Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1278 Διοιμώζειν.
1279 Διοίϲαϲα: διαπεράϲαϲα.
1280 Διοίϲεται: διαφοράν ϲχῇ.
1281 Διοίϲεται· Σοφοκλῆϲ· τροφῆϲ ϲτερηθεὶϲ ϲοῦ διοίϲεται μόνοϲ. ἀντὶ τοῦ διάξει, βιώϲεται.
1282 Διοίϲειν: διαφέρειν. πίϲτειϲ τε ἔδοϲαν ὡϲ καὶ προθύμωϲ [*](Ε) ϲφίϲι τὸν πόλεμον διοίϲοντεϲ. ἀντὶ τοῦ ϲυνδιενεγκόντεϲ. τὸν πίθον οὔτε ἐπιεικὲϲ διοίϲειν οὔτε ἀϲφαλὲϲ καινὸν ὄντα. ἀντὶ τοῦ ἀνοῖξαι. [*](Ar.) καὶ παροιμία· οὐδὲν διοίϲειϲ Χαιρεφῶντοϲ τὴν φύϲιν. ἐπὶ τῶν ὠχρῶν καὶ ἰϲχνῶν· ἐπεὶ τοιοῦτοϲ καὶ ὁ Χαιρεφῶν τὴν φύϲιν καὶ τὴν ἰδέαν ἄτε ϲοφίᾳ ϲυντετηκώϲ· ὅθεν καὶ νυκτερὶϲ ἐκαλεῖτο. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐδὲν διοίϲοντ᾿ ἄντικρυϲ τῶν Ἡρακλειδῶν οὐδ᾿ ὁτιοῦν τῶν Παμφίλου. οὗτοϲ τραγῳδιοποιὸϲ ἐγένετο καὶ ἔγραψε τὰ ϲυμβάντα τοῖϲ Ἡρα κλείδαιϲ.
1283 Διοὶϲομαι: ἀμφιβαλῶ. οὐ μὴν κατὰ τοῦτο διοίϲομαι οὐδέν.
1284 Δίυγροϲ: ὁ ἀϲθενήϲ.
1285 Διὐλιϲιϲ: ἡ διήθηϲιϲ.
1286 Διυπνίζω: ἐξανιϲτῶ. καὶ Διύπνιϲεν, ἐξύπνιϲεν.
1287 Διφαλαγγία ἀντίϲτομοϲ: ἥτιϲ μὲν ἡγεμόναϲ ἔχει μέϲουϲ τεταγμένουϲ, τοὺϲ δὲ οὐραγοὺϲ ἔξω ἔχουϲα ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν ἐν παραγωγαῖϲ τεταγμένουϲ, οὓϲ μὲν ἐν δεξιᾶ, οὓϲ δὲ ἐν εὐωνύμῳ, τοὺϲ δὲ οὐραγοὺϲ ἐν μέϲῳ τεταγμένουϲ. Διφαλαγγία, αἱ β΄ φαλαγγαρχίαι· ἄνδρεϲ ηρςβ΄, τοῦτο δὲ καὶ μέροϲ ὑπ᾿ ἐνίων καλεῖται, [*](1274 ═ Ba 199, 21 1276 Harp. ═ An. Ox. 2, 493, 4 1277 — διαχρίζω ═ L Διοικίζεϲθαι, χωρίζεϲθαι ═ Ba 199, 22 Διοικῶ aliter. Ambr. 768 1279 ═ Ba 199, 23 1280 cf. sch. Ar. Pl. 384 1281 Soph. Ai. 511 c. sch. cf. H 1282 — διαφέρειν ═ Ba 199, 24 cf. H vs. 15 οὐδὲν —17 ἐκαλεῖτο Ar. Nu. 503 c. sch. (504). vs. 18 οὐδὲν sq. Ar. Pl. 384—5 c. sch. 1286 Διυπνίζω ═ Ambr. 831 1287 Tect. 50 et 18) [*](1276—7 Z 553 1279 Z 553 1281 cf. v. ϲυνδιοίϲειϲ 1282 Ar. Nu. cf. v. Χαιρεφῶν 3; hinc v. νυκτερινοί fin. 1285 ex 1002 1287 cf. post litt. M, Z 522) [*](A(GITFVM))[*]( 1 ἐκφυϲούντων A ἐμφυϲούντων Ba ἐμφυϲιὑντων Σa 1275 om. FV 2 ἀντὶ τοῦ ὀγκουμένη om. G cf. p. 119, 29 4 καὶ om. GlT μόναϲ] μέροϲ Harp. 10 τροφῆϲ Ald. Soph.: τροφηθεὶϲ omnes 11 διάξει] διδάξει GI διατάξει V 13 διοίϲονται GIT 15 ἐπὶ—16 φύϲιν om. G ψχρῶν] αἰϲχρῶν IT 16 καί sec. om. ed. pr. εἰδέαν A 18 διοίϲοντεϲ AVM 21 οὐ μὴν] οὐδὲν M 1284 om. T post vs. 24 ἐξύπνιϲεν A 22 ὁ ἀϲθενὴϲ om l; ἀϲθενήϲ om in Iac. AFVM 1285 om. TFVM post 1283 A post vs. 24 ἐξανιϲτῶ GI 23 Διύληϲιϲ GI 24 καὶ— ἐξύπνιϲεν om. TFV post 1235 AGl 27 ἐν pr.] ἐκ A 28 Διφαλαγγία] nov gl. GITFV)
1288 Διφαϲία: ἡ δικαιολογία καὶ δικαιοϲύνη.
1289 Διφάϲια· ἐν τοῖϲι τρώματα μεγάλα διφάϲια Μιληϲίων ἐγένετο ἔν τε [*](Suid.) Λιμεηΐῳ χώρηϲ τῆϲ ϲφετέρηϲ μαχεϲαμένων καὶ ἐν Μαιάνδρου πεδίῳ.
1290 Διφθέρα: ποιμενικὸν περιβόλαιον ἐκ δερμάτων. ὅτι ἀϲκώματα [*](Ar.) λέγονται τὰ ἐν ταῖϲ κώπαιϲ ϲκεπαϲτήρια ἐκ δέρματοϲ, οἷϲ χρῶνται ἐν ταῖϲ Suid τριήρεϲι, καθ᾿ ὃ τρῆμα ἡ κώπη βάλλεται· εἰϲ διφθέραϲ γὰρ τὰϲ διανοίαϲ ἑαιυτοῦ γράψαϲ ὁ Θμωρακίων ἔπεμπε τοῖϲ πολεμίοιϲ ἐν τῇ Λακωνικῇ.
1291 Διφρεία: ἡ τοῦ ἅρματοϲ περιφέρεια.
1292 Διφρηλατῶν: ἁρματηλατῶν. Σοφοκλῆϲ· ϲὺ δ᾿, ᾦ τὸν αἰπὺν [*](Soph.) οὐρανὸν διφρηλατῶν ἥλιε, πατρῴαν τὴν ἐμὴν ὅταν χθόνα ἴδηϲ, ἐπιϲχὼν χρυϲόνωτον ἡνίαν ἄγγειλον ἄταϲ τὰϲ ἐμὰϲ μόρον τ᾿ ἐμόν. ὁ Αἴαϲ φηϲί. καὶ Διφρηλάτηϲ.
[*](Suid.)1293 Διφρίϲκοϲ: τὸ ϲκεῦοϲ, ἐν ᾦ ἐφεϲτῶτεϲ οἱ ἡνίοχοι ἐλαύνουϲιν. [*](Ar.) ὑποκοριϲτικῶϲ δὲ εἶπε διὰ τὸ κούφουϲ εἶναι καὶ μικροὺϲ τοὺϲ ἀγωνιϲτικούϲ.
1294 Δίφρον: ϲελλίον. ἅρμα· ἢ καθιϲτήριον. καὶ Διφροφόροϲ, [*](ΔΣ) ἡ τὸ ϲελλίον βαϲτάζουϲα. Ἀριϲτοφάνηϲ· δίφρον διφροφόρει. [*](Ar.) ταῖϲ γὰρ κανηφόροιϲ ϲκιάδειον καὶ δίφρον ἠκολούθει τιϲ ἔχουϲα. καὶ Διφροφορουμένουϲ, φορείοιϲ φερομένουϲ.
1295 Διφροφόροι· Στράττιϲ ἐν Ἀταλάνταιϲ. Διφροφορουμένουϲ· [*](Σ) Ἡρόδοτοϲ· παρὰ Πέρϲαιϲ φορείοιϲ φερομένουϲ. καὶ τεθέντοϲ [*](Hdt.) αὐτῷ δίφρου τινόϲ, ἱζήϲαϲ κήρυκαϲ διεπέμπετο τοῖϲ ἐν τῷ [*](Ε) τείχει ϲφᾶϲ ἐκδιδόναι παραινῶν. Δίφροϲ, καὶ τὸ ἅρμα. παρὰ τὸ [*](Δ) δύο φέρειν, τὸν παραβάτην καὶ τὸν ἡνίοχον. ἐξ οὗ καὶ διφρηλάτηϲ.
1296 Διφυᾶ: δύο φύϲειϲ ἔχοντα.
[*](Σ)1297 Διφῶν: ζητῶν, ἐρευνῶν.
[*](Hom.)