Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
3484 Ἀποπορευτέα· Ἀγαθίαϲ· τοιγαροῦν ἀποπορευτέα αὐτῷ ἐδόκει ἐπὶ Φάϲιν ποταμὸν, καὶ τῶν ἐκείνῃ δυϲχωριῶν. ἀντὶ τοῦ ἐπανακτέον, ὑποϲτρεπτέον.
[*](3474 ϲυμπληροῦϲαν Ba130,13, Σa, gl. Dionys. PG 4, 24 παιδαρίων sq. cf. ad 310 3475 — ἀπειρημένον Ba 130,14, Σa, B ἀντί sq. Harp. =Ba 130, 15; Dinarch.1,6 Lys.10, 19; Dem.59,67 3476 ═ Ba130. 18 Σa. H 3477 — δοκιμαϲία cf Ambr. 2550 τῷ —πράγματοϲ Dam. fr. 88 ἀποπειρῶμαι sq. ═ Synt. Laur. 3478 ═An. Ox. 4, 282,18 3480 l. ═Amb 2597 μανία, ἄνοια ═ Ba 130,20, Σa, H ὅτι — ὀνομάζουϲι Aelian. fr. 206 sed cf. Eutrop 143 3482 — γενικῇ ═ Synt. Daur. 3488 — τράγοϲ ═Ambr. 2419 ἀποπομπαῖοι —ἐκαλοῦντο Harp. ═ Ba 130, 19 ἀποπομπή sq. ═Ba 130, 17 3484 — δυϲχωριῶν Agath. 2, 22, p 112)[*](3474 cf. 3100 3475 —6 Z 269 3480 Z 244, 235 3482 ἀποπνεῖν sq. ex 3659 3483 Z 235, 244 3484 Z 250, 269)[*](A(GITFSM))[*]( 11 δι’ ἥν]δὴ ἦν Bekk. 12 νεοπρεπεῖϲ] νεοπρεπῶϲ Bekk 3478—9 om. GTFS post 3480 A 12 ἀναπνοήν] ἀποπνοήν M 23 ἐξέπεμπεν] ἐξέπεμψεν FSM. 3482 ex IM 79 Ἀγαθίαϲ Bas. ἀγαθά omnes, Zon.)3485 Ἀποπορεία. ἡ ἐπαναχώρηϲιϲ. ἐκκελεύϲαϲθαι δὲ τοῖϲ ἑπομένοιϲ [*](Δ) οἰκέταιϲ ἐπιταχῦναι τὴν ἀποπορείαν. τὴν ἀποϲτροφὴν, τὴν [*](E) ἐπάνοδον. Προκόπιοϲ· ὁ δὲ Χοϲρόηϲ οὐκ ἐβούλετο τὴν ἀποπορείαν, [*](Ε) ᾗπερ ἐληλύθει, ποιήϲαϲθαι. τουτέϲτι τὴν ἐπάνοδον.
3486 Ἀποπρεϲβεύει: ἀπαγγέλλει πρεϲβείαν.
[*](Σ)3487 Ἀποπρίω. ἀντὶ τοῦ ὤνηϲαι καὶ ἀπόδοϲ ἀντὶ τῆϲ ἀπολωλυίαϲ.
[*](Ar)3488 Ἀποπταίῃ: πεταϲθῇ.
3489 Ἀπόπτολιϲ: ἔρημοϲ, ἄπολιϲ.
[*](Soph.)3490 Ἄποπτὸν: πόρρωθεν ὁρώμενον. ἢ ἀθεώρητον, ὑψηλότατον.
[*](ΔΣ)3491 Ἀποπτοϲ· ἐξικέτευϲε, τῆϲ ἐμῆϲ χειρὸϲ θιγὼν, ἀγροὺϲ ϲφε [*](Soph + Σ) πέμψαι κἀπὶ ποιμνίων νομάϲ, ὡϲ πλεῖϲτον εἴη τοῦτ’ ἄποπτοϲ ἄϲτεοϲ. ἄποπτοϲ γὰρ ὁ ἀθεώρητοϲ. Σοφοκλῆϲ· ὡϲ εὐμαθέϲ ϲου, κἂν ἄποπτοϲ ᾗϲ, ὅμωϲ φώνημ’ ἀκούω.
3492 Ἀποπτύω· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)3493 Ἀποπυργίζονταϲ λόγουϲ· οὓϲ ἔγραψε Διαγόραϲ ὁ Ἄθεοϲ, ἀνόχῳρηϲιν [*](Suid.) αὐτοῦ καὶ ἔκπτωϲιν ἔχονταϲ τῆϲ περὶ τὸ θεῖον δόξηϲ.
3494 Ἀπορραγείϲ: ἀντὶ τοῦ ἀποκοπείϲ. καὶ παροιμία· Ἀπορῥαγήϲεται [*](Δ) τεινόμενον τὸ καλῴδιον· ἐπὶ τῶν βίᾳ τι καὶ [*](Prov.) ἀνάγκη ποιούντων.
3495 Ἀπορρέξαντεϲ. ἀπομερίϲαντεϲ, ἀπόμοιραν δόντεϲ.
[*](Harp)3496 Ἀπὁρεῖν καὶ ϲφακελίζειν τῷ δεινῷ. τὸ μὲν ϲφακελίζειν [*](Σ) φλεγμαίνειν ἐϲτὶ καὶ διὰ τοῦτο ϲπᾶϲθαι. Κρατῖνοϲ.
3497 Ἀπορρἡγνυμι· γενικῇ.
[*](Synt.)3498 Ἀπορρηθέν: ἀπαγορευθέν. ἐπὶ τοῦ κελεύειν τι μὴ γενέϲθαι. [*](Σ + Rhet) καὶ Ἀπορρηθῇ, ἀντὶ τοῦ ἀποκηρυχθῇ. Πλάτων.
3499 Ἀπορρῆξαι τὴν ψυχήν. ἐκπνεῦϲαι. ἀπορρῆξαι τὴν ψυχὴν [*](Ε) διψῶντα μόλιϲ καὶ ὀψὲ τούτου τυχόντα. καὶ Ἀπορρήξουϲι, λαλήϲουϲι. Πιϲίδηϲ· οὓϲ εἰ ϲιωπήϲαιμεν, οἱ λίθοι τάχα φωνὰϲ ἀπορρήξουϲι τῶν πεπραγμένων.
[*](3485 l. ═ Ambr. 2584 ὁ δέ — ποιήϲαϲθαι Proc. bell. 2, 12, 3 3486 ═ Ba 139.21, Σ 3487 sch. Ar. Ran.1227 3488 ═ B cf Ambr. 2707 3489 sch. Soph 0C 208 240 ὁρώμενον Ambr. 2630, H ἀθεώρητον sq. ═Ba130,22, Σᵃ cf. H 3491 — ἄϲτεοϲ Soph. 0 760—2; ἀθεώρητοϲ cf ad 3490 ὡϲ sq Soph. Ai. 15 —16 3492 Synt. Laur. et Gud. 3494 — ἀποκοπείϲ cf. ad 3176 ἀπορραγήϲεται sq. ═ Diogen. II 89 3495 Harp. ═ An. Ox. 2, 490,22, Ba131.17 3496 Ba 131.2; Cratin. fr. 342 3498 ἀπαγορευθέν cf. Ba 131.5; ἐπί —γενέϲθαι ═ Bk. 216. 30 cf. 28 ἀπορρηθῇ — ἀποκηρυχθῇ ═ Ba131,27 ; Πλάτων Leg. 11, 929 a 3499 ἀπορρῆξαι alt.— τυχόντα Aelian. fr. 10 Πιϲίδηϲ sq. exp. 3, 39—40)[*](3485 Z 244 3486 Z 269 3488 Z 269 3490 cf. 2804 3493 ex v. πυργίϲκοϲ vel ex v. Διαγόραϲ 1 3495 Z 269 3498 Z 269; ἀπαγορευθέν cf. 3124— 5, 3380 3499 Aelian. cf. v. τηκεδόνι.)[*](3491 om S 10 Ἄποπτοϲ] Ἄποπτον A ϲφε pr. φε omnes A(GITFSM) 11 πέμψαι κἀπί] ἐξέπεμψε κατά GIT 12 κἂν] κἂν γάρ Gl 3493 om. G post vs.1 ἀποκοπείϲ A post p. 316, 7 Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ S 24 γενέϲθαι] τίνεϲθαι S 26 τὴν ψυχήν non ad l. codd)3500 Ἀπορηϲία: ἀντὶ τοῦ ἀπορία. οὕτωϲ Εὔβουλοϲ. καὶ Ἀπ όρρηϲιν, ἀπαγόρευϲιν. ὁ δὲ οὐκ ἤνεγκε τὴν ἀπόρρηϲιν, ἀλλὰ θυμοῦ πληρωθεὶϲ ἔφη. καὶ αὖθιϲ· τὴν γενομένην ἀπόρρηϲιν τοῦ γάμου. [*](Σ) ϲημαίνει δὲ καὶ ἀποκήρυξιν παιδόϲ.
3501 Ἀπόρρητα. ἀκατάληπτα, ἀπόκρυφα. ἀπόρρητα ἔλεγον τὰ [*](Ar.) ἀπειρημένα ἐξάγεϲθαι, οὐ μόνον τὰ ἀπηγορευμένα. ἀπόρρητά τὲ τοῖϲιν ἐχθροῖϲι τοῖϲ ἡμετέροιϲ λέγουϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ. [*](Harp.) Ἀπόρρητα, τὰ ἀπειρημένα ἐν τοῖϲ νόμοιϲ. οὕτωϲ Δημοϲθένηϲ [*](Σ) ἐν τῷ ὑπὲρ Κτηϲιφῶντοϲ. πάντα τὰ ἀπειρημένα καὶ ἀπηγορευμένα λέγουϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὔ τι τ’ ἀπόρρητα δρᾶν ἐϲτι μέλλει διόπερ καὶ τὰ μὴ ἐξαγώγιμα ὀνομάζουϲιν οὕτω.
3502 Ἀπορριπτεῖ· αἰτιατικῇ. ἀποβάλλει. καὶ Ἀπορρίπτεϲθαι. αἰτιατικῇ.
3503 Ἀπορροῆϲ: ϲταγόνοϲ.