Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

502 Ἀδόλωϲ: ἁπλῶϲ, ἀληθῶϲ. τὸ δὲ ψεῦδοϲ περιπεπλεγμένον καὶ δόλου μεϲτόν.

503 Ἀδόνητον: ἀϲάλευτον.

[*](487 ὁ δέ sq. Polyb. fr. 95 488 ἀθρόοι ═ Ap. S. 8, 30 ἀδινόν sq. c Apion γοερόν ═ Ambr. 485, H, Ap. S. 9, 3 48t ═ Ambr. 500, H 490 Ambr. 486. H 491 ἀδάμαϲτοϲ ═ Ambr. 388 cf. H, sch. Ψ 266; ἀδμῆτιϲ cf. Ambr. 459 492 ═ Ambr. 401 493 cf. Diogen. II 68 495 — ἄγνοια Et M. 17, 51 cf. H; Call. fr. 338 S. ἀδμωλεί—δόλου cf. Ambr. 524, Zon. 50 ἀδμωλῶ sq. cf. Ambr. 508, H v. ἀδημονεῖ 496 cf. P v. Ῥοδώπιδοϲ ἀνάθημα 497 — ὀνομάτων ═ Lex. Rom. Barocc. 499 Harp. ═ P, Ba 28, 8; Lys. fr. 73 501 — ϲυνέχεια ═ P, Ba 27, 25 Ἀττικοί —α sch. Ar. Nu 1480 ἀδολεϲχία—μελέτη Thdr. in Ps. 54, 2, PG 80, 1269b cf. An. Ox. 2, 427, 19 γενικῇ cf. Synt. Gud. et Laur. 502 ═ P: ἀληθῶϲ Ba 28, 10 503 ═ P, Ba 28, 1, H)[*](487 Z 44 493 cf. 3975 495 Z 45, 48 496 cf. v. Ῥοδώπιδοϲ ἀνάθημα 497 cf. 2573; Z 47 498 Z 47, 41 499—500 Z 41 503 Z 47)[*](A(GITSM))[*]( 1 ὁ—2 λεγόντων om. S 3 Ἀδινά] Ἀδινοί Mec 6 τό om. S 491 om. A. 7 διὰ τοῦ om. GIT 494 om. AS post 491 GIT 11 Σιλεντιαρίων GIT Σελεντιαρίων M πρῶτοϲ GIT ἄρχων M 13 δόλου] δουλείαϲ Ambr. Zon. 15 ἀπογραφή—16 ἀδνούμιον om. S ἀπογραφὴ] ἐπιγραφὴ A ἀναγραφ Barocc. οἱ—ἀδνούμιον mg. A om. Zon. 21 ἀδοκίμαϲτοϲ δέ] ἀδόκιμοϲ SM. 25 γενικῇ ἀδολεϲχήϲω A ἀ. γενικῇ l γενικῇ om. rell. 26 τὸ—27 μεϲτόν om. S)
53

504 Ἀδοξεῖται: οὐ τιμᾶται, οὐκ ἀπόδεκτόν ἐϲτι. τὸ νικᾶν παρὰ Ῥωμαίοιϲ ἄνευ παραγγέλματοϲ· ἀδοξεῖται γάρ.

[*](Ε)

505 Ἀδοξότατα: τὰ παράδοξα, τὰ ἀδύνατα παρὰ Αριϲτοτέλει· ἔϲτι [*](Phil.) δὲ παράδοξα τὰ τοῖϲ ἐνδόξοιϲ ἐναντία, ἅ οὐ πάντωϲ ἤδη καὶ ἀδύνατά ἐϲτιν.

506 Ἀδορατία: ἡ ἀϲτρατεία. κυρίωϲ δὲ ἡ ἀργία.

[*](Δ)

507 Ἀδωρότατοϲ: ὁ μὴ δωρολήπτηϲ ὤν.

508 Ἀδορεί: ἀνεκδαρτί.

[*](Δ)

509 Ἄδοροϲ: κώρυκοϲ. καὶ Ἄδορον, τὸ ἀνέκδαρτον καὶ.[*](Δ) Ἀδόροιϲ, ἀνεκδάρτοιϲ.

510 Ἄδου κυνῆν· ζήτει ἐν τῷ κυνῆ.

511 Ἀδδώ: ὄνομα κύριον. Ἄδω δὲ ῥῆμα, δοτικῇ.

[*](Δ Synt.)

512 Ἀδωναΐ: Ἑβραϊϲτί.

[*](Δ)

513 Ἀδωναῖοϲ: ὑπὸ τὸν ᾅδην.

[*](Δ)

514 Ἀδώνειοι καρποί: λέγονται οἱ μετέωροι κῆποι.

[*](Δ)

515 Ἀδωνία: ϲυνεϲταλμένωϲ. Ἀδωνίαν ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν [*](Δ) κλάομεν. Φερεκράτηϲ. καλοῦϲι δὲ καὶ τὸ εἴδωλον τοῦ Ἀδώνιδοϲ οὕτωϲ Ἀδώνιον. καὶ Ἀδωνίδειοϲ καρπὸϲ, τοῦ Ἀδώνιδοϲ.

[*](Δ)

516 Ἄδωνιϲ, Ἀδώνιδοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ πένθοϲ ἦν ἱερόν, οἷον ἐν Λιβάνῳ τὸ ἐπ᾿ Ἀδώνιδι καὶ Βύβλῳ.

517 Ἀδώνιδοϲ κῆποι: ἐκ θριδάκων καὶ μαράθρων, ἅπερ κατέϲπειρον [*](Σ) ἐν ὀϲτράκοιϲ. χρῶνται δ᾿ ἐπὶ τῶν ἐπιπολαίων καὶ κούφων τῇ παροιμίᾳ. Ἀδώνιδοϲ κῆποι: ἐπὶ τῶν ἀώρων καὶ ὀλιγοχρονίων [*](Prov.) καὶ μὴ ἐρριζωμένων.

518 Ἄδων τὴν ϲπιθαμὴν τὸῦ βίου πρὸϲ ἄνηθον: ἐπὶ τῶν [*](Prov.) γλίϲχρων καὶ μικροψύχων.

519 Ἄδωρα: κακόδωρα, τὰ ἐπὶ κακῷ διδόμενα. Σοφοκλῆϲ· ἐχθρῶν [*](Soph.) ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήϲιμα. ὁ δὲ νοῦϲ, ὅτι μηδὲ τὰ μέγιϲτα τῶν ἐχθρῶν ἐφίεϲο ἔχειν, τῶν δὲ φίλων καὶ τὰ ἐλάχιϲτα. καὶ Αἰλιανόϲ· λαβόντεϲ ἑκάτεροϲ τῆϲ κόρηϲ τὴν ἄδωρον μοῖραν τῷ ἑαυτῶν λάχει, [*](Ε) τραγικὸϲ ἂν εἶπε ποιητὴϲ, ἑαυτοὺϲ κατέϲφαξαν.

[*](504 τὸ sq. Jos. Bell. 5, 125 505 Alex. Aphr. 548, 4—6 506 cf. Ambr. 470 507 cf. sch Thuc. 2, 65, 8 508 ═ Ambr 529 509 — κώρυκοϲ ═ Ambr. 386 cf. Et. M. 18, 43, H ἄδορον—ἀνέκδαρτον cf. Ambr. 487. H 511 — κύριον ═ Ambr 400 ᾄδω sq. cf. Synt. Gud. et Laur. 512 ═ Ambr. 419 513 cf. Ambr. 406 514 cf. Ambr. 443 515 — Ἀδώνιον ═ P; Pherecr. fr. 170 516 — κύριον ═ Ambr. 402 καὶ πένθοϲ sq. fort Aelian 517 — μαράθρων cf. H; χρῶνται—παροιμίᾳ ═ P vs. 23 Ἀδώνιδοϲ sq. ═ sch. Pl. Phaedr. 276b cf. Diogen. I 14 518 ═ Philol. Suppl. 6. 257, n 29 519 ἐλάχιϲτα Soph Ai. 665 c. sch. λαβόντεϲ sq. Aelian fr. 122)[*](504 Z 49 506 Z 45 508 Z 49 509 Z 47 518—4 Z 41 515 Pherecr. Z 45 Ἀδωνίδειοϲ—516 Z 42 516 καὶ πένθοϲ sq. cf. v. πένθοϲ 517 cf 807 519 Soph. cf. v. ἐχθρῶν ἄδωρα)[*](1 οὐκ—2 γάρ om. S 510 om. S mg. A, post 513 GIT, post 511 M A(GITSM) 11 ζήτει AM τουτέϲτιν GIT 12 ᾄδω—δοτικῇ om. S 14 ὁ] ὁ ὑπό SM 18 οὕτωϲ om. SM Ἀδωνίδειοϲ] Ἀδώνιδοϲ SM τοῦ—20 Βύβλῳ om. S 18 τοῦ] ὁ τοὐ M 20 Βύβλῳ M Βίβλῳ rell.)
54
[*](Δ)

520 Ἀδωρεόϲ: πόλιϲ.

[*](Thuc. + Δ)

521 Ἀδραμύτειον· οὕτωϲ Εὔπολιϲ. καὶ Ἀδραμυτηνὸϲ δέ· καὶ Θουκυδίδηϲ Ἀτραμύττειον.