Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

942 Ἀκουϲίλαοϲ· Κάβα υἱὸϲ, Ἀργεῖοϲ, ἀπὸ Κερκάδοϲ πόλεωϲ, οὔϲηϲ [*](Hesy.) Αὐλίδοϲ πληϲίον· ἱϲτορικὸϲ πρεϲβύτατοϲ. ἔγραψε δὲ γενεαλογίαϲ ἐκ δέλτων χαλκῶν, ἃϲ λόγοϲ εὑρεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ ὀρύξαντά τινα τόπον τῆϲ οἰκίαϲ αὐτοῦ.

943 Ἀκουϲίλαοϲ· Ἀθηναῖοϲ ὢν, Ἀγαθοκλείαϲ. οὗτοϲ ἠράϲθη λόγων [*](Hesy.) ἐν Ἀθήναιϲ καὶ ἐλθὼν εἰϲ Ῥώμην ἐπὶ Γάλβα διέτριβεν ἐν λόγοιϲ ῥητορικοῖϲ. καὶ χρηματιϲάμενοϲ ἐν τῷ τελευτᾶν κατέλιπεν Ἀθηναίοιϲ δώδεκα μυριάδαϲ ἐκ τόκων.

944 Ἀκουτίϲαι: διδάξαι. δοτικῇ καὶ αἰτιατικῇ· καὶ ἐπὶ γενικὴν· ἀκουτιϲθῶμεν [*](Σ) πάντεϲ οἱ πιϲτοὶ ϲυγκαλουμένηϲ.

[*](Synt.)

945 Ἄκουφιϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

946 Ἀκκώ: γυνὴ ἐπὶ μωρίᾳ διαβαλλομένη, ἥν φαϲιν ἐνοπτριζομένην [*](Prov.) τῇ ἰδίᾳ εἰκόνι ὡϲ ἑτέρᾳ διαλέγεϲθαι. ὅθεν καὶ τὸ ἀκκίζεϲθαι. ταύτην Φαϲὶ καὶ ϲπόγγῳ πάτταλον κρούειν.

[*](939 — τούτουϲ ═ An. Ox. 4, 276, 17, Synt Laur πᾶϲ— τούτουϲ Matth. 7, 24 ὁ — πιϲτεύων cf. Ioh. 5, 24; vs. 11 ἀκούϲατε — πεπαιδευμένου Greg. Naz. PG 35, 05 c; τοῦτο — δύναμιν Greg. Naz. PG 35, 484a 940 Ar. Vsp. 474 — 6 941 ἤν sq. Anth 6, 249, 3 — 4 944 διδάξαι P, Ba 55, 18 945 ═ Ambr. 908 946 ἀκκίζεϲθαι Zen I 53)[*](940 cf v. μιϲόδημε 941 Z 110 946 ταύτην sq. hinc v. ϲπόγγοϲ)[*](1 εἰϲέλθοι AGIT εἰϲέλθῃ SM cf. Philop. 4 οὖν] γοῦν SM 5 ζήτει — A(GITSM) ἀκοῆϲ om. TS mg. post v. 8 διδαϲκόμενοϲ A post διδαϲκόμενοϲ Gl post 939 M 938 ex M 939 om. TS mg. A (ὅτι sq. in mg. sup) post 944 G 8 ὅτι] ϲημαίνει ὅτι A 12 με] μέν A 14 θεολόγου om. 25 διέτριβεν A διέτριψεν rell. λόγοιϲ| ὀλίγουϲ SM 27 δώδεκα A δέκα rell. 28 δοτικῇ καὶ αἰτιατικῇ om. S post l. A G l ss. M καὶ ἐπί —ϲυγκαλουμένηϲ ex A mg.)
88
[*](Ar.)

947 Ἀκωδώνιϲτον: ἀντὶ τοῦ ἀπείραϲτον, ἀβαϲάνιϲτον· κωδωνίϲαι γὰρ τὸ διαπειραθῆναι. μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν περιπολούντων καὶ κώδωϲι διαπειρωμένων, εἰ ἐγρηγόραϲιν οἱ ἐπὶ ταῖϲ φυλακαῖϲ τεταγμένοι. οἱ δὲ ὑπομνηματιϲταὶ ἀπὸ τῶν ὀρτύγων φαϲὶ μετῆχθαι τὴν λέξιν.

[*](Δ)

948 Ἀκωκή: ἡ ὀξύτηϲ τοῦ δόρατοϲ, τὸ ὀξὺ τῆϲ λόγχηϲ. Ἀρριανόϲ· λόγχαϲ δὲ εἶχον παχείαϲ ἑξαπήχεαϲ· ἀκωκὴ δὲ οὐχ ὑπῆν ϲιδηρέη, ἀλλὰ τὸ ὀξὺ αὐταῖϲ πεπυρακτωμένον ταὐτὸ ἐποίηϲεν.

[*](Suid.)

949 Ακόλῳ τὰ χείλη οὐ ϲύκῳ βύϲαι.

[*](Δ)

950 Ἄκρα: τελεία. ἧκε παρὰ βαϲιλέωϲ παῖϲ Αὐγάρου καλὸϲ καὶ [*](Ε) μέγαϲ καὶ ἐν ὥρᾳ ἄκρᾳ.

[*](Δ)

951 Ἀκραγαλίϲ: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Σ)

952 Ἀκρά δαντον: ἀϲάλευτον, ἀκίνητον.

[*](Σ)

953 Ἄκρα κόρυμβα: τὰ ἀκροϲτόλια τῶν νεῶν, τὰ ἐξέχοντα κατὰ πρύμναν ἢ πρώραν. ἐν οἷϲ τὰ ϲεβόμενα ἐνέγραφον. κόρυμβοι οἱ ἐπὶ τῶν ἀκρεμόνων βοτρυδὸν μετέωροι κόκκοι, ὡϲ ἐπὶ τῶν κιϲϲῶν ἔχει.

[*](Soph.)

954 Ἄκρον ἐπὶ γύαλον: ἐπ᾿ ἄκραν πέτραν.

[*](Hom.)

955 Ἄκραντον: ἀπλήρωτον, ἀτελείωτον. τὸν δ᾿ ἔτι μῦθον ἄκραντον [*](Anth.) ἐνὶ ϲτομάτεϲϲιν ἔχοντα πτηνὸϲ ἐϲ ἀθανάτουϲ ἥρπαϲεν ὦκα δόναξ.

[*](Σ)

956 Ἀκραϲίαϲ: ἀνωμαλίαϲ, παρὰ τὸ μὴ ϲυγκεκρᾶϲθαι. Ἰώϲηποϲ· [*](Ε) οἱ δὲ Ῥωμαῖοι διὰ χειρῶν ἀκραϲίαν ἁλίϲκονται. ἀκραϲία καὶ ἀκολαϲία [*](Phil.) διαφέρει. ἡ μὲν γὰρ κατὰ προαίρεϲιν πράττει τὰ αἰϲχρὰ, ἡ ἀκολαϲία· [*](Δ) ἡ δὲ παρὰ προαίρεϲιν. λέγεται δὲ καὶ Ἀκράϲιοϲ. οὕτω τε [*](Ε) ἐϲ πᾶϲαν ἀκράϲιον ἐκπεπτωκυῖα τρίβον.

[*](Soph.)

957 Ἄκραϲ νυκτόϲ: περὶ πρῶτον ὕπνον. κεῖνοϲ γὰρ ἄκραϲ νυκτὸϲ, ἡνίχ᾿ ἕϲπεροι λαμπτῆρεϲ οὐκέτ᾿ ᾖθον. ὅτε οὐκ ἔφαινον ἔτι οἱ ἑϲπέριοι, ἢ ὅτε ἐϲβέϲθηϲαν οἱ λύχνοι. καιρὸϲ γὰρ ἐπιβουλῆϲ καὶ ἐπιθέϲεωϲ τότε.

[*](Δ)

958 Ἀκράτεια.

[*](Ar.)

959 Ἀκρατιεῖϲθε· Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· τράγοι δ᾿ ἀκρατιεῖϲθε. τουτέϲτιν ἀπεψωλημένοι ἀκρατιεῖϲθε· ἀντὶ τοῦ ὡϲ τράγοι ἀκρατῆ πράξετε, ἐπεὶ μετὰ τὴν ϲυνουϲίαν οἱ τράγοι λείχουϲι τὸ αἰδοῖον. τὸ ἄκρον λείξετε ὡϲ τράγοι.

[*](947 sch. Ar. Lys. 485 948 ὀξύτηϲ ═ Ambr. 991 cf. Et M. 55, 25, H λόγχαϲ sq. Arr. lnd. 24 950 ἧκε sq. Arr. Parth. R. p. 41 951 ═ Ambr. 972 b 952 P, Ba 55, 19 cf. H 953 — πρώραν ═ P, Ba 55, 21 cf. H, sch. I 241 954 Soph. O C 1493 c. sch. 955 ἀτελείωτον sch. B 138 ═ Et. M. 52, 8 H v. ἀκράαντον τόν sq. Anth 7, 92, 3 —4 956 ϲυγκεκρᾶϲθαι ═ P, Ba 55, 27, H οἱ —ἁλίϲκονται los. Bell. 5, 122 ἀκραϲία — προαίρεϲιν Alex. Aphr. 121, 29 — 31 οὕτω sq. Proc. h. u. 15, 9 957 Soph. Ai. 285 c. sch. 958 ═ Ambr. 1007 959 Ar. Pl 295 c. sch.)[*](947 Z 112 949 ex 920 950 Z 105 953 Z 111 954 Z 105 956—7 Z 105 957 cf. v. λαμπτῆραϲ 959 hinc 3113)[*](A(GITSM))[*]( 949 om. TM; εἴρηται ἄνω m. rec. in mg. A 8 Ἀκόλῳ τά] Ἀκώλατα S 3 βαϲιλέωϲ] βαϲιλέα Gutschmid Αὐγάρου TSM Zon. cf. 3328, 4409, v. Ἐδέϲϲα, v. ἐλλόβια, v. φυλάρχηϲ. Ἀγβάρου AI cf. 177, Ἀμηγάρου G 14 κόρυμβοι — ἔχει ex GIT; post κόρυμβοι add. γὰρ κυρίωϲ T 19 μή om. A 20 ἀκραϲία nov. gl. GITS 959 nov. gl. AG)
89

960 Ἀκρατίζω: τὸ ἄκρατον πίνω. καὶ Ἀκρατιϲαμένη, ἀκράτου [*](Δ) ϲπάϲαϲα. ἡ δὲ Θεοδώρα ἀκρατιϲαμένη ἡϲυχίαν ἦγεν. ὅτι δεῖπνον, τὸ [*](x + Ε) πρωϊνὸν ἄριϲτον, ἀκρατιϲμὸϲ λέγεται. ζήτει ἐν τῷ δεῖπνον.

[*](Suid.)

961 Ἀκράτιϲτα: ἔμβρωμα.

[*](Σ)