Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

3504 Ἄποροϲχώρα: ἀντὶ τοῦ ἀπόρευτοϲ. λέγεται δὲ ἄποροϲ καὶ ὁ μὴ δυνάμενοϲ μηχανήν τινα εὑρεῖν, ὁ ἐνδεήϲ.

3505 Ἀποροῦντι: ἐρωτῶντι. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ, τίνι μηχανῇ ἀνεβίω, τόνδε φάναι.

[*](Ar.)

3506 Ἀπορῶ, γράφω, παρατίλλομαι, λογίζομαι, ἀποβλέπων εἰϲ τὸν ἀγρόν. γράφω μὲν ἀντὶ τοῦ καταγράφω καὶ ζωγραφῶ ἐπὶ τῆϲ γῆϲ, ξύω τῷ δακτύλῳ καί τινι τοιούτῳ παιδιάϲ τιναϲ. παρατίλλομαι δὲ τὰϲ ἐκ τῶν μυκτήρων τίλλω τρίχαϲ ἢ τῶν μαϲχαλῶν. ταῦτα δὲ πάντα ποιοῦϲιν οἱ προϲδεχόμενοι μέν τι, τὸν δὲ χρόνον δαπανῶντεϲ εἰϲ ἀπορίαϲ καὶ ἀμηχανίαϲ, μὴ τυγχάνοντεϲ τοῦ προϲδοκωμένου λογιϲμοῦ. ὅτε γὰρ αὐτοὶ ἐφ’ ἑαυτῶν διατίθενται, ἀλύοντεϲ ἐπιγράφουϲιν. εἰϲ τὸν ἀγρὸν δὲ ἀποβλέπουϲιν ἐπιθυμοῦντεϲ ἐν αὐτῷ εἶναι.

[*](Synt.)

3507 Ἀπορῶ πλούτου καὶ χρημάτων. γενικῇ.

[*](Σ)

3508 Ἀπορρῶγαϲ: ἐξοχὰϲ ἀπεϲχιϲμέναϲ. ἐπειδή τιναϲ ἀπορῶ [*](Ε) γαϲ εὗρε πάροδον διδόνταϲ, καὶ αὐτὰϲ ἀπέκλειϲεν ὁ Διοκλητιανόϲ. [*](3500 Εὕβουλοϲ(fr1411; 2,213 K.) ═ Ba131,13 cf.H; ἀπόρρηϲιν, ἀπαγόρευϲιν Ba131,5 cf. Tim., Poll. 2,127, Phryn. 47.8 τήν —γάμου fort. lambi ϲημαίνει sq. ═Ba 131, 5 3501 — ἀπόκρυφα ═Ba131, 7, Σ ἀπόρρητα sec —ἐξάγεϲθαι sch. Ar. Ran. 362; οὐ —λέγουϲιν Ar. Th. 363 c. sch. vs 8 ἀπόρ ρητα —Κτηϲιφῶντοϲ Harp. cf. Ba 131, 19; Dem. 18, 123 πάντα sq. =Ba 131,19; Ar. fr. 622 3502 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. 3503 ═ Ba 131,8, Σ 3504 ═ Ba 131,10 3505 ἀποροῦντι alt. sq. Dam. fr.116, sed melius Burm. ad Pythagoram h. e. ad Pyth. vitam rettulit 3506 Ar Ach. 31 — 2 c. sch 3507 γενικῇ ═Synt. Laur. 3508 ἀπεϲχιϲμέναϲ ═ Ba 131 12. Σa cf. H.) [*](3500 Z 244 3502 cf. 3047; Z 269 3503—4 Z 244 3505 Z 269 3506 cf. v. Γ 440 et v παρατίλλεται 3508 Call. cf 1517. Ar. cf. v. Τιμών 3 hinc v. Σούνιον) [*](A(GOTFS))[*]( 1 ἀπορία Ba Zon. εὐπορία omnes 10 οῦ τι] ὅτι T οὕτωϲ τι Ba τ᾿ ] γ’ GI 12 καί —13 αἰτιατικῇ om. P 13 αἰτιατικῇ om. GITS 18 ἀνεβίω ἐν βίῳ χρήϲαϲθαι S 22 τίλλω lF τίλλων rell. 24 ἀμηχανίαϲ] ἀμηχανίαν FMac v. παρατίλλεται 26 ἐν om. A 3507 om. FS 30 διδόνταϲ] δι δούϲαϲ Iec TMac)

317
καὶ Ἀπορρώξ, ἀπόϲπαϲμα ὄρουϲ. καὶ γένουϲ ἀπογονή. οὗτοϲ [*](ΣΔ) δὲ ἦν ἄρα Ἐριννύων ἀπορρώξ. πᾶϲα δ’ ἀπορρὼξ πέτρη ἔην ὑπένέρθε, [*](Ε) καὶ ἄμβαϲιϲ οὐ νύ τιϲ ἦεν. Τίμων ἦν τιϲ ἀΐδρυτοϲ ἀβάτοιϲιν [*](call.) εὐϲκώλοιϲι περιειργμένοϲ, Ἐριννύων ἀπορρώξ. ὁ λεγόμενοϲ μιϲάνθρωποϲ, [*](Ar.) ὅν φηϲι Νεάνθηϲ ἀπὸ ἀχράδοϲ πεϲόντα χωλὸν γενέϲθαι· μὴ προϲιέμενον δὲ ἰατρούϲ, ἀποθανεῖν ϲαπέντα, καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ τὸν τάφον ἄβατον γενέϲθαι, ὑπὸ θαλάϲϲηϲ περιρραγέντα καὶ ἐν ὁδῷ τῇ ἐκ Πειραιῶϲ εἰϲ Σούνιον φυγούϲῃ. ἀβάτοιϲ δὲ ἀντὶ τοῦ ἄβατοϲ καὶ ἄϲτατοϲ καὶ οἷον ἀκάνθαιϲ τετριχωμένοϲ. καὶ ϲκληρὸϲ ἢ ϲκόλοψι καὶ παττάλοιϲ ἠφανιϲμένοϲ. ἀντὶ τοῦ ϲκυθρωπὸϲ καὶ μιϲάνθρωποϲ.

3509 Ἀπορώτατοϲ: ἀντὶ τοῦ πρὸϲ ὃν οὐδένα πόρον ἔϲτιν εὑρεῖν. [*](Harp.) οὕτωϲ Ἰϲαῖοϲ ἐν τῷ ὑπὲρ τῆϲ Μνηϲαίου θυγατρόϲ.

3510 Ἀπόρροια. ἡ ἀπορροὴ τοῦ ὕδατοϲ.

[*](Δ)

3511 Ἀπορρύει. ἀπορρύπτει, ἀπονίπτει. καὶ Ἀπορρυήϲεται, [*](Σ) ἀντὶ τοῦ ἀποπεϲεῖται.

[*](Δ)

3512 Ἀπορρυφθείϲ: ἀντὶ τοῦ ἀπονιφθείϲ.

[*](Δ)

3513 Ἀπορρψαι καὶ Ἀπορρυφθῆναι.

[*](Suid.)

3514 Ἀποϲαλεύϲαϲ: παρὰ Θουκυδίδη ἀντὶ τοῦ ἀποφυγὼν ἐκ τοῦ [*](Thuc.) λιμένοϲ καὶ ϲάλῳ ὁμιλήϲαϲ, τουτέϲτι τῷ ἀλιμένῳ τόπῳ, ἔνθα ϲάλοϲ γίνεται.

3515 Ἀποϲάξαντα: Δείναρχοϲ ἀντὶ τοῦ φράξαντα τὸ τρῆμα.

[*](Harp.)

3516 Ἀποϲαφοῦντεϲ: διαρρήδην κηρύττοντεϲ. οἵ τε ὀφθαλμοὶ. Ἰϲιδώρου τὸ τῆϲ διανοίαϲ εὔτροχον ἀποϲαφοῦντεϲ.

3517 Ἀποϲεμνύνει· αἰτιατικῇ. γεραίρει. Ἀποϲεμνυνεῖται [*](Σ) δὲ ἀπονοεῖται ϲιωπῶν, ὑπερηφάνει. ϲεμνότητοϲ γὰρ ἕνεκα ἐπιπολὺ [*](Ar.) ἐϲιώπα Αἰϲχύλοϲ ἐν τοῖϲ θεάτροιϲ εἰϲιών· καὶ ἐν ταῖϲ ἀρχαῖϲ τῶν δραμάτων ἐτερατεύετο. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ· ἀποϲεμνυνεῖται πρῶτον, ἅπερ ἑκάϲτοτε ἐν ταῖϲ τραγῳδίαιϲ ἐτερατεύετο.

3518 Ἀποϲείομαι· αἰτιατικῇ.

[*](3508 ἀπορρώξ — ὅρουϲ ═Ba 131, 14, Σ cf. H γένουϲ ἀπογονὴ aliter Ambr. 2551 οὖτοϲ — ἀπορρώξ fort. Eunap. πᾶϲα — ἦεν Call. fr 111 K, an 7 S. cf. Babr. p.219 Τίμων sq. Ar Lys. 808 —811 c. sch.; Neanth. fr. 35 FGr Hist 84 3509 Harp. ═Ba 131, 23 lsae. fr.104 3510 cf. Ambr. 2551 3511 ἀπονίπτει Ba 131, 9, 3514 sch. Thuc. 1, 137, 2 ═ Et. M.125, 4 3515 Harp. ═Ba 132, 25; Dinarch. fr. LXXXIX 10 3516 οἱ sq. Dam. fr. 80 Phot bibl. 341 b 30 — 31 3517 γεραίρει ═ Ba 131, 29, ἀποϲεμνυνεῖται sq. Ar Ran. 833 —4 c. sch. 3518 ═Synt. Laur. et Gud.)[*](3513 ἀπορρύψαι ex 4112 3514 Z 262, 269 3515 Z 269 3516 cf V εὔτροχον)[*](2 ὑπένερθε] ὑπένερθεν G TS M 4 εὐϲκώλοιϲι] εὐκώλοιϲι F δυϲκόλοιϲι S; A(GITFSM) ἔνι ϲκώλοιϲι ss. M, v. Τίμων 5 ἀπό SM, v Τίμων, sch. ὑπό rell. 6 μετά V Τίμων, sch., Port., κατά omnes 8 φυγούϲῃ] φυγούϲιν A φερούϲῃ Kust ἀούϲῃ pr. 13 Μνηϲαίου] Μνηϲιθέου T cf. Harp. 16 ἀποπεϲεῖται] Δαβίδ (Ps.1, 3) add. M mg. ad 3510 A 3513 om. A AFS)
318
[*](Σ)

3519 Ἀποϲημήναϲθαι: ἀφομοιοῦϲθαι. καὶ Ἀποϲημήναϲα. [*](Ε) φανερώϲαϲα, ἐξειποῦϲα. Ἰώϲηποϲ· ἀποϲημήναϲα δὲ τοῖϲ ἄρχουϲι τῶν [*](Suid.) Παλαιϲτηνῶν ἐνήδρευε ϲτρατιωτῶν ἔνδον τινάϲ. Παλαιϲτῖνοϲ δέ.

[*](Σ)

3520 Ἀποϲιμῶϲαι. τὸ ἐπικύψαι καὶ τὴν πυγὴν προθεῖναι γυμνήν. Φίλιπποϲ. Θουκυδίδηϲ δὲ τὸ μετεωρίϲαι τὰϲ ναῦϲ.

[*](Ar.)

3521 Ἀποϲιώπηϲιϲ: ϲχήματοϲ εἶδοϲ· ὡϲ παρὰ Ἀριϲτοφάνει· ὦ μηδαμῶϲ. ἔϲτι δὲ καὶ παρὰ Δημοϲθένει τὸ ὅμοιον. ἀλλ’ ὦ τί ἄν ϲέ τιϲ προϲειπὼν ὀρθῶϲ προϲείποι; εἰρηκότοϲ γὰρ αὐτοῦ μηδαμῶϲ, εἶπεν, ὦ μηδαμῶϲ.

[*](Σ)

3522 Ἀπϲιτοϲ: ἄϲιτοϲ, ἄτροφοϲ. ὁ δὲ καὶ ἀπόϲιτοϲ ἡμέραϲ τε [*](Ε) καὶ νύκταϲ δύο πολλάκιϲ ἔμενε, καὶ ταῖϲ τοῦ Πάϲχα ἡμέραιϲ ἀπόϲιτοϲ [*](Δ) ἦν, ὕδατι βραχεῖ ἀποζῶν. καὶ Ἀποϲιτῶ, τὸ καταλιμπάνω τὸν ϲῖτον.

[*](Σ)

3523 Ἀποϲκευαζόμενοϲ. ἀποβαλλόμενοϲ, ἀπορριπτῶν, ἀπογυμνῶν. [*](Ε) ὁ δὲ γράφει παντὶ τρόπῳ τὸν Ἀλκιβιάδην ἀποϲκευάϲαϲθαι. καὶ Ἀποϲκευαζόμενοι, ἀποτιθέμενοι βάροϲ καὶ ἀποβάλλοντεϲ. ἐκ μεταφορᾶϲ τῶν διὰ τὴν ζάλην τῆϲ θαλάϲϲηϲ ναυτῶν τὰ ϲκεύη νηὸϲ [*](Ε) ἀπορριπτούντων. καὶ αὖθιϲ· ἀποϲκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον, εἶναι Ῥωμαῖοι βεβαιωϲάμενοι.