Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

362 Ἀγριωπόϲ: τὴν ἀγριωπὸν ἀκρατῶϲ γαυρουμένην. λέγει δὲ τὴν ἀμαρτίαν. [*](Io. Dam) ἐκ τοῦ ὤψ ὠπόϲ, ὃ ϲημαίνει τὸν ὀφθαλμὸν, τουτέϲτιν ἡ ἀναιδὴϲ καὶ ἄγριοϲ.

363 Ἀγρίππαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

364 Ἄγριπποϲ. ἡ ἀγρία ἐλαία. καὶ παροιμία· ἀκαρπότεροϲ [*](Δ) ἀγρίππου.

[*](Prov.)

365 Ἀγρίφη: δίκελλα, ϲκεῦοϲ γεωργικὸν πολύγομφον.

[*](Δ)

366 Ἀγρολέτειρα: ἡ Ἄρτεμιϲ.

[*](Δ)

367 Ἀγρόμενοι: ϲυναθροίζοντεϲ. ἀγρόμενοι πᾶϲ δῆμοϲ. ϲύνταξιϲ [*](Σ) πρὸϲ ϲχῆμα· ὁ δῆμοϲ ἀγρόμενοι· ἐπεὶ ὁ δῆμοϲ πλῆθοϲ ϲημαίνει.

[*](Hom.)

368 Ἀγρονόμοι: οἱ ἐν ἀγροῖϲ διάγοντεϲ. ἠχήειϲ τέττιξ δροϲεραῖϲ [*](Σ) ϲταγόνεϲι μεθυϲθεὶϲ, ἀγρόνομον μέλπειϲ μοῦϲαν ἐρημολάλον. ἐν [*](Anth.) Ἐπιγράμμαϲι.

369 Ἀγρόταϲ: ἀγροίκουϲ. καὶ Ἀγρότηϲ· ὁ ἐν ἀγρῷ διαιτώμενοϲ. [*](ΣΔ) ἀλλ᾿ ὡϲ πάροινοϲ ἀγρότηϲ ἀνεκλίθηϲ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οἱ τριϲϲοί τοι ταῦτα [*](Suid.) τὰ δίκτυα θῆκαν ὅμαιμοι ἀγρότα Πὰν, ἄλλοϲ ἄλληϲ ἀπ᾿ ἀγρεϲίηϲ. θηλυκὸν δὲ Ἀγρότιϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἄνθετο δέρμα λέοντοϲ Τεῦκροϲ Ἄραψ, καὐτὴν ἀγρότιν αἰγανέαν.

[*](359 ὁ sq. Soph. Ai. 1035 360 — ἐϲπουδακότα Harp. ═ P, Ba 17, 10 Aeschin. 1, 52; Men. com. fr. 965 vs. 5 ἀγρίουϲ—παιδεραϲτάϲ sch. Ar. Nu. 348 361 θαυμαϲτή—μέροϲ (φιλαργυρίαϲ) Polyb. fr. 93 ἀγριώτατοϲ ═ Ambr. 229 362 — γαυρουμένην lo. Dam can. 1, 96 ὤψ—ὀφθαλμόν cf. Et. Gud., An. Ox. 2, 334, 28 363 ═ Ambr. 182 364 — ἐλαία cf. H v. ἄγριφοϲ ἀκαρπότεροϲ sq. cf. Zen. l 60 365 — δίκελλα ═ Ambr. 261 366 ═ Ambr. 273, Stud. An. 270 367 — ϲυναθροίζοντεϲ ═ P, Ba 15, 11 ἀγρόμενοι sq. Υ 166 c. sch. A. 368 — διάγοντεϲ ═ P, Ba 15, 22, cf. H ἠχήειϲ sq. Anth. 7, 196, 1 369 — ἀγροίκουϲ ═ P, Ba 15 ἀγρότηϲ—ἀγρῷ cf. Ambr. 136b)[*](259 Soph. cf. v. δημιουργόϲ 360 ὅτι ἐκωμωδοῦντο sq. ex v. δραχαρνεῦ cf. v. ϲκληφρόϲ 364 Z 20; Prov. cf 806 365—6 Z 28 367 Z ?7; Hom. cf. v. ὣϲ φάϲαν 369 ἀνεκλίθηϲ Z 20; ἀλλ—ἀνεκλίθηϲ ex v. B 457 οἱ τριϲϲοί—ἀγρεϲίηϲ ex 347 ἄνθετο—αἰγανέαν ex v. αἰγανέαν cf. v. καὐτήν)[*](1 βίαν] κακίαν S 6 ὅτι—δραχαρνεῦ ex A mg. 9 ἀγριότηϲ nov. gl. ITS A(GITSM) καὶ ἀγριότηϲ Toup φιλαργυρίαϲ] φλυαρίαϲ S 362 om. S post 365 M; τὴν ἀγριωπόν sq. mg. A 12 ἐκ—ἄγριοϲ] ὡϲ ἀναιδῆ καὶ ἀγρίαν M 16 δίκελλα] post πολύγομφον praemiss. ἤγουν GIT 17 Ἀγρολέτειρα] Ἀγρολέτηρα AS 20 ἠχήειϲ] ἠχητικόϲ ss. S 21 ϲταγόνεϲι] ἤγουν βραχείϲ ss. S μοῦϲαν] ἤγουν τραγωδίαν ss. S 23 καί AM om GITS, nov. gl. 24 ἀλλ᾿—27 αἰγανέαν om. S mg. A 24 καὶ ἐν—25 ἀγρεϲίηϲ ex A mg.; ζήτει χρῆϲιν τὴν πρὸ ὀλίγων ἐν τῷ ἀγροπάν (o: 347) M 25 ἀγρότα] ἀγρόϲτα A ἄλληϲ⌋ ἀπ᾿ ἄλληϲ A)
38

370 Ἀγροτέραϲ: ἀγρίου. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τοῦτό ϲοι ἀγροτέρηϲ [*](Anth.) Διονύϲιοϲ αὐτὸϲ ἐλαίηϲ θῆκε ῥόπαλον.

[*](Prov.)

371 Ἀγροῦ πυγή: ἐπὶ τῶν λιπαρῶν καὶ ἐπιμόνωϲ ᾡτινιοῦν ἔργῳ προϲκαθημένων.

[*](Δ)

372 Ἀγρωνίδηϲ: ὁ Ἄγρωνοϲ παῖϲ.

[*](Δ)

373 Ἀγρώϲϲω: τὸ ἀγρεύω. καὶ Ἀγρῶϲται, οἱ κυνηγέται, ἀπὸ [*](Σ) τοῦ ἀγρώϲϲω ῥήματοϲ. Ὅμηρὸϲ· ἰχθῦϲ ἀγρώϲϲων.

[*](Σ)

374 Ἄγρωϲτιϲ: εἶδοϲ βοτάνηϲ.

[*](Δ)

375 Ἀγροικίζω. καὶ Ἄγροικοϲ, ἄφρων, δύϲκολοϲ· ϲκληρὸϲ καὶ [*](Σ) ἀπαίδευτοϲ, ἢ ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν. κατὰ μεταφορὰν δὲ ὁρίζονταί [*](Phil.) τινεϲ τὴν ἀγροικίαν ϲκληρότητα ἤθουϲ· ἡ γὰρ ϲκληρότηϲ κυρίωϲ ἐπὶ ϲωμάτων.

[*](Ar.)

376 Ἄγροικοϲ ἐξ ἄϲτεοϲ: οὐκ ἀργῶϲ τῇ παραθέϲει νῦν ἐχρήϲατο· οὐ γὰρ ὀνειδίϲαι βουλόμενοϲ ἑαυτὸν ἄγροικον καλεῖ· ἀνόητον γὰρ καὶ. ἄγροικον παντάπαϲι διαβάλλειν ἑαυτόν· ἀλλὰ πρῶτον μὲν διὰ τούτου λεληθότωϲ τὴν εὐπορίαν παρίϲτηϲι τὴν ἑαυτοῦ. οὐ γὰρ ἂν, εἰ μὴ πάνυ ἦν πλούϲιοϲ, ἐπεδικάϲατο ἂν αὐτοῦ ἡ γυνὴ καὶ τῇ δόξῃ αὐχοῦϲα τοῦ γένουϲ καὶ τῇ ἐν ἄϲτει διατριβῇ. ἀδοξεῖν γὰρ εἰώθαμεν ἐπὶ τοῖϲ ἀγροίκοιϲ. ἔπειτα δὲ κἀκείνην θεραπεύει τὴν ἀντίθεϲιν τὸ ὑποτετάχθαι αὐτὸν τῇ γυναικί· δεϲπόζειν γὰρ εἰώθαϲιν οἱ ἄνδρεϲ τῶν γυναικῶν. ὁ δὲ τῇ ἀντιπαραθέϲει καὶ τοῦτο ἐπιϲτώϲατο, φήϲαϲ ἄγροικον αὐτὸν εἶναι, τὴν δὲ γυναῖκα πολιτικήν. θαυμαϲτὸν γὰρ οὐδὲν, εἰ ἄνθρωπον ἰδιοπράγμονα καὶ μέτριον τοὺϲ τρόπουϲ διὰ τὴν ἐπὶ τῆϲ ἀγροικίαϲ διαίταν γύναιον ὑπέταξε πολιτικὸν καὶ κατεδουλώϲατο.

[*](Ar.)

377 Ἄγροικοϲ ὀργήν: φιλόδικοϲ, ἀκρόχολοϲ, εἰϲ ὀργὴν εὔκολοϲ. [*](Δ) Ἀριϲτοφάνηϲ· νῶιν γάρ ἐϲτι δεϲπότηϲ ἄγροικοϲ ὀργήν. καὶ Ἀγροίτηϲ, ὁ ἀγρόϲ.

[*](Prov.)

378 Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτοροϲ: ὅτι μηδὲ τῶν εὐτελῶν χρὴ καταφρονεῖν.

[*](Harp.)

379 Ἀγροιλῆθεν: Ἀγροίλη δῆμόϲ ἐϲτι φυλῆϲ τῆϲ Ἐρεχθεΐδοϲ. ὁ δὲ δημότηϲ πάλαι ἐλέγετο Ἀγροιλεύϲ.

[*](370 τοῦτο sq. Anth. 6, 3, 3—4 371 Macar. l 3, Philol. Suppl. 6, 257 n. 14 373 — ἀγρεύω ═ Ambr. 332 ἀγρῶϲται sq. ═ P, Ba 16, 20; ε 53 374 ═ H, An. Ox. 2, 470, 3 cf. Ambr. 262 375 l. ═ Ambr. 365 ἄγροικο. —δύϲκολοϲ Ba 15, 7, P ϲκληρόϲ—κατοικῶν Tim. ═ Ba 15, 9 cf. P (Phryn. fr. 76) ὁ—κατοικῶν cf. Ambr. 116, Philop. diff., sch. Ar. Nu. 43 κατά sq. Alex Aphr. 324, 9—12 376 sch. Ar. Nu. 47 377 — vs. 26 ὀργήν Ar. Eq. 40—1 c. sch. ἀγροίτηϲ cf. Ambr. 136a 378 ═ Zen. l 15 379 Harp. ═ P, Ba 17, 14)[*](370 Z 28 373 Z 37, 18 374 Z 18 375 Vind. 144 377—8 Z 19 379 Z 19, 28)[*](A(GITSM))[*]( 1 ἀγροτέρηϲ] ἀγροτέραϲ SMac 3 πυγή] πηγή I cf. Prov. ᾡτινιοῦν] ὁτιοῦν AGIT ὁ om. SM 373 om. S post 370 M 6 ἀγρεύω M ἀγορεύω AGIT cf. ad 350 9 ἄγροικοϲ] ἀγροῖκοϲ δέ add. S cf. Philop. et Ambr. 27 ἄγροϲ] ἄγριοϲ Bas. 29 χρή] δεῖ A)
39

380 Ἀγροιώτηϲ: ὁ γεωργικὸϲ λεὼϲ, ὁ ἐν ἀγρῷ. ἀγροιώτᾳ τῷδε [*](Δ) μονοϲτόρθυγγι Πριήπῳ. ϲτόρθυγξ γὰρ τὸ ἄκρον τοῦ δόρατοϲ ἢ τὸ τοῦ βέλουϲ [*](Suid.) ϲιδήριον. θηλυκῶϲ δὲ Ἀγροιῶτιϲ διὰ τοῦ ι.

[*](Δ)

381 Ἄγοι: πολλὰ ϲημαίνει. Ἰϲαῖοϲ δὲ ἀντὶ τοῦ φέρειν καὶ ἐνάγειν [*](Harp.) καὶ ἕλκειν ἔλαβεν· ἔβλαψε γάρ με, φηϲί, Ξενοκλῆϲ ἀφελόμενοϲ Εὐμάθην εἰϲ ἐλευθερίαν, ἄγοντοϲ ἐμοῦ εἰϲ δουλείαν. Ἀντιφῶν δὲ τὸ ἄγοι ἀντὶ τοῦ ἡγεῖτο παρείληφε· φηϲὶ γὰρ ἐν τῷ περὶ ἀληθείαϲ· τοὺϲ νόμουϲ μεγάλουϲ ἄγοι.