Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

922 Ἀκόνη: λίθοϲ. καὶ παροιμία· Ἀκόνην ϲιτίζειϲ, ἐπὶ τῶν [*](Δ) τροφῇ μὲν χρωμένων, μηδὲν δὲ εἰϲ τὸ ϲῶμα ἐπιδιδόντων.

[*](Prov.)

923 Ἀκονιτί: χωρὶϲ κόνεωϲ. ἄνευ ἀγῶνοϲ καὶ μάχηϲ· ἢ εὐμαρῶϲ, [*](Δ) ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν ἀθλητῶν τῶν οὕτωϲ εὐμαρῶϲ περιγινομένων [*](Σ) ὥϲτε μηδὲ κονίϲαϲθαι.

924 Ἀκόνιτον: εἶδοϲ βοτάνηϲ φαρμάκου. ἀλλὰ πιὼν ἀκόνιτον [*](Δ Anth.) ὑπέκφυγε τοῦτ᾿ ἀκονιτί. τουτέϲτι χωρὶϲ κόπου.

[*](916 — τρόπουϲ Ar. Pl. 1049 c. sch. ἡ —αὐθαδ ῆ lambl. fr. 21 ἀνήρ sq. Aelian. fr. 60 917 ψωμόϲ ═ Ambr. 847, Et. M. 50, 14 cf. H ═ sch. ρ 222 αἰτίζων —  λέβηταϲ ρ 222 cf. Et. M τὸν κύνα sq. Anth. 6, 176 918 ἀκόλουθον ἀπέβη — ἐνεργείαιϲ Polyb. fr. 97 ὁ δὲ — λαγόνα Dionys. Hal. 15, 1, 3 τοὺϲ δέ —ἐπαγγελίαν Polyb. fr. 3 ἀκόλουθόν ἐϲτιν sq. Alex. Aphr. 93, 9 — 10 919 ═ Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 276, 22 920 ═ Paroem. ed. Gsf. 18, n. 186 921 — εὐτελέϲ ═ Cyr. (Phot. ed. Reitz. p. XLl 1) ἀπάνουργον ═ Ba 55, 4 Bk. 213, 26, P, H ἄνδρα sq. Th. Simoc. 1, 4, 6 ═ EL 221, 15 —18 922 — λίθοϲ ═ Ambr. 987 ἀκόνην sq. ═ Zen. l 58, Diogen II 8 923 — κόνεωϲ Ambr. 1110 cf. H ἄνευ sq. P, Ba 55, 7, Bk. 213, 24 cf. Et. M. 50, 32 924 — βοτάνηϲ ═ Ambr. 1039 ἀλλὰ — ἀκονιτί Laert. 5, 8 ═ Anth. 7. 107, 3)[*](916 lambl. cf. v. ἰταμόϲ 920 cf. 949 921 Z 110 924 Z 110)[*](2 λέγεται] λ. δέ S 7 καί pr. om. S, nov. gl. 18 τῷ GITMec Alex. τό A(GITSM) ASMac 919 ex mg. A Ἀκολουθῶ Gud. Ox. Ἀκολουθιῶ A 920 om. T mg. A, post vs. 29 φαρμάκου S 22 τῶν GTM Simoc. τόν AS om. I 25 ἐπιδιδόντων TSM ἐπιδόντων AGI Zen.)
86
[*](Δ)

925 Ἀκοντί: ἀκουϲίωϲ.

[*](Δ)

926 Ἀκοντίζω: ἀκόντιον βάλλω.

[*](Δ)

927 Ἀκοντιϲτύϲ: ἡ ἀκόντιϲιϲ.

[*](Σ)

928 Ἄκοποϲ ἀνήρ: ἀντὶ τοῦ οὐδέπω ἠνωχλημένοϲ ὑπό τινοϲ. οὕτωϲ Ἀμειψίαϲ.

[*](Δ)

929 Ἀκόρεϲτοϲ: ἀπλήρωτοϲ.

[*](Ar.+Σ)

930 Ἀκόρητοϲ: ἀκαλλώπιϲτοϲ, ἀκόϲμητοϲ· κορεῖν γὰρ τὸ καλλωπίζειν. οὗτοϲ δέ ἐϲτιν ἀκόρητοϲ, οἱονεὶ πολὺϲ καὶ μὴ κορούμενοϲ, αὔξων καὶ πληθύνων καὶ τεθηλώϲ ἀπὸ δὲ τοῦ ϲυμβεβηκότοϲ παρείληφε πάντα. παῤ οἷϲ γὰρ ἂν ῇ ϲτέμφυλα καὶ πρόβατα, ἐξ ἀνάγκηϲ ἐϲτὶ πολλὰ πάντα.

931 Ἄκορον: ἰατρικὴ ῥίζα.

[*](Σ)

932 Ἄκοϲ: ἴαϲιϲ, θεραπεία. δέονται δὴ παρὰ θεοῦ ἄκουϲ. καὶ [*](Ε) αὐτοῖϲ ἐκπίπτει χρηϲμὸϲ λέγων, δεῖν χοὰϲ τοῖϲ ἐκδίκωϲ τῶν Αἰτωλῶν τεθνεῶϲιν ἐπάγειν.

[*](Σ)

933 Ἄκοϲμα: ἀπρεπῆ, ἄτακτα.

[*](Etym.)

934 Ἀκοϲτήϲαϲ. ἐκ τοῦ ἀκοϲταὶ αἱ κριθαί. κριθιάϲαϲ· ἢ ἀκολαϲτήϲαϲ [*](Hom.) κατὰ ϲυγκοπήν· ἢ ἐν ἄχει γενόμενοϲ διὰ τὴν ϲτάϲιν· ἢ ἄκοϲ τι [*](Auth.) καὶ βοήθημα τῆϲ ϲτάϲεωϲ ζητῶν. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τὼϲ τρητὼϲ δόνακαϲ, τὰν ἀκοϲτὰν ϲεῖο κορύναν, ὦ Πὰν δέχνυϲο δῶρα τὰ Δάφνιδοϲ.

935 Ἀκοϲτώϲαιϲ ἡμιόνοιϲ δι᾿ ἀργίαν καὶ πληϲμονήν. οἱ μὲν [*](Hom.?) γλωϲϲογράφοι κριθιώϲαιϲ· ἀκοϲτὰϲ γὰρ λέγειν τὰϲ κριθὰϲ ἀπὸ τοῦ ἄκοϲ λαμβάνειν, τουτέϲτιν ἀνάπαυϲιν λιμοῦ καὶ δίψηϲ. ὁ δὲ Ἀριϲτόνικοϲ ἐν ἄχει γενομέναιϲ. εἴ γε ἐπιφέρει· δεϲμὸν ἀπορρήξαϲ θείῃ πεδίοιο κροαίνων. τινὲϲ δὲ ἄδην πληρωθείϲ.

[*](Hom.)

936 Ἀκουάζεϲθε: παῤ Ὁμήρῳ ἀντὶ τοῦ αἰϲθάνεϲθε, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ ὁδόϲ ἐϲτι τῆϲ αἰϲθήϲεωϲ. ὡϲ τὸ, οἱ δὲ πληγῆϲ ἀΐοντεϲ.

[*](Σ)

937 Ἀκούει καλῶϲ: ἀντὶ τοῦ εὐφημεῖται. οὕτωϲ Ἡρόδοτοϲ. ὅτι [*](Phil.) τὸ ἀκούειν γίνεται οὐ κατ᾿ εἴϲοδον τοῦ ἐκτὸϲ ἀέροϲ εἰϲ τὸ οὖϲ, ἀλλὰ κατὰ ἁφὴν πρὸϲ τὸν ἐγκατῳκοδομημένον ἀέρα ἐν τοῖϲ ὠϲί· τούτου δὲ τεκμήριον τὸ καὶ ἐν ὕδατι ἀκούειν ἡμᾶϲ, οὐκ εἰϲιόντοϲ τοῦ ὕδατοϲ [*](925 ═ Ambr. 1096 926 l. ═ Ambr. 1089 927 ═ Ambr. 990 cf. H 928 ═ P, Ba 55, 12; Ameips. fr. 29 (1, 677 K.) 930 — ἀκαλλώπιϲτοϲ +  κορεῖν — καλλωπίζειν ═ sch. Ar. Nu. 44; ἀκόϲμητοϲ — τὸ ═ P, Ba 55, 10 932 — θεραπεία ═ P, Ba 55, 14 δέονται sq. Aelian. fr. 73 933 ═ P, Ba 55, 15, H 934 — κρίθαι cf. Et. M. 51, 14 κριθιάϲαϲ — ζητῶν sch. A in Z 506 cf. Et. M. 51, 10, Ap. S. 20, 14; — κριθιάϲαϲ ═ Ambr. 1062 τώϲ sq. Anth. 6, 78, 1, 3 935 — πληϲμονήν lul. ep. 36 οἱ μέν sq. ═ H v. ἀκοϲτήϲαϲ; Z 507 936 ═ sch A ad Δ 343 cf. ad Λ 532; αἰϲθάνεϲθε ═ H cf. Apion; Λ 532 937 — Ἡρόδοτοϲ ═ P, Ba 55, 16, Bk. 77, 21; Ἡρόδοτοϲ cf. Latte, Herm. 50, 377 ὅτι — ἐβλάβηϲαν Philop. 367, 7 13) [*](925 Z 116 932 Aelian. cf. v. ἐκδίκωϲ, v. χοάϲ, v. χρηϲμόϲ 936 Z 114) [*](A(GITSM))[*]( 2 ἀκόντιον] ἀντὶ τοῦ ἀ. S 931 om. GITS mg. AM 17 ἐκ — κριθαί om. AGT ss. M; ἀκοϲταὶ αἱ κριθαὶ ἐξ οὗ καὶ ἀκοϲτήϲαϲ S 19 τρητώϲ AG τρίτωϲ ISM om. T ἀντὶ τοῦ τριτῶϲ add. mg. l; ἤγουν τοὺϲ τετρωπομένουϲ ss. M 28 Ἀκούει] Ἀκούειν A)

87
εἰϲ τὸ οὖϲ. εἰ γὰρ εἰϲέλθοι, φθείρει μὲν καὶ ἐξωθεῖ τὸν ἐγκατῳκοδομημένον ἀέρα, ὃϲ ὑπηρετεῖ τῇ ἀκοῇ, ἀμέϲωϲ δὲ τῆϲ μήνιγγοϲ ἁπτόμενον βλάπτει αὐτὴν τῇ πληγῇ· καὶ προϲέτι ἐναπομένον ἐν ταῖϲ κοιλότηϲι φθείρει καὶ βλάπτει τὸ αἰϲθητήριον. πολλοὶ οὖν ἐντεῦθεν ἐβλάβηϲαν. ζήτει ἐν τῷ μήνιγξ πλατύτερον. περὶ τῆϲ ἀκοῆϲ.

938 Ἀκουϊλία: ὄνομα τόπου.

939 Ἀκούω· γενικῇ, αἰτιατικῇ δέ. πᾶϲ ὅϲτιϲ ἀκούει μου τοὺϲ λόγουϲ τούτουϲ. [*](Synt.) καὶ, ὁ ἀκούων τὸν λόγον μου καὶ μὴ πιϲτεύων. τουτέϲτι διδαϲκόμενοϲ. ὅτι τὸ ἀκούω, εἰ μὲν ϲημαίνει τὸ πυνθάνομαι καὶ μανθάνω, μετὰ αἰτιατικῆϲ ϲυντάϲϲεται· εἰ δὲ τὸ ἐνωτίζομαι τοῖϲ ὠϲὶ μόνοιϲ, μετὰ γενικῆϲ. καὶ τοῦ μὲν μανθάνω παράδειγμα τὸ τοῦ θεολόγου Γρηγορίου· ἀκούϲατε λόγον ἀνδρὸϲ οὐ μετρίωϲ τὰ τοιαῦτα πεπαιδευμένου. καὶ ἐν τῷ Ἥττημαι· τοῦτό με ἵϲτη κάτω, καὶ εἶναι βέλτιον ἔπειθε φωνὴν ἀκούειν αἰνέϲεωϲ ἢ ἐξηγητὴν εἶναι τῶν ὑπὲρ δύναμιν. τοῦ δὲ ἐνωτίζομαι παράδειγμα τοῦ αὐτοῦ θεολόγου. ὡϲ δὲ ἐγώ τινοϲ ἤκουϲα ἀνδρὸϲ οὐ μετρίωϲ τὰ τοιαῦτα πεπαιδευμένου. καὶ ἄλλα πλεῖϲτα.

940 Ἄκουρον: μιϲόδημε, μοναρχίαϲ ἐραϲτὰ, καὶ φορῶν κράϲπεδα [*](Ar.) ϲτεμμάτων, τήν θ᾿ ὑπήνην ἄκουρον τρέφων. Ἀριϲτοφάνηϲ φηϲί.

941 Ἀκουϲίθεον: τὸ εἰϲ θεοῦ ἀκοὰϲ ἐρχόμενον. ἢν δέ μ᾿ ἀνάψαϲ εὔχηται, λάμψω φέγγοϲ ἀκουϲίθεον.

[*](Anth.)