾶϲ, Z 509. Proc. cf v. ϲιϲύρα 1267 hinc v. πολύπουϲ. cf v. Κ 497 1268 Anth. cf. v. Κ 2477. Z 553 1273 Z 553)[*](4 καὶ διπλῆν ἑορτήν ex M 1262 om. FV mg. A post 1263 GI A(GITFVM) 7 Διϲποδία VM Ἀριϲτοφάνηϲ —9 Ἀθηναίουϲ om. GT διϲποδιάξω Aac VM 11 ὑπερβεβλῆϲθαι coni. Dr. 15 καὶ—Ἀωτιόπη om. FV κύριον ὄνομα M ζήτει—Ἀντιόπη om. T καὶ ζήτει M 17 κολάϲεων FVM 1272 ex GlM; παροιμία ἀντὶ τοῦ οἰκουμένη add. G cf. p. 120, 2)
120
[*](Σ)

1274 Διοιδούντων: ἐκφυϲώντων.

1275 Διοιδοῦϲα: ἀντὶ τοῦ ὀγκουμένη.

[*](Harp.)

1276 Διοικιεῖν: ἀντὶ τοῦ διαιρήϲειν ὥϲτε μὴ ἐν ταυτῷ πάνταϲ οἰκεῖν, ἀλλὰ χωρὶϲ καὶ κατὰ μόναϲ.

[*](ΔΣ)

1277 Διοικίζω: τὸ διαχωρίζω. καὶ Διοικίζεϲθαι, χωρίζεϲθαι. [*](Δ) Διοικῶ δὲ τὸ τελειῶ.