Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

81 Ἀβρογάϲτηϲ· Φράγγοϲ, ὃϲ κατὰ ἀλκὴν ϲώματοϲ καὶ θυμοῦ τραχύτητα φλογοειδὴϲ ἦν, δευτεραγωνιϲτὴϲ τυγχάνων Βαύδωνοϲ. ἄλλωϲ τε ἦν καὶ πρὸϲ ϲωφροϲύνην πεπηγώϲ τε καὶ διηρθρωμένοϲ καὶ πρὸϲ χρήματα πόλεμον πολεμῶν ἄϲπονδον. διέφερε γοῦν τῶν εὐτελῶν ϲτρατιωτῶν ὅϲον γε εἰϲ πλοῦτον οὐδέν. καὶ διὰ τοῦτο ἐδόκει τῷ βαϲιλεῖ Θεοδοϲίῳ χρήϲιμοϲ, ὅϲ γε πρὸϲ τὸν Οὐαλεντινιανοῦ τρόπον ἀρρενωπὸν ὄντα καὶ δίκαιον, καὶ τὸ παῤ ἑαυτοῦ βάροϲ ἐπετίθει, καθάπερ ὀρθὸν καὶ ἀϲτραβῆ τὸν κάνονα τοῖϲ βαϲιλείοιϲ, πρὸϲ τὸ μηδὲν τῶν περὶ τὴν αὐλὴν παραβλάπτεϲθαι ἢ ἁμαρτάνεϲθαι.

[*](Σ)

82 Ἁβροδιαίτῃ: τρυφερᾷ ζωῇ καὶ ἁπαλῇ. καὶ Ἁβροδίαιτοϲ: τρυφητὴϲ, [*](EL) φητὴϲ τρυφερόβιοϲ. τοῖϲ δὲ Ῥωμαίοιϲ οὐκ ἐϲ τὸ ἁβροδίαιτον ὁ βίοϲ· ἄλλωϲ δὲ ὡϲ φιλοπόλεμοί τέ εἰϲι καὶ φερέπονοι. ϲημαίνει δὲ καὶ [*](Σ) τὸν πλουϲίωϲ ζῶντα. καὶ Ἁβρότητι: τρυφερότητι, ἁπαλότητι.

[*](Harp.)

83 Ἀβροκόμαϲ· οὗτοϲ ϲατράπηϲ ἦν Ἀρταξέρξου τοῦ Περϲῶν βαϲιλέωϲ.

84 Ἀβρόμιοϲ: χωρὶϲ οἴνου. ἢν ὀλοοῦ διὰ κῦμα φύγω πυρὸϲ, εἰϲ [*](Anth.) ἑκατόν ϲοι ἠελίουϲ δροϲερᾶν πίομαι ἐκ λιβάδων, ἀβρόμιοϲ καὶ ἄοινοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲιν.

[*](Δ)

85 Ἄβρομοϲ: ὁ θορυβώδηϲ.

[*](Hdt.)

86 Ἁβρόν: παρὰ Ἡροδότῳ καλὸν, αὔθαδεϲ, ϲεμνὸν, τρυφερόν.

[*](Σ)

87 Ἁβρόϲ: λαμπρὸϲ, τρυφερὸϲ, ἁπαλόϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲιν· ἁβρὸν [*](Anth.) ἐπιτρύζων κιθάραϲ ὕπερ ἕζετο τέττιξ. ὅμωϲ δὲ ὁ τρυφερὸϲ ἐκεῖνοϲ [*](E) καὶ ἁβρὸϲ καὶ ὑπὸ μαλακίαϲ τοῦ ϲώματοϲ κατεαγὼϲ καὶ λελυγιϲμένοϲ καὶ τάϲ τε κόμαϲ ἀναδούμενοϲ, ὥϲπερ αἱ τῶν ἑταιρίδων ἀϲελγέϲτεραι, καὶ ἁβροϲταγὲϲ ἔχων ἀεὶ τὸ μέτωπον καὶ τοὺϲ βοϲτρύχουϲ, λαβὼν χρυϲίον ἐκ τῶν κοινῶν ϲυμφορῶν, ὅϲον ἱκανὸν ἦν ἐμπλῆϲαι καὶ τὸν ἐκ τοῦ μύθου Μίδαν, εἰϲέρρει πρὸϲ τὸν βαϲιλέα.

[*](Σ)

88 Ἁβρὸϲ λειμὼν καὶ νοτερὸϲ καὶ εὐθαλήϲ. πάνταϲ δὲ ὡϲ [*](Suid.) ἁβρότατά τε καὶ ἅμα ἐϲ ἔκπληξιν κατὰ πλοῦτον, τῷ γε δὴ πλοῦτον θαυμάζοντι, ἐϲταλμένουϲ.

[*](79 — νυϲτάξαι ═ Ambr. 90 80 ═ Ambr. 25 81 Eunap. (?) fr. 53 FH G 4, 37 82 — τρυφερόβιοϲ ═ Ba 4, 27, 28 cf. P τοῖϲ — φερέπονοι Men. Prot. fr. 33, FHG 4, 237 ═ EL 460, 8 — 9 ἁβρότητι sq. ═P, H, Ba 5, 4 83 Harp. ═ P cf. Ba 5, 2 84 ἦν sq Anth. 6, 291, 3 —5 85 ═ Ambr. 44 86 gl. Hdt. 1, 71 87 — ἁπαλόϲ ═ P, Ba 4, 30 ἁβρόν —τέττιξ Anth. 6, 54, 7 ὅμωϲ sq. Eunap. attrib. Hemst. 88 — εὐθαλήϲ ═ P, Ba 4, 29)[*](79 Z 11 80 Z 5,10 81 Z 6. Eust l. 513, 20 82 Z 10, 4, cf. 8 83 Z 6 84 —5 Z 3 87 vs. 24 sq. cf. 1860 88 cf. v. ἐρύθημα ; Z 7 πάνταϲ sq. ex ν. ἐϲταλμένουϲ)[*](A(GITSMB))[*]( 4 Βαύδωνοϲ] Βάνδωνοϲ A 10 τὸν κανονα AGIS Μγρ (delet) Βγρ τίνα κίονα ΤΙΥΡ MB 12 τρυφερᾷ cett. A Ba τρυφερά cett. rell. Phot. 30 καὶ νοτερὸϲ Markland cf. v. ἐρύθημα, καινότεροϲ mss, Phot. πάνταϲ — 32 ἔϲταλμένουϲ om. S 31 δὴ] δὲ GIT)
13

89 Ἁβροϲύνη: φαιδρότηϲ.

[*](Σ)

90 Ἀβροτάζω: ἁμαρτάνω.

[*](Δ)

91 Ἁβρότερον· ἀλλ’ ἁβρότερον αὐτῶν εἶχον καὶ Συβάριδοϲ μεϲτοὶ ἦϲαν.

92 Ἀβρότη: ἡ νύξ. παρὰ τὸ ἐϲτερῆϲθαι βροτῶν.

[*](Δ Etym)

93 Ἀβροτήμων. ἁμαρτωλόϲ.

[*](Σ)

94 Ἄβροτον: ἄψυχον, ἀναίϲθητον.

[*](Σ)

95 Ἀβρότονον: εἶδοϲ βοτάνηϲ.

[*](Δ)

96 Ἁβ ροχίτων: τρυφερὰ φορῶν.

[*](Σ)

97 Ἄβρων· Φρὺξ ἢ Ῥόδιοϲ, γραμματικὸϲ, μαθητὴϲ Τρύφωνοϲ, ϲοφιϲτεύϲαϲ [*](Hesy) ἐν Ῥώμῃ, γεγονὼϲ δὲ ἐκ δούλων, ὥϲ φηϲιν Ἕρμιπποϲ.

98 Ἄβρωνοϲ βίοϲ: ἐπὶ τῶν πολυτελῶν Ἄβρων γὰρ παρ’ Ἀργείοιϲ [*](Prov) ἐγένετο πλούϲιοϲ. ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ ἁβροῦ. καὶ Ἀβρ ώνειοϲ.

[*](Δ)

99 Ἁβ ρύνεται: κοϲμεῖται, θρύπτεται, καυχᾶται.

[*](Σ)

100 Ἀβυδ ην ὸν ἐπιφόρ ημα: ὅταν ἀκαίρωϲ τινὸϲ ἐπιφανέντοϲ [*](Prov) ἀηδία τιϲ ᾖ, εἰώθαμεν λέγειν Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα. διὰ τὸ τοὺϲ Ἀβυδηνοὺϲ, ὅταν τινὰ τῶν πολιτῶν ἢ ξένων ἑϲτιῶϲι, μετὰ τὸ μύρον καὶ τοὺϲ ϲτεφάνουϲ τὰ παιδία περιφέρειν φιληθηϲόμενα. τῶν τε τιθηνῶν θορυβουϲῶν τῶν τε παιδίων κεκραγότων ἐνοχλεῖϲθαι τοὺϲ παρόνταϲ. ἀφ’ οὗ εἴθιϲται λέγειν τὸ προκείμενον.