Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

4128 Ἀϲαφέϲ: ἀνόητον, ἄδηλον.

4129 Ἀϲαφείᾳ νυκτὸϲ ἀπολλύμενοϲ: ὑπὸ ϲκοτεινοτάτηϲ δηλαδὴ νυκτὸϲ, [*](Metaphr.) καθ᾿ ἥν τίϲ τινα ἀναγνωρίϲαι οὐ δύναται. ὅθεν καὶ τὸ, ϲελήνηϲ τὸν ζόφον διαϲαφούϲηϲ. οὕτωϲ γέγραπται ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῶν ἁγίων διϲμυρίων.

[*](Δ)

4130 Ἀϲβαμαῖον: ὕδωρ οὕτω καλούμενον.

[*](Σ)

4131 Ἄϲβεϲτοϲ: ἀκατάπαυϲτοϲ.

[*](Δ + Ar.)

4132 Ἀϲβόλη καὶ Ἄϲβολοϲ: ἡ αἰθάλη τοῦ πυρὸϲ, ἡ ϲτακτή. φεῦ, ἰοὺ τῆϲ ἀϲβόλου. καὶ ἐπὶ δοτικῆϲ τῇ ἀϲβόλῳ.

[*](EV)

4133 Ἀϲδρούβαϲ, ὁ Καρχηδονίων ϲτρατηγὸϲ, κενόδοξοϲ ἦν καὶ ἀλαζὼν καὶ πολὺ κεχωριϲμένοϲ τῆϲ πραγματικῆϲ καὶ ϲτρατηγικῆϲ δυνάμεωϲ. ϲημεῖα δὲ τῆϲ ἀκριϲίαϲ αὐτοῦ, ὅτι παρῆν ποτε ἐν πανοπλίᾳ [*](4121 vs. 1 ὁ sq. de Hercule Stymphalides abigente sec. Hemst., fort. e Nic. Dam. 4122 — ψιλοῦται cf. Bk. 197,  9, Et. M.157, 45, sch. AT in A 554 sch. τ 218, sch. Lycophr. 8; τῶν —ἔχω Lycophr. 8 γελωτοποιεῖν sq. cf. ad 4235 4123 — ϲκάφη + παρά sq. cf. sch. Κ 576, Ambr. 3495, 3391, Et. M. 151, 52 Ap S. 45, 6, H ἐν —βαλανεῖα cf. Artem. 1, 64 init 4124 ═ Ambr. 3410 4126 cf. lo. Antioch. fr. 33, FHG 4, 553 (Gelzer, lul. Afric. 2, 380) 4127 ἐκορέϲθη cf. sch. T 307, H; περὶ Ὤχου sq. Aelian. fr. 35 4128 ═ Ba 150, 12, Σ 4129 ϲελήνηϲ sq Metaphr. PG 116, 1077c 4130 ═ Ambr. 3540 cf. Philostr. 1, 6 4131 ═ Ba 150, 18, Σa, sch. Α 599, H, Et. M. 152, 8 4132 ἀϲβόλη + ἡ ϲτακτή ═ Ambr. 3494; ἄϲβολοϲ — πυρόϲ sch. Ar. Th. 245; φεῦ —ἀϲβόλου Ar. Th. 245 cf. Ba 150, 19, Phryn. Praep. 28, 1 et Ecl. 113, H, Thom. 10, 6 4133 — p. 319, 8 ἀνάγκην Polyb. 38, 7, 1 —5 ═ EV 2, 203, 13 — 204, 3) [*](4122 Z 322; cf. 4235, 4804 4123 hinc v. B 64; cf. v. αἵματοϲ ἆϲαι et v. μινύθει 4125 Z 322 4127 ἐκορέϲθη cf. 4135 4129 cf. v. διαϲαφούϲηϲ 4131 Z 310 4132 hinc v Γ 368) [*](A(GITFVM)) [*](1 καί] ἤ M 13 ἐχαρίϲατο] ἐχάραϲϲε τότε Hultsch 4129 om. TFV 21 ὑπό] ἀπὸ A 24 Ἀϲβαμαῖον] Ἀϲκαμαῖον A 27 καί—ἀϲβόλῳ om. TFV)

379
πορφυρίδα θαλαττίαν ἐμπεπορπημένοϲ, ἡνίκα Γολόϲϲῃ ϲυνεγίνετο τῷ Νομάδων βαϲιλεῖ μετὰ μαχαιροφόρων ι΄. καὶ ὅϲον κ΄ πόδαϲ ἀπέϲτη προβεβλημένοϲ τάφρον καὶ χάρακα, καὶ κατένευε τῷ βαϲιλεῖ προϲιέναι πρὸϲ αὐτὸν, καθήκειν γίνεϲθαι τοὐναντίον. οὐ μὴν ἀλλ᾿ ὁ Γολόϲϲηϲ ἀφελῶϲ ἔχων Νομαδικῷ τινι τρόπῳ μόνοϲ προϲῄει πρὸϲ αὐτόν· καὶ προϲεγγίϲαϲ ἤρετο τίνα φοβούμενοϲ τὴν πανοπλίαν ἔχων ἧκε. τοῦ δ᾿ εἰπόντοϲ ὅτι Ῥωμαίουϲ· οὐκ ἂν ἄῤ, ἔφηϲεν ὁ Γολόϲϲηϲ, ἔδωκαϲ ϲαυτὸν ἐϲ τὴν πόλιν, μηδεμίαν ἔχων ἀνάγκην. ἦν μὲν οὖν καὶ φύϲει ϲάρκινοϲ, βαλὼν δὲ τὴν πανοπλίαν καὶ κοιλίαν εἰλήφει καὶ τῷ χρώματι παρὰ φύϲιν ἐπικεκαυμένοϲ ἦν, ὥϲτε δοκεῖν ἐν πανηγύρει που διαιτᾶϲθαι παραπληϲίωϲ τοῖϲ ϲιτευτοῖϲ βουϲὶν, ἀλλὰ μὴ τηλικούτων καὶ τοιούτων κακῶν προϲτατεῖν, ὧν οὐδ᾿ ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διεξιὼν οὐδείϲ· ὥϲθ᾿ ὅτε μὲν ἐϲ τὰϲ ἀποφάϲειϲ αὐτοῦ τιϲ βλέψειε, θαυμάζειν τὸν ἄνδρα καὶ τὸ μεγαλόψυχον τῶν λόγων, ὅτε δὲ ἐϲ τὸν χειριϲμὸν τῶν πραγμάτων, τὴν ἀγεννίαν καταπλήττεϲθαι καὶ τὴν ἀνανδρίαν.

4134 Ἀϲδρούβαϲ, Καρχηδόνιοϲ ϲτρατηγόϲ. οὖτοϲ κατὰ τὴν τοῦ [*](EV) πολέμου ϲυμβολὴν χαλεπῶϲ ἔχων τῆϲ ἐπὶ τὰ Μέγαρα ἐπιχειρήϲεωϲ, ὅϲα Ῥωμαίων εἶχεν αἰχμάλωτα ἐπὶ τὸ τεῖχοϲ ἀγαγὼν, ὅθεν εὐϲύνοπτα Ῥωμαίοιϲ ἔμελλε τὰ δρώμενα ἔϲεϲθαι, τῶν μὲν ὀφθαλμοὺϲ ἢ γλώτταϲ ἢ νεῦρα ἢ αἰδοῖα ϲιδηρίοιϲ ἐξεῖλκε καμπύλοιϲ, τῶν δὲ ὑπέτεμνε τὰ πέλματα καὶ δακτύλουϲ ἐξέκοπτεν, ἢ τὸ δέρμα τοῦ λοιποῦ ϲώματοϲ ἀπέϲπα, καὶ πάνταϲ ἔμπνουϲ ἔτι κατεκρήμνιζεν, ἀδιάλλακτα Καρχηδονίοιϲ τὰ ἐϲ Ῥωμαίουϲ ἐπινοῶν. καὶ ὁ μὲν αὐτοὺϲ οὕτωϲ ἠρέθιζε τὴν ϲωτηρίαν ἔχειν ἐν μόνῃ τῇ μάχη, περιέϲτη δ᾿ αὐτῷ ἐϲ τὸ ἐναντίον ὧν ἐπενόει. ὑπὸ γὰρ τοῦ ϲυνειδότοϲ οἱ Καρχηδόνιοι τῶνδε τῶν ἀθεμίϲτων ἔργων περιδεεῖϲ ἀντὶ προθύμων ἐγίγνοντο, καὶ τὸν Ἀϲδρούβαν ὡϲ τὴν ϲυγγνώμην ϲφῶν ἀφῃρημένον ἐμίϲουν· καὶ μάλιϲθ᾿ ἡ βουλὴ αὐτοῦ κατεβόα ὡϲ ὠμὰ καὶ ὑπερήφανα δεδρακότοϲ ἐν ϲυμφοραῖϲ οἰκείαιϲ τοϲοῖϲδε. ὁ δὲ τῶν βουλευτῶν τιναϲ ἔκτεινε καὶ ἐϲ πάντα ὢν ἤδη περιδεὴϲ ἐϲ τυραννίδα μᾶλλον ἢ ϲτρατηγίαν περιῆλθεν, ὡϲ ἐν τῷδε μόνῳ τὸ ἀϲφαλὲϲ ἕξων, εἰ φοβερὸϲ αὐτοῖϲ εἴη καὶ διὰ τοῦτο δυϲεπιχείρητοϲ. ζήτει περὶ τούτου ἐν τῷ Ἀννίβαϲ.

4135 Ἆϲαι: κορέϲαι· ἢ ψάλαι.

[*](Δ)

4136 Ἀϲαία: ὄνομα ὄρουϲ. καὶ Ἀϲαῖοϲ, ὄνομα κύριον.

[*](Δ)[*](4133 vs. 8 ἦν sq. ═ Polyb. 38, 8, 7, 10 ═ EV 2, 205,13 —17 + 23—26 4134 App. Pun. 118 ═ EV 2, 230. 6 — 23 4135 cf. H; — κορέϲαι ═ sch. Ε 289 cf. Et. M. 152, 3 4136 Ἀϲαῖοϲ sq. ═ Ambr. 3412)[*](4134 cf. 2452 4135 cf. 4127)[*](4 καθήκειν] καθῆκον pr. ἀλλ᾿ ὁ Γολόϲϲηϲ] ἀλλὰ γλώϲϲηϲ A 5 Νομαδικῷ] A(GITVM) Νουμαδικῷ A 16 ἀνανδρίαν] ἀνδρίαν A 17 τοῦ] ex που corr. A, om. GVM 18 ἐπί] περί Gl Μέγαρα AV μεγάλα GIM 21 ὑπέτεμνε] ἀπέτεμνε V 27 ἀθεμίϲτων AV ἀθεμίτων M Exc. ἀθέϲμων Gl)
380
[*](Thdr.)

4137 Ἀϲεβεῖϲ: οἱ πολυθεΐαν ἢ ἀθεΐαν θρηϲκεύοντεϲ.

[*](Ps.)

4138 Ἀϲεβῶν: παρὰ τῷ Δαβὶδ τῶν τὸν θεὸν ἀγνοούντων.

[*](Synt.)

4139 Ἀϲεβῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

4140 Ἀϲέλγεια: ἀντὶ τοῦ πολυτέλεια. οὕτωϲ Αἰϲχίνηϲ. ἢ Ἀϲέλγεια, [*](Δ) πορνεία, ἀκαθαρϲία. μιαρία. παρῆκται δὲ, ὥϲ φαϲιν, ἐξ [*](Σ) αἰτίαϲ τοιαύτηϲ. Σέλγη πόλιϲ ἐϲτὶ τῆϲ Πιϲιδίαϲ, ὅπου κακῶϲ ἔζων οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀλλήλοιϲ ἐκοινώνουν. κατ᾿ ἐπίταϲιν οὖν τὸ ἀϲελγαίνειν. καὶ Ἀϲελγὲϲ οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἀκολάϲτου ἔταττον οἱ παλαιοὶ, ἀλλ᾿ ἔϲτιν ὅτε καὶ ἐπὶ τοῦ μεγάλου. καὶ γὰρ ἄνεμον ἀϲελγῆ λέγουϲι· καὶ Ἀϲελγόκερωϲ τράγοϲ, ὁ μέγαϲ. ἢ Ἀϲελγόκερωϲ, ὁ κυρίττων. [*](Ar.) πίονέϲ εἰϲιν ἀϲελγῶϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ φηϲὶν ἐν Πλούτῳ. ἀντὶ τοῦ κατωφερεῖϲ [*](Ε) θορυβούμενοι καὶ κεκραγότεϲ μετὰ ἀϲελγείαϲ, οἷον οἱ κόρακεϲ [*](Σ) λαρυγγίζουϲιν. ἀντὶ τοῦ μεγάλωϲ φωνοῦϲι. καὶ Ἀϲελγήϲ, ἐπὶ ἀνέμου ὁ ϲφοδρῶϲ πνέων. πολὺϲ δὲ καὶ ἀϲελγὴϲ τίκτεται ἐκεῖθι (φηϲὶν Αἰλιανὸϲ ἐν τῷ περὶ ποικίληϲ ἀφηγήϲεωϲ)· γένεϲιϲ δὲ αὐτῷ αὐλῶνεϲ βαθεῖϲ καὶ φάραγγεϲ, δι᾿ ὧν ὠθούμενοϲ ἐκτείνει λαβρότατοϲ.

[*](ΔΣ)

4141 Ἄϲη: ῥύποϲ. καὶ κλίνεται ἄϲηϲ. ἢ λύπη. καὶ τοϲαύτηϲ ἄϲηϲ ὑποπίμπλαμαι καὶ ναυτίαϲ ϲῶμά τε καὶ ψυχὴν, ὥϲτε καὶ εἰϲ ἐμέτουϲ ἐμοὶ τὴν ἀχθηδόνα προπίπτειν. τουτέϲτι ῥύπου.

[*](Δ)

4142 Ἀϲηκόροϲ: ὁ ἀκηδιαϲτήϲ.

[*](Harp.)

4143 Ἀϲήμαντα: τὰ λεγόμενα ἀϲφράγιϲτα. καὶ γὰρ ϲημεῖα τὰϲ [*](Σ) ϲφραγίδαϲ ἔλεγον. καὶ Ἀϲημάντοιϲ, ἀφυλάκτοιϲ, οὐκ ἔχουϲι ϲημάντοραϲ, τοὺϲ ἐπιϲτάταϲ. ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ϲφραγίδων.

[*](Δ)

4144 Ἄϲημον: τὸ δυϲγενὲϲ, καὶ τὸ μηδὲν ϲημαῖνον. καὶ Ἄϲημοϲ, ὁ ἀγεννήϲ.

[*](Δ)

4145 Ἄϲηροϲ: ὁ μὴ ἔχων ϲκώληκαϲ.

[*](Δ)

4146 Ἀϲηρώθ: ὄνομα κύριον.

[*](4137 Thdr. in Ps. 1, 1. PG 80, 868d 4138 τῶν sq. ═ An. Ox. 2, 428, 22 4140 — Αἰϲχίνηϲ (1, 95) ═ Ba 150, 24; vs. 4. 5 ἀϲέλγεια — ἀκαθαρϲία + παρῆκται— vs. 7 ἀϲελγαίνειν ═ Ba 150, 24, Σ cf. Et. M. 152, 45, Et. Gud., An. Ox. 2, 333, 5 πορνεία ═ H; vs. 8 ἀϲελγέϲ —κυρίττων cf. H v. κριὸϲ ἀϲελγόκερωϲ et v. ἀϲελγήϲ, Ba 151, 5 vs. 5 μιαρία ═ Ambr. 3514 vs. 11 πίονεϲ — κατωφερεῖϲ Ar. Pl. 560 c. sch. θορυβούμενοι — λαρυγγίζουϲιν lambl. fr. 10 vs. 13 ἀϲελγήϲ— ϲφοδρῶϲ cf. Ba 150, 28, H πολύϲ sq. Aelian. fr. 5 4141 init. aliter Ambr. 3493 λύπη ═ Ba 151, 8 cf. H 4142 ═ Ambr. 3377, H 4143 — ἔλεγον Harp. ═ Ba 151, 2 ἀϲημάντοιϲ sq. ═ Ba 151,11, Σ cf. H; Et. M. 153, 11 ═ sch. Κ 485 4144 τὸ μηδὲν ϲημαῖνον ═ Ambr. 3539; ἄϲημοϲ sq. ═ Ambr.3380 4145 ═ Ambr. 3399 4146 ═ Ambr. 3413)[*](4140 hinc v. Σέλγη; ἀϲελγέϲ — μέγαϲ cf. v. κριὸϲ ἀϲελγόκερωϲ; θορυβούμενοι sq. cf. v. λαρυγγίζουϲιν 4142 Z 311 4142 Z 322 4146 Z 310)[*](A(GITFVM))[*](4138 om. FV 10 κυρίττων] κηρίττων A; ἤγουν ὁ κεραιῶν ss. V 11 κατωφερεῖϲ M sch. καταφερεῖϲ rell. 16. 17 λαβρότατοϲ] λαβρότητα M 4142 om. F post 4144 V 21 ἀκηδιαϲτή] πρωτοδικαϲτήϲ V)
381

4147 Ἀϲία: χώρα, ἡ τῆϲ ἀνατολῆϲ. καὶ Ἀϲιάδοϲ κρούματα, [*](Δ) τῆϲ κιθάραϲ. οὕτωϲ Ἀριϲτοφάνηϲ. ἢ Ἀϲιάτιδοϲ κρούματα.[*](Σ) καὶ Ἀϲιῆτιϲ γῆ, τῆϲ Ἀϲίαϲ.

[*](Δ)