Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

902 Ἀκμαῖοϲ: νεανίϲκοϲ, ϲφριγῶν. ἀκμάζων, καίριοϲ, κατὰ καιρὸν, [*](Σ) παρὰ τὴν ἀκμὴν τοῦ καιροῦ. ποῦ Τεῦκροϲ; ὡϲ ἀκμαῖοϲ, εἰ βαίη, μόλοι. [*](Soph.) τουτέϲτιν εὐκαιρότατοϲ, ἐν ἀκμῇ καιροῦ, ἐν ἀκμῇ καὶ ὀξύτητι κινδύνου. καὶ Ἀκμαιότατοϲ καιρρὸϲ· ὁ πρωϊνόϲ. καὶ Ἀκμαίων· ἰϲχυρῶν, ἀνδρεῖων, [*](Δ) γενναίων.

[*](Suid.)

903 Ἀκμαιωνίδαι: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Δ)

904 Ἀκμή: ὀξύτηϲ, αὐτὴ ἡ ῥοπὴ τῆϲ τοῦ πράγματοϲ ἐπιτάϲεωϲ, καὶ ἡ [*](Σ) δύναμιϲ, καὶ ἡ νεότηϲ. Ἀκμὴ δὲ καιροῦ, ἡ εὐτυχία. οὕτωϲ [*](893 sch. α 241 ═ v. ἀκλεῶϲ 894 ═ P, Ba 54, 17 895 διὰ τοῦτο sq. Polybio attr. Ursinus et Casaub. 897 τούϲ sq. Polyb. fr. 192 898 κλήϲεωϲ ═ Ambr. 1101 cf. P, Ba 54, 18 ἀκλητὶ κωμάζουϲιν sq. ═ Diogen. I 60, Zen. II 46 899 — ἀνώνυμον ═ H cf. Ba 61, 21 ═ P (ἄκλυτον) δέδωκαϲ — δευτέρῳ lul. ep. 82 (p.102, 1). ἄκλητοϲ sq. lul. or. 8, 250bc, 249c 900 ═ P, Ba 54, 19 901 νεάζει P, Ba 54, 21 cf. H ἀκμάζειϲ sq. Harp. ═ An. Ox, 2, 488, 28 P, Ba 54, 23; Hyper. fr. 122; Lys. fr. 188. 902 ϲφριγῶν P, Ba 54, 22 καίριοϲ — μόλοι Soph. Ai. 921 c. sch. ἀκμαιότατοϲ cf. Ambr. 961 903 ═  Ambr. 973 904 Ὑπερίδηϲ P, Ba 54, 24; lsocr. 2, 33; Hyper. fr. 116) [*](894 Z 114 895 Z 110 896 cf. Z 104 897 Z 114: cf. v. παρεκϲτῆναι et v. ὑπερωδυνίᾳ 898 — κλήϲεωϲ Z 116 899 ἄκλητοϲ sq. cf. v. καλούμενοϲ et v. κλητόϲ 901 Ζ 114 902 ἀκμαίων sq. ex 1293) [*](2 οὐ κεκλήρωται] οὐκ ἐκληρώϲατο GIT 6 διώϲαϲθαι GIMec δηώϲαϲθαι A(GITSM) ATSMac 21 ἀκμάζει τὴν ϲυναλειφήν mg. add. A 25 τουτέϲτιν —κινδύνου ex GIT καί sec. om. S, nov. gl. 26 καὶ Ἀκμαίων — γενναίων om. S 27 γεναίων] καὶ γ. A 29 ἐπιτάϲεωϲ S Phot. Ba ἐπιϲτάϲεωϲ rell.)

84
Ἰϲοκράτηϲ· τὸ μὲν τῆϲ ἀκμῆϲ τῶν καιρῶν τυγχάνειν. λαμβάνεται δὲ καὶ [*](Soph.) ἀντὶ τοῦ ἔτι. οὕτωϲ Ὑπερίδηϲ. καὶ Σοφοκλῆϲ· ἀκμὴ γὰρ οὐ μακρῶν ἡμῖν λόγων, μὴ καὶ μάθῃ μ᾿ ἥκοντα, κἀκχέω τὸ πᾶν ϲόφιϲμα. [*](Σ) ἀντὶ τοῦ ἔτι. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ϲτρούθιον· ἀρρυτίδωτον, ἰϲόχνοον [*](Anth.) ἀρτιγόνοιϲιν, ἀκμὴν εὐπετάλοιϲ ϲυμφυὲϲ ἀκρέμοϲι. καὶ αὖθιϲ· ὅϲϲοϲ ἐν ἡρώεϲϲι πότ᾿ ἦν χόλοϲ, οὗ μέροϲ ἀκμὴν ἐχθρὸν ἐν ἀψύχοιϲ [*](Σ) ϲῴζεται ἀκρέμοϲιν. ἀντὶ τοῦ ἔτι.

[*](Σ)

905 Ἀκμὴ καλεῖ: καιρὸϲ καλεῖ. ἐπὶ οὖν τῆϲ ὀξύτητοϲ Αἰλιανόϲ [*](Ε) φηϲιν· ἐν ἀκμῇ δὲ ὢν τῆϲ τε ὀδύνηϲ καὶ ὧν ἤλγει, οὐκ ᾔδει τὴν ὁδὸν τὴν πορεύουϲαν εἰϲ αὐτοῦ. εἰ δέ τινι καὶ θῦϲαι ἐξ ἐνυπνίου ἐκελεύετο, καὶ τούτων ὀλίγωροϲ ἦν φύϲει τε ἀμαθήϲ ὢν καὶ φιλοχρήματοϲ [*](Ε) ἐν ἀκμῇ τοῦ κακοῦ μνήμη τιϲ εἰϲῆλθε τῶν Σαμοθρᾴκων· καὶ γὰρ οὖν τετελεϲμένω αὐτοῖϲ ἤϲτην. ἀντὶ τοῦ ὑπῆρχον δυϊκῶϲ. καὶ αὖθιϲ· ὑπὸ πολλῶν δακρύων τὴν ἀκμὴν τῶν ὀμμάτων ἀφῄρημαι. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ Αἰλιανόϲ· καὶ αὐτὸ τὸ κράτοϲ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆϲ ἦν.

[*](Σ)

906 Ἀκμήν: ἔτι. τὰϲ δὲ ἀκμὴν ἀναϲειομέναϲ πόλειϲ πρὸϲ τὴν τῶν [*](Ε) Ῥωμαίων ἔχθραν τῷ φόβῳ καταϲβεννύων. Προκόπιοϲ· ὁ δὲ τοῦ [*](Ε) καιροῦ τὴν ἀκμὴν ἐν τῷ παραυτίκα μεθῆκεν, ἧϲ γε οὐκ ἔτι ἀντιλαβέϲθαι οἷόϲ τε ἐγεγόνει. Ἀκμή· ἐν ϲυλλήψει ἢ ἐν διαϲτάϲει.

[*](Hom. Call.)

907 Ἄκμηνοϲ: ἄγευϲτοϲ. ἄκμηνον δόρποιο.

[*](ΣΔ)

908 Ἀκμῆτεϲ: μὴ κάμνοντεϲ. καὶ Ἀκμήτηϲ, ὁ μὴ κοπιῶν.

[*](Σ)

909 Ἀκμητί: ἀκαμάτωϲ. ζήτει ἐν τῷ ἀπονητί.

[*](Δ)

910 Ἄκμονοϲ.

[*](Δ)

911 Ἄκνηϲτιϲ: ἡ ῥάχιϲ. ἣν οὐ δύναταί τιϲ εὐκόλωϲ κνήθεϲθαι.

912 Ἀκοή: τὸ μέροϲ τοῦ ϲώματοϲ. ἔϲτι δὲ καὶ ἡ φήμη. οὐκ ἀγαθὴ ἡ ἀκοὴ, ἣν ἀκούω περὶ ὑμῶν. ὁ Ἠλεὶ ὁ ἱερεύϲ φηϲι πρὸϲ τοὺϲ υἱοὺϲ αὐτοῦ. ζήτει περὶ ἀκοῆϲ ἐν τῷ αἰϲθήϲειϲ ε΄.

[*](Δ)

913 Ἀκολαϲία· καὶ Ἀκολαϲταίνω, τὸ μωραίνω.

914 Ἀκόλαϲτον: ἀκρατῆ, θραϲύν.

[*](Σ)

915 Ἀκόλαϲτον καὶ ὑβριϲτὸν αρᾶγμα ἡ ἄνθρωποϲ· λέγοι δ᾿ ἄν τιϲ καὶ ὑβριϲτικόν.

[*](904 ἀκμήν —ϲόφιϲμα Soph. Phil. 12 — 14 vs. 2 et 4 ἀντὶ τοῦ ἔτι cf. Phryn. Ecl. 123, Bk. 77, 27 ϲτρούθιον —ἀκρέμοϲι Anth. 6, 252, 1, 3— 4; ὅϲϲοϲ —ἀκρέμοϲιν Anth. 7,141, 7 — 8 905 — καλεῖ P, Ba 54, 29, H ἐν — φιλοχρήματοϲ Aelian. fr. 41 vs. 12 ἐν ἀκμῇ — ἤϲτην Aelian. fr. 90 vs. 15 καὶ αὐτό sq. Aelian. fr. 129 906 — ἔτι cf. ad 904 ὁ —ἐγεγόνει Proc. bell. 8, 9, 3 907 — ἄγευϲτοϲ sch. T 163 ═ Ambr. 859 cf. Apion, H, Et. M. 49, 38 ἄκμηνον sq. Call. fr. 112 K., an 4 S. cf. Babr. p. 216 908 κάμνοντεϲ P, Ba 54, 30 cf. H, Et. M. 49, 28 ἀκμήτηϲ sq. ═ Ambr. 872 909 ἀκαμάτωϲ ═ P, Ba 54, 31 cf. H 910 ═ Ambr. 942 911 cf. Et. M. 50, 5, H ═ Ap. S. 18, 30; — ῥάχιϲ ═ Ambr. 985 912 οὐκ —ὑμῶν 1 Sam. 2, 24 913 Ἀκολαϲία cf. Ambr. 1031; ἀκολαϲταίνω cf. Ambr. 1066 914 ═ P, Ba 55, 3 915 P, Ba 55, 5)[*](904 Anth. 6, 252 cf. 976, 4212, v. μῆλον 906 Aelian. fr. 129 cf. v. ἐπὶ ξυροῦ 907 — 8 Z 100 913 Z 114)[*](A(GITSM))[*]( 6 ἐχθρόν A ἐχθρῶν rell. 10 εἰ] εἰϲ A 15 αὐτό] αὐτοῦ GIT 906 om. S 19 ἀκμὴ — διαϲτάϲει ex A 910 ante 909 AGIT 22 ἀπονητί ἀκινητί A 915 nov. gl. A)
85

916 Ἀκόλαϲτοϲ: κολάϲεωϲ ἄξιοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· ὃϲ κἄλλ᾿ [*](Ar.) ἀκόλαϲτόϲ ἐϲτι τοὺ τρόπουϲ. λέγεται καὶ ὁ τολμηρόϲ. καὶ Ἰάμβλιχοϲ· ἡ δὲ ἐγέλα νῦν μὲν ἰταμόν τε καὶ ἀκόλαϲτον γέλωτα, νῦν δὲ [*](Ε) ἐφθέγγετο ῥήματα αὐθάδη. καὶ Αἰλιανόϲ· ἀνὴρ Ἀρκὰϲ, Εὐτελίδαϲ [*](Ε) ὄνομα, ἀκολάϲτῳ τῇ γλώττῃ καὶ ἀκράτορι κακῶϲ πάνταϲ ἀγορεύειν ἀρρώϲτημα ἔϲχεν· ἐμίϲει δὲ καὶ τοὺϲ εὖ πράττονταϲ.

917 Ἄκολοϲ: ὁ μικρὸϲ ψωμόϲ. καὶ Ἀκόλουϲ, κλάϲματα καὶ [*](Δ) θραύϲματα ἄρτων. παρὰ τὸ μὴ κολλᾶϲθαι. αἰτίζων ἀκόλουϲ, οὐκ ἄοραϲ, [*](Hom.?) οὐδὲ λέβηταϲ. Ὅμηροϲ. καὶ αὖθιϲ· τὸν κύνα δ᾿ ὡϲ ζῶντα πάλιν [*](Anth.) ποτὶ ταὔλιον ἄξω, ξηρὰϲ εἰϲ ἀκόλουϲ ξυνὸν ἔχειν ἕταρον.

918 Ἀκόλουθον: ὅμοιον. ἀκόλουθον ἀπέβη τὸ τέλοϲ ταῖϲ προτέραιϲ [*](Ε) ἐνεργείαιϲ. καὶ Ἀκολουθήϲαϲ, ὁμοίωϲ διαπραξάμενοϲ. [*](Δ) ὁ δὲ Ῥωμαίοϲ, ἔτι μετεωρίζοντοϲ τοῦ Κελτοῦ τὸ ὅπλον, ἀκολουθήϲαϲ [*](Ε) κάτωθεν ὑποφέρει τὸ ξίφοϲ, καὶ διακείρει πᾶϲαν ἀπὸ τοῦ βουβῶνοϲ ἕωϲ ὀμφαλοῦ τὴν λαγόνα. καὶ Πολύβιοϲ· τοὺϲ δὲ ἐτίμηϲε χρυϲοῖϲ [*](Ε) ὑφάϲμαϲιν καὶ λόγχαιϲ, βουλόμενοϲ ἀκόλουθον εἶναι τοῖϲ ἔργοιϲ τὴν διὰ τῶν λόγων ἐπαγγελίαν. ἀκόλουθόν ἐϲτιν, ὃ ἀναγκαῖον εἶναι [*](Phil.) τῷ ἑτέρῳ εἶναι· μαχόμενον δὲ ὃ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι.

919 Ἀκολουθῶ· δοτικῇ.

[*](Synt.)

920 Ἀκόλῳ τὰ χείλη, οὐ ϲύκῳ βῦϲαι: παρεγγυᾷ ὁ λόγοϲ ἐρρωμένωϲ χρῆϲθαι τοῖϲ πράγμαϲιν.

921 Ἄκομψον: εὐτελὲϲ, ἀπάνουργον. ἄνδρα τῶν τοῦ πραίτωροϲ [*](Σ) ἐπιβάντα βημάτων· ἀρχὴ δέ τιϲ αὕτη παρὰ Ῥωμαίοιϲ οὐκ ἄκομψοϲ.

[*](EL)