Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

4148 Ἀϲίννιοϲ Πωλίων, Ῥωμαῖοϲ. ἱϲτορίαϲ Ῥωμαϊκὰϲ ϲυνέταξεν [*](Hesy.) ἐν βιβλίοιϲ ιζ΄. οὖτοϲ πρῶτοϲ Ἑλληνικὴν ἱϲτορίαν Ῥωμαϊκῶϲ ϲυνεγράψατο.

4149 Ἄϲιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

4150 Ἀϲιῶν: τὸ ὄροϲ.

[*](Δ)

4151 Ἀϲιτῶ: ἄρτον οὐκ ἐϲθίω.

[*](Δ)

4152 Ἀϲιχίνη: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

4153 Ἀϲθένεια: ταλαιπωρία, νόϲοϲ, ἀδυναμία. καὶ Ἀϲθενοῦνταϲ, [*](Δ) ἀντὶ τοῦ ἐν ἐνδείᾳ ὄνταϲ· τὴν γὰρ τὺχην ἰδίωϲ νόϲον [*](Ar.) φαϲίν. Ἀριϲτοφάνηϲ· τοὺϲ πένηταϲ ἀϲθενοῦνταϲ.

4154 Ἀϲθήϲεται: ἐκ τοῦ ᾄδω, τὸ ψάλλω.

[*](Etym)

4155 Ἆϲθμα: πνοή. καὶ Ἀϲθμάζειν, ἀντὶ τοῦ ἀϲθμαίνειν, τουτέϲτι [*](Σ) πνευϲτιᾶν. Βάβριοϲ· οἶά τιϲ νούϲῳ κάμνων ἐβέβλητ᾿ οὐκ ἀληθὲϲ ἀϲθμαίνων.

4156 Ἀϲκαλαβώτηϲ: ὁ γαλεώτηϲ. οὐχὶ καλαβώτην λέγουϲι, [*](Δ) μᾶλλον δὲ γαλεώτην. Μένανδροϲ· οὑτοϲὶ δὲ γαλεώτηϲ γέρων.

[*](Σ)

4157 Ἀϲκάλαφοϲ: παρὰ τὸ ἀϲκελὲϲ τῆϲ ἁφῆϲ, ὁ λίαν ϲκληρόϲ.

[*](Hom.)

4158 Ἀϲκαλωνίτηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

4159 Ἀϲκαμωνία: εἶδοϲ βοτάνηϲ ἰατρικῆϲ.

[*](Δ)

4160 Ἀϲκανία: λίμνη ἐν Νικαίᾳ.

[*](Etym.?)

4161 Ἄϲκαντοϲ: ἡ μικρὰ κλίνη, τὸ πτωχὸν κλινίδιον. ἢ Ἀϲκάντηϲ, [*](Σ) κλίνη μὴ ἔχουϲα κάνητα· κάνηϲ δὲ ὁ ψίαθοϲ. ἢ ὁ [*](Call.) ϲκίμπουϲ, ἢ δίφρου τι εἶδοϲ, οἱ δὲ τὸν κράββατον. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) Νεφέλαιϲ· ἔξει τὸν ἀϲκάντην λαβών.

[*](4147 — χώρα cf. Ambr. 3531 Ἀϲιάδοϲ— Ἀριϲτοφάνηϲ (Th. 121) ═ Ba 151, 25, Et. M. 153, 31 cf. sch. Ar. Th. 121, H Ἀϲιῆτιϲ sq. ═ Ambr. 3492 4148 οὗτοϲ sq. cf. Rh. Mus. 36, 316 4149 ═ Ambr. 3427 4156 Ambr. ═ 3469 cf. 3444 4151 l. ═ Ambr. 3569. 3574 4152 ═ Ambr. 3500 4153 l. ═ Ambr. 3511 ἀϲθενοῦνταϲ sq. Ar. Pac. 636 c. sch. 4155 — πνοή ═ Ba 151, 13 Σa cf. Et. M. 153, 13. H; ἀϲθμάζειν —ἀϲθμαίνειν ═ Ba 151, 14; πνευϲτιᾶν cf. Ba 151, 15, Σa, H οἷα sq. Babr. 103, 3 — 4 4156 — γαλεώτηϲ ═ Ambr. 3383 cf. H οὐχί —Μένανδροϲ (fr. 188) ═ Ba 151, 27 cf. Donat. in Terent. Eun. 4, 4, 21 4157 sch. Ν 478 ═ Et. M. 154, 25 4158 ═ Ambr. 3423 4159 l. ═ Ambr. 3530 4160 cf. Strab. 12, p. 565 4161 — κλινίδιον cf. Ba 152, 12, Et. M. 154, 28, H ἀϲκάντηϲ —ψίαθοϲ cf. Sallust. in Call. Hec. ap. Et. Gen., lnd. lect. Rost. 1890/91 p. 14 (═ Call. fr. 15 K.), Et. M. 154, 30 ϲκίμπουϲ sq. Ar. Nu. 634 c. sch. cf. Et. M. κράββατον cf. Moerid. 190, 23)[*](4148 cf. v. Πωλίων 4152 Z 318 4155 cf. v. ϲπήλυγξ 4156 cf. v. Γ 27 4157 Z 311 4159 hinc v. ϲκαμωνία, Z 318 4161 cf. v. κάνηϲ et v. ϲκίμπουϲ)[*](3 Ἀϲίαϲ] καὶ ἀϲινήϲ, ὁ ἀβλαβήϲ add. F cf. Zon. 311 v. ἀϲήκοροϲ 4 Ἀϲίννιοϲ] A(GITFVM) Ἀϲϲίνιοϲ AF 5. 6 ϲυνεγράψατο] ϲυνέγραψεν FV 7 ὄνομα om. FV 4154 ex l (post 4152), M 19 οὑτωϲί] οὑτωϲί V 20 ἀϲκελέϲ AGTF, sch., Et. Gen. ἀϲκαλέϲ IVM, Et. M. cf. Zon. 4160 ex T (post 4156), M)
382
[*](Δ)

4162 Ἀϲκαρδαμυκτί: χωρὶϲ τοῦ μύειν, ὅ ἐϲτιν ἀγρίωϲ βλέπειν. [*](Ar.) καὶ Ἀϲκαρδάμυκτον. Ἀριϲτοφάνηϲ· βλέψον εἰϲ ἐμὲ ἀϲκαρδάμυκτον. τουτέϲτι μὴ μύϲαϲ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ. τὸ δὲ ϲκαίρειν καὶ μύειν τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ καὶ πυκνῶϲ βλεφαρίζειν ϲκαρδαμύϲϲειν λέγεται καὶ ἰλλωπεῖν. ἀϲκαρδαμυκτεῖν οὖν τὸ ἄνω βλέπειν. οἷον ἀτενὲϲ βλέψον εἰϲ ἐμέ.

[*](Δ)

4163 Ἀϲκελέϲ: ἀδιαλείπτωϲ.

[*](Soph.)

4164 Ἀϲκέπαρνον: ἄξεϲτον, ἄγλυφον, ἀπελέκητον, οὐκ εἰργαϲμένον. Σοφοκλῆϲ· κἀπὶ ϲεμνὸν ἑζόμην βάθρον τόδ᾿ ἀϲκέπαρνον.

[*](ΣΔ)

4165 Ἀϲκέραι: ὑποδήματα Ἀττικά. ἡ εὐθεῖα ἀϲκέρα.

[*](Σ)

4166 Ἄϲκευον: ἀντὶ τοῦ ἀπαράϲκευον. ἄνευ ὅπλων. καὶ ὁ Θεολόγοϲ· [*](Greg.) βίον ἄϲκευον, καὶ ἀπέριττον.

[*](Δ)

4167 Ἀϲκηθήϲ: ἀβλαβὴϲ, ὑγιήϲ.