Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

4228 Ἀϲτεϊζόμενοϲ: ἀγλαϊζόμενοϲ, ὡραϊζόμενοϲ, κομψευόμενοϲ. καὶ Ἀϲτεϊϲμόϲ, τὸ ϲυμπολιτεύεϲθαι.

[*](Σ)

4229 Ἀϲτεμφέα: ἀμετακίνητον, βέβαιον· ἢ ἀντὶ τοῦ ἀϲτεμφῆ. [*](Anth.) ἀϲτεμφῆ ποδάγρην καὶ δόνακαϲ ἀντυκτῆραϲ. καὶ αἶθιϲ· οἱ δὲ ἀϲτεμφεῖϲ οὗτοι καὶ ὑπερόπται ῥητορικῆϲ καὶ ποιήϲεωϲ οὔ μοι δοκοῦϲιν ἑκόντεϲ εἶναι ϲυνέϲεϲθαι θεῷ καὶ ἀνθρώποιϲ. πενίᾳ δὲ φύϲεωϲ μηδὲ τὰ ϲμικρὰ ἱκανοί.

[*](Ar.)

4230 Ἀϲτενακτί: ἄνευ ϲτεναγμοῦ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ϲὺ δ᾿ ἀϲτενακτὶ περδόμενοϲ οἴκοι μενεῖϲ.

[*](Suid.)

4231 Ἀϲτερίη: μία τῶν Ἀλκυονίδων. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἀλκυονίδεϲ.

[*](Δ)

4232 Ἀϲτέρειοϲ: κτητικόν. καὶ Ἀϲτερόεντα, ἤτοι ἀϲτέραϲ [*](Σ) ἐμπεποικιλμένουϲ ἔχοντα. καὶ Ἀϲτέρων τέθριπποϲ, τὸ ἅρμα τοῦ [*](Hom.) ἡλίου. καὶ Ἀϲτεροπητήϲ, ὁ ἀϲτραπτικόϲ.

[*](Δ)

4233 Ἀϲτεροπαῖοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](| Δ)

4234 Ἀϲτεῖα λέγειϲ. καὶ Ἀϲτεῖον, τὸ πολιτικόν. ἀϲτεῖόν [*](Σ) τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν. κωμικὴ ἡ ϲυμπλοκή. ϲημαίνει δὲ τὸ κατερρινημένον τὸ ἄκρωϲ διειργαϲμένον. ἐν ϲυνουϲίᾳ χρῶ.

4235 Ἀϲτεῖοϲ: εὐϲύνετοϲ, εὐπρόϲωποϲ, χαρίειϲ, καλὸϲ, γελοιώδηϲ. [*](Δ + Ε) καὶ Ἀϲτειοτέρῳ, ἀντὶ τοῦ ϲυνετωτέρῳ. ὁ δὲ καιρὸν εὑρὼν τῷ [*](Ar.) ἀϲτειοτέρῳ δράματι πλανῆϲαι τὸν ἠπατηκότα. περὶ Θὐριπίδου φηϲὶν [*](Σ) Ἀριϲτοφάνηϲ. καὶ Ἀϲτείουϲ, ἀϲτεϊζομένουϲ, πολιτευομένουϲ. [*](4225 — πόλειϲ sch. α 3 ἄϲτεον —ἄϲτεων ═ Ambr. 3546 4226 Harp. ═ Ba155, 19 4227 ═ Ba 153, 29, Σᵃ cf. H 4228 — κομψευόμενοϲ ═ Ba 155, 10 Σa cf. H 4229 — vs. 10 ἀϲτεμφῆ ═ Ba 155, 4, Σᵃ cf. Et. M. 158, 36, H; ἀμετακίνητον ═ sch. B 344, H vs. 11 ἀϲτεμφῆ — ἀντυκτῆραϲ Anth. 6, 296, 1 οἱ sq. Synes. Dio. PG 66, 1125c d 4230 ϲύ sq. Ar. Eccl. 464 4232 — κτητικόν cf. Ambr. 3463 ἀϲτερόεντα — ἡλίου ═ Ba 155, 6, 7, Σᵃ cf. H; — ἔχοντα ═ sch. Π 134 ἀϲτεροπητήϲ sq. sch. A 580 ═ Et. M. 158, 46 cf. H, Ambr. 3417, 3480 4283 ═ Ambr. 3416 (═ 3424) 4234 ἀϲτεῖον, τὸ πολιτικόν ═ Ambr. 3555 cf. 3382 ἀϲτεῖον alt. sq. ═ Ba 153, 26, Phryn. fr. 266 cf. p. 12, 1; ἀϲτεῖον —εἰπεῖν Ar. Ran. 901 4235 — γελοιώδηϲ ═ Σa, Ba154, 1 cf. sch. Pl. Rep. 349b, H ἀϲτειοτέρῳ cf. Ambr. 3458; ὁ —ἠπατηκότα fort. Aelian. περί — Ἀριϲτοφάνηϲ sch. Ar. Ran. 902 (pertin. ad. 4234) ἀϲτείουϲ —p. 391, 1 ϲκώπτειν ═ Ba 154, 7; ὡραίζεϲθαι cf. H) [*](4230 Z 328 4231 ex 1298 4234 cf. v. κατερρινημένον et v. λῆμα) [*](A(GITFVM)) [*](1 ἡ om. VM 3 Ἄϲτικτον Ba, Et. M. 159, 18, Hes. Ἀϲτ in lac. AFM Harp. epit Ἄϲτυ V, om. in lac. GI 11 ἀντυκτῆραϲ AFV ἀντεκτῆραϲ GITM 14 ϲμικρά] μικρά FV 15 ϲύ] οὐ ITM 4231 om. AFV 17 Ἀϲτερίη G Ἀϲτερία ITM καί — Ἀλκυονίδεϲ ex M 18 κτητικόν TFV κτητικόϲ AIM cp. G 27 δράματι] δράγματι M δόγματι F)

391
εὐφημότερον ἀϲτεΐζεϲθαι, τὸ ὡραΐζεϲθαι, γελωτοποιεῖν, ἅτινα ϲκώπτειν. καὶ Ἀϲτείωϲ, πρεπόντωϲ, φρονίμωϲ.

4236 Ἄϲτηνοι: οἱ δυϲτυχεῖϲ, οἱ πένητεϲ, οἱ ϲτάϲιν καὶ οἴκηϲιν μὴ [*](Δ) ἔχοντεϲ.

4237 Ἀϲτήρ, ἀϲτέροϲ. ζήτει ἐν τῷ ὁρατόν.

4238 Ἀϲτήρ· ὅτι τοῦ ἀϲτέροϲ τῆϲ Αἰγὸϲ λάμψαντοϲ ϲφοδροὶ πνέουϲιν ἄνεμοι ἔνθεν καὶ Ὅμηροϲ· λάβροϲ ἐπαιγίζων.

4239 Ἀϲτὴρ ἄϲτρου διαφέρει: ὅτι ὁ μὲν ἀϲτὴῤ ἕν τί ἐϲτι, τὸ [*](Hom.) δὲ ἄϲτρον ἐκ πολλῶν ϲυνέϲτηκεν. ὃ καὶ ἀϲτροθέτημα καλεῖται.

4240 Ἀϲτιβὲϲ ἄλϲοϲ: ἀδιόδευτον, ἀκαταμάχητον, ἀπροϲπέλαϲτον. [*](Δ + Soph.) Αἴαϲ φηϲί· μολών τε χῶρον ἔνθ᾿ ἂν ἀϲτιβῆ κίχω, κρύψω τόδ᾿ ἔγχοϲ τοὐμὸν ἔχθιϲτον βελῶν, γαίαϲ ὀρύξαϲ ἔνθα μή τιϲ ὄψεται· ἀλλ᾿ αὐτὸ νὺξ ᾅδηϲ τε ϲῳζόντων κάτω. εὑρήϲω, φηϲὶ, τόπον, οὗ οὐδεὶϲ ἐπιβήϲεται. ὁ Αἴαϲ φηϲὶν, ἵνα μή τιϲ αὐτῷ ἀκολουθήϲῃ. καὶ Ἀϲτιβῆ, ἄβατον ποϲί. καὶ Ἀϲτιβήϲ, ὁ ἄβατοϲ ἢ ἀϲφαλήϲ. καὶ Εὐϲτιβήϲ, [*](ΣΔ) ὁ καλὴν βάϲιν ἔχων. εὐϲτιβὲϲ αἰθυίαιϲ ἰχθυβόλοιϲι λέπαϲ. ἐν [*](Anth.) Ἐπιγράμμαϲι. καὶ Ἀϲτείβητοϲ, ἀδιόδευτοϲ τρίβοϲ.

[*](Δ)

4241 Ἀϲτικῶϲ: εὐϲυνέτωϲ, ἐμφρόνωϲ. ὁ δὲ πάντων ἀϲτικῶϲ τὴν [*](Ε) πρόθεϲιν κατανοήϲαϲ διχῇ διεῖλε τοὺϲ προϲχωρήϲανταϲ. λέγεται δὲ [*](Δ) Ἀϲτικὸϲ καὶ ὁ πολιτικόϲ. καὶ τοὺϲ ἀϲτικοὺϲ ὁ ἄγροικοϲ, ὁ Θεολόγοϲ φηϲί.

4242 Ἄϲτιπτοϲ: ἄβατοϲ, ἀδιόδευτοϲ. Σοφοκλῆϲ· ἀκτὴ μὲν ἥδε τῆϲ [*](Soph.) περιρρύτου χθονὸϲ Λήμνου, βροτοῖϲ ἄϲτιπτοϲ, οὐδ᾿ οἰκουμένη.

4243 Ἀϲτιϲμόϲ: πιθανολογία. ἀποϲτῆναι ῥητορικῆϲ καὶ ποιητικῆϲ [*](Σ) καὶ ἀϲτιϲμῶν.

4244 Ἄϲτομοι ἵπποι: ϲκληρόϲτομοι. ἄϲτομοι πῶλοι βίᾳ φέρουϲιν.

[*](Soph.)

4245"/> Ἀϲτόργουϲ: τοὺϲ ἀπηνεῖϲ καὶ ἀφίλουϲ, ἀϲπόνδουϲ δὲ τοὺϲ ἀδιαλλάκτουϲ καὶ μνηϲικάκουϲ, ἀνελεήμοναϲ δὲ τοὺϲ ἀκαμπεῖϲ καὶ ἀνενδότουϲ πρὸϲ ἔλεον.

[*](4236 cf. Et. M. 159, 11, Ambr. 3400, Et. Gen. ap. Miller, Mel. 50 (═ Call. fr. 120 K., 476 S.), H 4238 cf. Artem. 2, 12; B 148 4239 sch. Δ 75 4240 ἄλϲοϲ Soph. OC 126; ἀδιόδευτον cf. Ambr. 3487; ἀκαταμάχητον, ἀπροϲπέλαϲτον sch. Soph. OC 127; Αἴαϲ—ἀκολουθήϲῃ Soph. Ai. 657 — 660 c. sch. ἄβατον cf. sch. Soph. OC 126, H ἀϲτιβήϲ —ἀϲφαλήϲ cf. Ba 155, 9, Σ εὐϲτιβέϲ —λέπαϲ Anth. 6, 23, 2 Ἀϲτείβητοϲ sq. ═ Ambr. 3487 4241 ἀϲτικόϲ —πολιτικόϲ cf. H τούϲ sq. Greg. Naz. 4242 Soph. Phil. 1—2 c. sch. ἀδιόδευτοϲ ═ Ambr. 3489 4243 πιθανολογία ═ Ba 155, 12, Σa ἀποϲτῆναι sq. fort. Damasc. 4244 Soph. El. 724 —5 c.sch. 4245 sch. in Rom. 1, 31)[*](4235 γελωτοποιεῖν sq. cf. 4122 4236 Z 313 4238 hinc v. αἶγεϲ 4240 Anth. cf. v. B 365 et v. λέπαϲ 4241 Z 328 4243 —4 Z 313 4245 hinc 2246 et 4214, Z 313)[*](4237 ex A mg. M 4238 om. TF 4238 —9 post 4240 A, post 4233 l, post A(GITFVM) 4230 V; ordo propter antistoechiam turbatus 7 λάβροϲ A λάβρωϲ rell. ἐκ τοῦ λίαν βαρύϲ ss. V 16 αἰθυίαιϲ] αἰθύαιϲ A, v. B 365 ἰχθυβόλοιϲι] ἰχθυοβόλοιϲι xlm FV 17 ἀϲτείβητοϲ] ἀϲτίβητοϲ F 18 ἐμφρόνωϲ] εὐφρόνωϲ GIT 22 Ἄϲτιπτοϲ AF sch., Ἄϲτειπτοϲ rell. 23 ἄϲτιπτοϲ AFV ἄϲτειπτοϲ rell. 24 Ἀϲτιϲμόϲ] ἀϲτειϲμόϲ add. mg. VM, post vs. 23 περιρρύτου add. F, καὶ ἀ. add. l ante 4243 cf. Zon. ποιητικῆϲ] πολιτικῆϲ pr.)
392
[*](Σ)

4246 Ἀϲτόϲ: πολίτηϲ.

[*](Synt.)

4247 Ἀϲτοχῶ· γενικῇ.