Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

382 Ἀγυιάν: τὸν ϲτενωπὸν Ξενοφῶν. καὶ ὅλωϲ πολλὰ τὰ γλωϲϲηματικὰ [*](Σ) παρ᾿ αὐτῷ.

383 Ἀγυιαί: ἄμφοδα, ῥύμαι, ἢ ἐπιμήκειϲ ὁδοί· παρὰ γὰρ τὸ μὴ [*](Σ) ἔχειν πωϲ γυῖα καὶ μέλη καὶ κάμψειϲ. τὰ δὲ ἄμφοδα ἔχουϲιν ἑκατέρωθεν διεξόδουϲ καὶ ταύτῃ διαφέρουϲιν. Ἀγυιᾶϲ δὲ ἔνιοι μὲν ὀξύνουϲι [*](Harp.) θηλυκῶϲ χρώμενοι, οἷον τὰϲ ὁδούϲ· βέλτιον δὲ περιϲπᾶν, ὡϲ ἀπὸ τοῦ ἀγυιέαϲ. ἀγυιεὺϲ δέ ἐϲτι κίων εἰϲ ὀξὺ λήγων, ὃν ἱϲτᾶϲι πρὸ τῶν θυρῶν. ἰδίουϲ δέ φαϲιν αὐτοὺϲ εἶναι Ἀπόλλωνοϲ, οἱ δὲ Διονύϲου, οἱ δὲ ἀμφοῖν. ἔϲτιν οὖν τὸ ὁλόκληρον ἀγυιεύϲ, καὶ τὴν αἰτιατικὴν ἀγυιέαϲ, ἐν ϲυναλοιφῇ δὲ ἀγυιᾶϲ. ἔϲτι δὲ ἴδιον Δωριέων. εἶεν δ᾿ ἂν οἱ παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ λεγόμενοι ἀγυιεῖϲ οἱ πρὸ τῶν οἰκιῶν βωμοὶ, ὡϲ Σοφοκλῆϲ μετάγων τὰ Ἀθηναίων ἔθη εἰϲ Τροίαν φηϲί· λάμπει δ᾿ ἀγυιεὺϲ βωμὸϲ ἀτμίζων πυρὶ ϲμύρνηϲ ϲταλαγμοὺϲ, βαρβάρουϲ εὐοϲμίαϲ. καὶ Ἀγυιεὺϲ, ὁ πρὸ τῶν αὐλείων θυρῶν κωνοειδὴϲ [*](Σ) κίων, ἱερὸϲ Ἀπόλλωνοϲ, καὶ αὐτὸϲ θεόϲ. Φερεκράτηϲ Κραπατάλοιϲ· ὦ δέϲποτα Ἀγυιεῦ, ταῦτα ϲὺ μέμνηϲό μου.

384 Ἀγύλαιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

385 Ἀγύρριοϲ: ὄνομα κύριον. ὃϲ ἐπὶ μαλακίᾳ διεβέβλητο ὡϲ καὶ [*](Ar.) πέρδεϲθαι αὐτόν. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ. ἐκωμῳδεῖτο δὲ καὶ εἰϲ θραϲύτητα. καὶ Ἀγύρριοϲ, δημαγωγὸϲ Ἀθηναίων οὐκ ἀφανήϲ. [*](Harp.) Ἀγύρριοϲ τὸν Προνόμου πώγων᾿ ἔχων λέληθεν. ὁ Ἀγύρριοϲ ϲτρατηγὸϲ [*](Ar.) θηλυδριώδηϲ, ἄρξαϲ ἐν Λήμνῳ, ὃϲ τὸν μιϲθὸν τῶν ποιητῶν ϲυνέτεμεν. ὁ δὲ Πρόνομοϲ αὐλητὴϲ ἦν μέγαν πώγωνα ἔχων.

[*](380 ὁ ἐν ἀγρῷ ═ Ambr. 135 381 Harp. ═ P, Ba 13, 23, An. Ox. 2, 488, 1 Isaeus fr. 67, Antiph fr. 118 382 ═ P; Xen Cyr 2, 4, 3 383 — διαφέρουϲιν ═ P cf. Ba 16, 25 ἀγυιάϲ—εὐοϲμίαϲ Harp. ═ P, Ba 16, 8; Soph. fr. 341 Ἀγυιεύϲ sq. P; Pherecr. fr. 87 384 ═ Ambr. 189 385 — θραϲύτητα sch. Ar. Pl. 176 vs. 28 Ἀγύρριοϲ—ἀφανήϲ Harp. ═ P, Ba 16, 7 vs. 28. 29 Ἀγύρριοϲ sq. Ar. Eccl. 102 c. sch.)[*](380 ἀγρῷ Z 20 ἀγροιώτᾳ—Πριήπῳ ex v. Πρίαποϲ; ϲτόρθυγξ—ϲιδήριον ex v. ϲτόρθυγξ 383 Z 20 385 αὐτὸν hinc v. πέρδεϲθαι Ar Eccl. hinc v. Πρόνομοϲ; Z 21)[*](1 ἀγροιώτᾳ—Πριήπῳ om. S τῷδε M. v. Πρίαποϲ, τῶν δέ AGIT A(GITSM) 2 ϲτόρθυγξ—ϲιδήριον om. ASM mg. G 7 παρείληφε] παρέλαβον Gl 8 μεγάλουϲ] μεγάλωϲ SMac 382 om S 11 γάρ om. SM 14 θηλυκῶϲ] θ. δέ M 17 τήν om M αἰτιατικήν] αἰτιατικόν M 22 αὐλείων] αὐλίων SM cf. Phot. κωνοειδήϲ GIT κονοειδήϲ SM καὶ νοειδήϲ A 23 Ἀπόλλωνοϲ] Ἀπόλλωνι SMac)
40
[*](Δ)

386 Ἄγυριϲ: ἄθροιϲιϲ. καὶ Ἀγυριϲμόϲ. ὁ δὲ ἐϲπούδαϲεν εἰϲ τὸ δυνατὸν πρὸϲ ἀγυριϲμὸν τῆϲ ἀπορρήτου τῶν θείων θεραπείαϲ. καὶ [*](Σ) Ἀγυρμόϲ, ἐκκληϲία, ϲυναγωγή.

387 Ἀγυρτεία: ὁμιλίαν, οἵαν ἐκεῖνοϲ ἐθηρᾶτο, πρὸϲ ἀγυρτείαν τινὰ θραϲυνομένην.

[*](Soph.Σ)

388 Ἀγύρτηϲ: πτωχὸϲ, ὀχλαγωγόϲ. ἐπαίτηϲ, φιλοκερδήϲ. ἢ ϲυρφετώδηϲ. ἔϲτι δὲ καὶ βόλοϲ κυβευτικὸϲ καὶ Γάλλοϲ καὶ μάντιϲ, ὡϲ [*](Anth.) Ἀπίων. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· κειράμενοϲ γονίμην τιϲ ἀπὸ φλέβα Μητρὸϲ [*](soph.) ἀγύρτηϲ. καὶ αὖθιϲ· δόλιον ἀγύρτην, ὃϲ ἐν τοῖϲ κέρδεϲι μόνον δέδορκε. καὶ αὖθιϲ· ἦν γὰρ αὐτὸϲ ἀγύρτηϲ τῷ ὄντι καὶ φιλομαντευτήϲ.

[*](Σ)

389 Ἀγύρτηϲ: ὁ ἀλαζὼν καὶ ἀπατεών. τὸ δὲ ἀγείρειν καὶ τὸ περιαγείρειν, τὸ περιϊέναι καὶ περινοϲτεῖν ἐπὶ νίκῃ ἡ τινι ἑτέρῳ τοιούτῳ ϲεμνύνειν. ὁ δὲ ἀγύρτηϲ καὶ κυβευτικοῦ βόλου ὄνομά ἐϲτιν. ἐμέμφετο αὐτοῦ τὸ περὶ τὰϲ μαντείαϲ ἐπτοημένον καὶ βουλόμενον ἀεὶ [*](Σ) τοῖϲ ἀγύρταιϲ ἐπιτρέπειν τὰ οἰκεῖα πράγματα. καὶ Ἀγυρτικὰ, χυδαῖα ψεύϲματα. καὶ Ἀγυρτώδη, ϲυρφετώδη.

[*](Eol.?)

390 Ἄγχαυροϲ: ὁ παχνώδηϲ ὄρθροϲ, παρὰ τὸ πληϲίον ἔχειν τὴν αὔραν. Ὅμηροϲ· αὔρη δὲ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό.

[*](Δ)

391 Ἀγχεῖοϲ: ὁ πληϲίον.

[*](Δ)

392 Ἀγχείϲιοϲ: ὁ τοῦ Ἀγχείϲου.

[*](Δ)

393 Ἀγχηϲτῖν αι: πυκναί. καὶ Ἀγχηϲτῖνοϲ, ἡ εὐθεῖα.

[*](Σ)

394 Ἄγχι: ἐγγύϲ.

[*](Δ)

395 Ἀγχιάλεια: πόλιϲ. καὶ Ἀγχίαλοϲ, ἡ ἐγγὺϲ τῆϲ θαλάϲϲηϲ. [*](Soph.) οὐ πάντωϲ δὲ αἱ ἀγχίαλοι καὶ ἀμφίαλοι εἰϲίν. οἷά ἐϲτιν ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἀγχίαλοϲ μὲν, οὐκ ἀμφίαλοϲ δέ· αἱ δὲ νῆϲοι καὶ ἀγχίαλοι καὶ ἀμφίαλοί εἰϲι. Σοφοκλῆϲ· Τελαμώνιε παῖ τῆϲ ἀμφιρρύτου Σαλαμῖνοϲ. [*](Anth.) καὶ αὖθιϲ· θεῖον Ὅμηρον κλεινὸϲ ἐπ᾿ ἀγχιάλῳ τύμβοϲ ἔχει ϲκοπέλῳ.

[*](Suid.)

396 Ἀγχιάλη: πόλιϲ, ἥν ἔκτιϲεν ἐν μίᾳ ἡμέρᾳ Σαρδανάπαλοϲ ὁ τῶν Ἀϲϲυρίων βαϲιλεύϲ. ὁμοίωϲ ἔκτιϲε καὶ τὴν Ταρϲὸν ὁ αὐτόϲ.

[*](386 — ἄθροιϲιϲ ═ Ambr. 258 cf. sch Π 661 ὁ δέ—θεραπείαϲ Dam. fr. 92 ἀγυρμόϲ sq. ═ P, Ba 15, 13 388 — πτωχόϲ sch. Soph. O T 388 ἐπαίτηϲ, φιλοκερδήϲ ═ Σᵃ, P, Ba 15, 17 Bk. 213, 9. Et. M. 14, 31 ϲυρφετώδηϲ— κυβευτικόϲ cf. H et ad 389 κειράμενοϲ—vs. 9 ἀγύρτηϲ Anth. 6, 218, 1 δόλιον— δέδορκε Soph. O T 388 ἦν sq. Dam. (‘Durchf. A’) 389 — ἐϲτιν ═ P; — ϲεμνύνειν ═ Ba 15, 17, Et. M. 14, 32 cf. Ael. fr. 9 ex Eust. O. 1430, 34; H ἐμέμφετο—πράγματα Dam. (‘Durchf A’) ἀγυρτικά sq ═ Ba 16, 23, P, Bk. 213, 10; ψεύϲματα ═ Et. M. 14, 35 390 cf. Et. M. 14, 42, sch. Ap R. 4, 111; ε 469 391 ═ Ambr. 238 392 ═ Ambr. 235 393 ═ Ambr. 263 et 124 cf. sch. Ε 141, Et. M. 15, 3 394 ═ P, Ba 17, 7, sch. Ε 185, H 395 — πόλιϲ ═ Ambr. 286 Ἀγχίαλοϲ cf. Ambr. 274 οὐ—Σαλαμῖνοϲ Soph. Ai. 134 c. sch. θεῖον sq. Anth. 7, 4, 1—2)[*](380 Z 21 cf. 28 388 hinc v. Β 369 388—9 Z 18 390 Z 21 391—2 Z 21 392 cf. 404 393 cf. Z 23 396 ex v. Σαρδανάπαλοϲ)[*](A(GITSM))[*]( 4 Ἀγυρτεία AS Ἀγυρτείαν GITM 11 ἀγείρειν] ἀγύρειν AM 18 αὔρη] αὕριον A πνέει] πνόη ss. S ἠῶθι] πρὸ τῆϲ ἡμέραϲ mg. S 25 νῆϲοι καί S sch. νῆϲοι rell. 396 om. S mg. A post vs. 23 τιόλιϲ GIT 28 πόλιϲ om. GIT (add. καὶ Ἀγχιάλεια ἡ πόλιϲ post vs. 29 βαϲιλεύϲ) 29 ὁμοίωϲ—αὐτόϲ ex M, ss. περιϲϲόν)
41

397 Ἀγχιβαθήϲ: ὁ ἐγγύβαθοϲ.

[*](Δ)

398 Ἀγχιβατεῖν: Ἴωνεϲ τὸ ἀμφιϲβητεῖν. καὶ Ἀγχιϲβαϲίην Ἡράκλειτοϲ.

[*](Suid.)

399 Ἀγχίθυροϲ: πληϲιαίτατοϲ. γείτων. ἀγχίθυροί τε καὶ γείτονεϲ [*](ΔΣ) ἀλλήλων αἱ δυνάμειϲ ἐγίνοντο.

[*](Ε)

400 Ἀγχίμαχοϲ: ἐγγύθεν μαχόμενοϲ.

[*](Σ)

401 Ἀγχίμολον: ἐγγὺϲ ἐλθόν.

[*](Σ)