Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

4534 Αὐτοφυέϲτατον· μὴ ἐπίπλαϲτον. ἔχουϲαν κάλλοϲ αὐτοφυέϲτατον καὶ οἷον γένοιτο φιλοθήρου κὸρηϲ.

[*](Σ)

4535 Αὐτόχειρεϲ: οἱ ἑαυτοὺϲ φονεύοντεϲ. Αὐτοχειρίᾳ.

[*](Harp.)

4536 Αὐτόχθονεϲ: οἱ Ἀθηναῖοι· ἢ ἐπεὶ τὴν χθόνα, τουτέϲτι τὴν γῆν, ἀργὴν οὖϲαν πρῶτοι εἰργάϲαντο· ἢ διὰ τὸ μὴ εἶναι αὐτοὺϲ ἐπήλυδαϲ. αὐτόχθονεϲ δὲ καὶ Ἀρκάδεϲ καὶ Αἰγινῆται καὶ Θηβαῖοι Σἐκαλοῦντο. καὶ Αὐτόχθων, τῆϲ αὐτῆϲ πόλεωϲ.

[*](Σ)

4537 Αὐτόχρημα ὅμοιον. παντελῶϲ ὅμοιον. Αἰλιανόϲ· αὐτόχρημα [*](E) πηδῶν ὑπὲρ τὰ ἐϲκαμμένα, τὴν ναῦν Ἀϲδρούβα φεύγειν ἐπειγομένην τὰϲ χεῖραϲ ἐπιβαλὼν εἴχετο ἐρρωμένωϲ τῆϲ πρύμνηϲ ὁ [*](Ar.) Κλάτιοϲ ὄνομα. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸν Παφλαγόνα λαθεῖν οὐχ οἷόν τε. ἐφορᾷ γὰρ αὐτὸϲ πάντ᾿· ἔχει γὰρ τὸ ϲκέλοϲ τὸ μὲν ἐν Πύλῳ, τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῇ ἐκκληϲίᾳ. τοϲὸν αὐτοῦ τὸ βῆμα διαβεβηκότοϲ, ὁ πρωκτόϲ ἐϲτιν αὐτόχρημ᾿ ἐν Χαόϲιν. ἀντὶ τοῦ πάνυ ἀληθῶϲ, ἀψευδῶϲ. Χαόνεϲ δὲ ἔθνοϲ Ἠπειρωτικόν.

[*](Σ Hom.)

4538 Αὔτωϲ: ὡϲ ἔτυχεν. ἢ ματαίωϲ.

[*](Ar.)

4539 Αὐτῷ ϲτεφάνῳ: ϲὺν αὐτῷ τῷ ϲτεφάνῳ. ὥϲτε μεθυϲθεὶϲ αὐτῷ ϲτεφάνῳ πᾶϲ τιϲ ἄπειϲι τὴν δᾷδα λαβών.

[*](Σ)

4540 Αὐτοῖϲ ταλάροιϲ ἐϲθίειϲ τὸν τυρόν. ϲύντροφον Ἀθηναίοιϲ ἄνευ τῆϲ ϲὺν προθέϲεωϲ λέγειν, αὐτοῖϲ ὅπλοιϲ, αὐτοῖϲ ταλάροιϲ.

[*](Δ)

4541 Αὐχεῖ: καυχᾶται. καὶ Αὔχει, καυχῶ.

[*](Σ Δ)

4542 Αὔχημα: ϲεμνολόγημα. ὕψωμα. καὶ ὅτι οὔτε αχήματοϲ, [*](Ε) ἐφ᾿ οὗ νῦν εἰϲιν, ἑκόντεϲ ὑποβήϲονται, καὶ ποιήϲουϲιν ἐξουϲίαν ϲοι [*](Ε) πράττειν, ὅ τι ἂν αὐτοῖϲ ὑπολαμβάνῃϲ ϲυνοίϲειν. καὶ αὖθιϲ· ἀπὸ οἵαϲ λαμπρότητοϲ καὶ αὐχήματοϲ τοῦ πρώτου εἰϲ οἵαν τελευτὴν καὶ ταπεινοφροϲύνην ἀφῖκτο.

[*](Call.)

4543 Αὐχμηρὰ τράπεζα: ἡ ξηρὰ καὶ πενιχρά. καὶ Αὐχμηρόν, [*](Σ) ϲτυγνὸν, ἢ ϲκοτεινόν.

[*](4538 τόϲϲηϲ sq. Anth. 7, 149, 3—4 4534 Aelian. fr. 208 4535 ═ Ba 167, 6 —7, Σa, sch. Luc. 4, 6 cf. B 4536 ἐκαλοῦντο Harp. ═ Ba 167, 12 vs 10 αὐτόχθων sq. ═ Ba 167, 11, Σ 4537 ὅμοιον ═ Ba 167, 10, Σ αὐτόχρημα sec. —ὄνομα Aelian. fr. 118 τόν —Χαόϲιν Ar. Eq. 74 — 78; Χαόνεϲ s sch. Ar. Eq. 78 4538 ἔτυχεν ═ Ba 167, 16, Σ a, B ματαίωϲ sch. A 520 ═ Ap. S. 47, 13 cf. B 4539 Ar. Eccl. 691 — 2 c. sch. 4540 ═ Ba 161, 17 Phryn. fr. 286; l. ═ Ar. Ran. 559 — 560 4541 cf. Ambr. 3774 εἰ 3780 4542 — ϲεμνολόγημα ═ Ba 168, 29, Σ a καὶ ὅτι — ϲυνοίϲειν Dionys Hal. 8, 48, 4 ἀπό sq. Thuc. 7, 75, 6 4543 τράπεζα Call. fr. 33 K. αὐχμηρόν sq. ═ Ba 168, 30, Σ a cf sch. Pl. Rep. 554a)[*](4584 cf. v. φιλόθηροϲ; Z 346 4535—6 Z 341 4536 hinc 732 4537 hinc 2723 fin. Aelian. cf. v. Κλάτιοϲ; Ar. cf. v. Χαὸνεϲ 4539 cf. v. κλη ρωτηρία 4540 hinc 4466 4541 cf. 4546 4542 Dionys cf. v. ὑποβήϲονται)[*](A(GITFVM))[*]( 7 ἐπε] ἐπί AIVM 16 τὸ alt. om. VM Ar.)
425

4544 Αὐχμεῖϲ αἰϲχρῶϲ: ῥυπαρὸϲ εἶναι δοκεῖϲ. ὡϲ τοῦ δικαίου [*](Ar.) παρεωραμένου. ὁ δὲ ἀντεῖπε· ϲὺ δέ γ᾿ εὖ πράττειϲ. καὶ Αὐχμοί, [*](Σ) ἀνομβρίαι. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· αὐχμὸϲ γὰρ ὢν ἤδη τῶν ϲκευαρίων [*](Ar.) ἀπώλεϲεν. ἀντὶ τοῦ ἀπώλεϲε μὲν ὁ ὢν αὐχμὸϲ τῶν ϲκευαρίων. μετωνυμικῶϲ. καὶ Αὐχμώδουϲ, ξηροῦ, ῥυπῶντοϲ. καὶ Αὐχμῶντεϲ, [*](Σ) ϲτυγνοί.

4545 Αᾶχοϲ: τὸ ὄϲπριον. ἀρϲενικῶϲ.

4546 Αὐχοῦντεϲ: καυχώμενοι.

[*](Σ)

4547 Ἀφαγνίϲαι: ἀποδοῦναι, καθιερῶϲαι. λέγεται δὲ καὶ τὸ ϲυλῆϲαι. 

[*](Σ)

4548 Ἄφακα· ζήτει ἐν τῷ Χριϲτόδωροϲ.

4549 Ἄλφαλόν τε καὶ ἄλοφον. ἵνα λανθάνοι. φαλοὶ γὰρ τὰ ἐπὶ [*](Hom.) τῶν περικεφαλαιῶν λαμπρὰ ἀϲπιδίϲκια, λόφοι δὲ αἱ τριχώϲειϲ.

4550 Ἀφαμαρτούϲῃ: ἀποτυχούϲῃ. ϲτερηθείϲῃ.

[*](Σ)

4551 Ἀφανέϲ: τὸ ϲκοτεινόν. καὶ Ἀφανέϲτερα. τότε δὴ καὶ [*](Δ) μεϲημβρίαϲ ἐπεχούϲηϲ πάντα ἦν νυκτὸϲ ἀφανέϲτερα.

4552 Ἀφανὴϲ οὐϲία λέγεται ἡ ἐν χρήμαϲι καὶ ϲώμαϲι καί ϲκεύεϲι, [*](Harp.) φανερὰ δὲ ἡ εὔγειοϲ. οὕτωϲ Λἁυϲίαϲ.

4553 Ἀφανίϲαι οὐ τὸ μολῦναι καὶ χρᾶναι δηλοῖ, ἀλλὰ ὅλωϲ τὸ [*](Σ) ἀνελεῖν καὶ ἀφανὲϲ ποιῆϲαι.