Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1783 Ἄμφοδον: δίοδον, ῥύμην.
[*](1766 ἀμφιϲβητῶ sq. cf. Synt. Laur., Ambr. 1765 1767 ═ Ambr. 1746 b; H v. ἀμφίϲκοντεϲ 1768 ═ P cf. H v. ἀμφίϲβατα; Hellan. fr. 193 FGr Hist 1769 Soph. OC 1478 c. sch. 1770 ═ P, Ba 81, 23, Σa cf. H 1773 Tect p. 231 1774 ═ P, Ba 81, 22. Σa cf. H 1775 ═ P, Ba 81, 25, Σa 1776 — τετρημένον cf. Ambr. 1526, sch. Soph. Phil. 19; Ἀμφιτρίτη sq. ═ Ambr. 1670, Ap. S. 29, 27, H, Et. M. 94, 45, Et. Gen. 1778 ═ P, Ba 81, 26, Σ a; H v. ἀμφιτρυχή 1779 ═ P, Ba 81, 28, Σᵃ cf. sch. β 290 1780 — ἀγγεῖον cf. P ═ Ba 81, 27, Σa (aliter Wentzel GGA 1823, p. 42) cf. Ambr. 1508b; τίϲ sq. Anth. 6, 257 1781 ═ Paus. Att. fr. 51 ex Eust I. 1165, 9 cf. Et. M. 94, 55 Et. Gen. (Reitz. Gesch. p. 37); Apollod. fr. 39, FHG 1, 435 1782 ═ P, Ba 81. 29, Σ a, H 1783 ═ P, Ba 81, 30, Σa cf. H v. ἄμφοδα)[*](1767 cf. Z 162 1768 Z 157 1769 hinc v. ὄτοβον: Ζ 163 1770 Z 152 1773 cf. Tactica in fine; Z 152 1775 Z 157 1777 ex 1276 1780 Anth. cf. v. ϲυλῶ 1781 cf. 2082 1782 Z 157)[*](A(GITFSM))[*]( 1771 ex A (post 1769) I 1772 post 1769 M 9 τῷ alt. om. l 1777 om. TF post vs. 17 ἄντρον S 23 Ἀδριακοῦ AF ἀνδρικοῦ rell. 27 πλακοῦντοϲ] πλακούντων S cf. p. 188, 18)1784 Ἀμφόδοντα ζῷα: οἷον ἄνθρωποϲ, ἵπποϲ, ὄνοϲ καὶ ὅϲα οὐκ ἐνηλλαγμένουϲ τοῦϲ ὀδόνταϲ ἔχει, οἷϲ ϲυμβέβηκε πιμελήν, ἀλλ᾿ οὐ ϲτέαρ ἔχειν.
1785 Ἀμφορεαφόρουϲ. τοὺϲ μιϲθίουϲ τοὺϲ τὰ κεράμια φέρονταϲ. [*](Σ) καὶ Ἀμφορεαθόροϲ, ὁ κεράμια μιϲθοῦ φέρων. εἶτ᾿ ἀμφορεαφόροϲ τιϲ ἀποφορὰν φέρων. Μένανδροϲ Ῥαπιζομένῃ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ Ἥρωϲι· τρέχ᾿ εἰϲ τὸν οἶνον, ἀμφορέα κενὸν λαβὼν, τὸν ἔνδοθεν καὶ γεῦμα καὶ γευϲτήριον, κἄπειτα μίϲθου ϲαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν. Εὔπολιϲ Μαρικᾷ· καὶ περιήλθομεν καὶ φῦλον ἀμφορέα φέρων. Ἀμφορεὺϲ οὖν ἀγγεῖον, μέτρον, κεράμιον. ϲημαίνει καὶ ἀϲκόν. ἔϲτι καὶ ὄνομα [*](Δ) κύριον καὶ Ἀμφορεῖϲ, κέραμοι. καὶ Θάϲια ἀμφορείδια, [*](Σ) τὰ κεράμια. Ἰώϲηποϲ· ϲυνωνούμενοϲ δὲ τοῦ Τυρίου νομίϲματοϲ, ὃ [*](Ar.) τέϲϲαραϲ Ἀττικὰϲ δύναται, τέϲϲαραϲ ἀμφορεῖϲ, ἐπίπραϲκε τιμῆϲ ἡμιαμφόριον [*](E) καὶ πλῆθοϲ ϲυνῆγε χρημάτων. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ Ἀμφορεῖϲ [*](Ar.) λέγει τὰ μέτρα. χυτρίδια καὶ ϲανίδια, κἀμφορείδια. καὶ Ἀμφορεῖϲ νενηϲμένοι, κέραμοι ϲεϲωρευμένοι. Ἀριϲτοφάνηϲ· τί κάθηϲθ᾿ ἀβέλτεροι πρόβατ᾿ ἄλλωϲ, ἀμφορεῖϲ νενηϲμένοι. καὶ Ἀμφορῆαϲ καὶ Ἀμφορείδια τὰ κεράμια. ὅτι ἀμφορῆαϲ λέγει τὰ Μεγαρικά.
1786 Ἀμφότερα: ἀντὶ τοῦ κατὰ ἀμφότερα. Θουκυδίδηϲ. Ἀμφοτεροδέξιοϲ· [*](Σ) ὁ δὲ τὴν λαιὰν ἀντὶ δεξιᾶϲ ἔχων, ἀρρωϲτοτέραν ἔχει αὐτήν. [*](Suid.) ζήτει ἐν τῷ δύϲεργοϲ.
1787 Ἀμφοτερόπλουν· ὅταν τιϲ ναυτικὸν δανείϲῃ δάνειον ἐπὶ τῷ [*](Harp.) καὶ ἐνθένδε πλεῦϲαί ποιῶν κἀκεῖθεν ἐνθάδε, τοῦτο ἀμφοτερόπλουν καλεῖται. οὕτωϲ Δημοϲθένηϲ.
1788 Ἀμφότεροι: ἀπρόϲληπτόν ἐϲτιν ἄρθρου, ἐπειδὴ τὰ ἄρθρα ἀναπόληϲιν δηλοῦϲιν ἀγνοουμένου πράγματοϲ. τὸ δ᾿ ἀμφότεροι ὡρμένα ϲημαίνει δυο.
1789 Ἀμφοῦδιϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)[*](1784 ═ Ar. Byz. Epit. p. 2, 13—15, Et. M. 493, 9 1785— φέρονταϲ ═ P, Ba 82, 1, Σᵃ. H, Moer. 190, 32. Men. com. fr. 431; Ar. fr. 299 cf. Poll. 10, 75 Eupol. fr. 181; ἀμφορεύϲ— κεράμιον P, Σ ἀϲκόν ═ Ambr. 1507 cf. Zon. 145 ὄνομα κύριον ═ Ambr. 1551 cf. 1575 ἀμφορεῖϲ, κέραμοι ═ P, Σ a θαϲία— κεραμία Ar. Eccl. 1119 c. sch. ϲυνωνούμενοϲ— χρημάτων los. bell. 2, 592 Vs. 14 ἀμφορεῖϲ— κἀμφορείδια Ar. Pac. 202 c sch. vs 16 ἀμφορεῖϲ — vs. 17 νενηϲμένοι Ar. Nu. 1201, 1203 c. sch. 1786 ═ P; Thuc. 1, 13, 5 1787 Harp. ═ An. Ox. 2, 489, 10, P 1788 ἄρθρα— δηλοῦϲιν cf. Et. M. 314, 53)[*](1784 Z 157; cf. v. ϲυνόδοντα 1785 Ar. Eccl. cf. v. μεμυρωμένοι; Ar. Nu. cf. v. νενημένην 1786 ἀμφοτεροδέξιοϲ sq. ex v. δύϲεργοϲ 1787 Z 157 1789 Z 145)[*](6 καί AFM om. GITS 7 τρέχ᾿] τρέχει A κενόν AFM κενών GIT A(GITFSM) καίνον S κοινόν Poll. 9 καί pr. del. Pierson φῦλον AF φίλον rell. ἀμφορέα φέρων] ἀμφορεαφόρων Pierson 10 κεράμιον ASM ac κεράμειον GITFM ec ἀϲκόν] ἀϲκίον GIT 11 καί pr. om. GIT, nov. gl. ἀμφορείδια] ἀμφορίδια SM cf Phot. p. 104, 22 17. 18 ἀμφορῆαϲ] ἀμφιφορῆαϲ AT 18 ὅτι— 19 Μεγαρικά ex mg. M 20. 21 ἀμφοτεροδέξιοϲ—22 δύϲεργοϲ ex M 24 ποιῶν] ποι Harp. (non ms. E) τοῦτο om. FS 27 ἀμφότεροι] ἀμφότερα GI cp. T 29 Ἀμφοῦδιϲ] Ἀμφούδηϲ M)1790 Ἄμφω: ἀμφότεροι καὶ ἀμφοτέρουϲ, καὶ αἱ πλάγιοι ἀμφοῖν. καὶ Ἄμφω τὼ χεῖρε, ἀμφοτέραϲ τὰϲ χεῖραϲ δυϊκῶϲ. Οὐ χειρὶ [*](Prov.) δωρούμενοϲ, ἀλλ᾿ ἀμφοῖν· ἐπὶ τῶν ἀφθόνωϲ καὶ δαψιλῶϲ μεταδιδόντων τοῖϲ πᾶϲιν.
1791 Ἀμφῶεϲ καὶ Ἀμφωτίδεϲ. καὶ Ἀμφωτίδων, τῶν δύο [*](Prov.) ὦτα ἐχουϲῶν. καὶ παροιμία· Μέχρι τῶν ἀμφωτίδων· ἐπὶ τῶν ἄγαν πεπληρωμένων, ἀντὶ τοῦ μέχρι τῶν ὤτων.
1792 Ἀμφοῖν: ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲίν. οὐ μιᾷ χειρὶ δωρούμενοϲ ἀλλ᾿ ἀμφοῖν.
1793 Ἀμφοῖν: ἀμφοτέρων. μέϲοι δὲ ληφθέντεϲ ἀμφοῖν πολλοὶ [*](Ar.) διεφθάρηϲαν. καὶ Ἀμφοῖν ποδοῖν, ἀντὶ τοῦ παντὶ ϲθένει. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· ἀνιπτάμεθ᾿ ἐκ τῆϲ πατρίδοϲ ἀμφοῖν ποδοῖν. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν ὀρνέων, ἀμφοῖν πτεροῖν· ἢ ἐκ τῶν νεῶν, αἳ οὐριοδρομοῦϲαι ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν πλέουϲιν· ἢ ἀντὶ τοῦ τελέωϲ, προληπτικῶϲ τῇ τῶν ὀρνέων χρώμενοϲ μεταφορᾷ.
1794 Ἄν: ϲύνδεϲμοϲ ϲυνδετικόϲ. Ἀρριανόϲ· καὶ ἂν ἤδη ἀφῖχθαι [*](E) αὐτὸν παρὰ βαϲιλέωϲ, εἰ μὴ ἐδεδοίκει Πάρθουϲ.
1795 Ἄνα: ἀνάϲτηθι. Ὅμηρὸϲ. καὶ Σοφοκλῆϲ· ἀλλ᾿ ἄνα ἐξ [*](Soph.) ἑδράνων. ἀντὶ τοῦ ἀλλ᾿ ἀνάϲτηθι ἐκ τῶν θρόνων. καὶ Ἄνα. [*](Hom.) ἀντὶ τοῦ ἄναξ κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ ξ.
1796 Ἀναβάδην: ἐφ᾿ ὕψουϲ, ἄνω τοὺϲ πόδαϲ ἔχειν καὶ κοιμᾶϲθαι Ἀριϲτοφάνηϲ· νυνὶ δὲ πεινῶν ἀναβάδην ἀναπαύομαι. ἢ ἐπὶ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενοϲ. καὶ αὖθιϲ· πῶϲ ἔνδον, εἶτ᾿ οὐκ ἔνδὸν; ὁ νοῦϲ μὲν ἔξω ϲυλλέγων ἐπύλλια οὐκ ἔνδον, αὐτὸϲ δ᾿ ἔνδον ἀναβάδην ποιεῖ τραγῳδίαν. ϲκώπτει τὸν Εὐριπίδην ὡϲ ϲυλλογιϲτικὸν καὶ ὃ ἂν λέγη, τὸ ἐναντίον πάλιν καταϲκευάζοντα. οἷον, ἡ γλῶϲϲ᾿ ὀμώμοχ᾿, ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτοϲ. οἷον αὐτὸϲ μὲν ἔϲω ἐϲτίν, ὁ δὲ νοῦϲ αὐτοῦ ϲυλλογίζεται τῶν ἔξω τι καὶ μετεωρίζεται· Ὁμηρικῶϲ· Ὅμηρὸϲ γὰρ διώριϲε τὰϲ ψυχὰϲ πρὸϲ τὰ ϲώματα εἰπών· πολλὰϲ δ᾿ ἰφθίμουϲ ψυχὰϲ· αὐτοὺϲ δ᾿ ἑλώρια τεῦχε κύνεϲϲιν. οὕτωϲ καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ. ὁ νοῦϲ μὲν ἔξω, [*](1790 — vs. 1 ἄμφοιν ═ P; ἄμφω alt. — χεῖραϲ ═ Ba 82, 3, Σᵃ, P, sch. Δ 523 cf. H οὐ sq. cf. Philol. Suppl. 6, 257 et 264, n. 542 1791 μέχρι sq. ═ Paroem ed. Gsf. 78, n. 651 1792 cf. ad 1790 οὐ sq. Dam. fr. 283 ═ Phot. bibl. 351b 10 1793 — ἀμφοτέρων cf. B ἀμφοῖν ποδοῖν sq. Ar. Av. 35 c. sch. 1724 — ϲύνδεϲμοϲ cf. I καί sq. Arr. Parth. p. 34 R. 1795 ἀνάϲτηθι scb Σ 178 ═ P, H, Apion Σοφοκλῆϲ —θρόνων Soph. Ai. 124 c. sch. vs. 19 ὄνα —ἄναξ ═ Ap. S. 30, 19, P, H cf. sch. Γ 351 1796 — ἀναπαύομαι Ar. Pl. 1123 c. sch. ἤ —vs, 24 τραγῳδίαν Ar. Ach. 397 — 400 c. sch.: ἡ— ἀνώμοτοϲ Eur. Hipp. 612; πολλάϲ—κύνεϲϲιν A 3—4) [*](1790 cf. 1792 1792 1791 Z 152; Paroem. cf. v. μέχρι τῶν ἀ. 1792 cf. 1790 Dam. cf. v. Θεαγένηϲ 1795 Z 194 1796 ct. v. οὐκ ἔνδον et v. ἡ γλῶττ᾿) [*](A(GITFSM))[*]( 8 οὐ —9 ἀμφοῖν om. GIT 1793 nOn nov. gl. SM 16 ϲυνδετικόϲ] ϲυνδεκτικόϲ F ϲυμπλεκτικόϲ S 17 βαϲιλέωϲ] βαϲίλεα Gutschmid 19 καί —29 ξ om. F 25 ἄν SM ἐάν rell. 26 γλῶϲϲ᾿] μὲν γλῶϲϲ᾿ SM 30 οὕτωϲ] οὕτω TFM καί om. S)
1797 Ἀναβαθμοί: ἀναβάϲειϲ. λέγουϲι δὲ τὴν ἀπὸ Βαβυλῶνοϲ τοῦ [*](Thdr.) λαοῦ ἐπάνοδον.
1798 Ἀναβάλλειν· αἰτιατικῇ. ἀντὶ τοῦ εἰϲ ἀναβολὰϲ καθίϲτηϲιν. [*](Harp.) Ἀναβάλλεϲθαι δὲ τὸ ἱμάτιον, οὐ περιβάλλεϲθαι λέγουϲιν.
[*](Σ)1799 Ἀναβαλλόμενοϲ· αἰτιατικῇ. ὑπερτιθέμενοϲ· ἀναβαλόμενοϲ δὲ δι᾿ ἑνὸϲ λ ἀντὶ τοῦ προοιμιαϲάμενοϲ. ἀναβαλόμενοϲ οὖν, ὥϲπερ εἰώθει, βραχὺν διεξῆλθεν ὕμνον. καὶ Ἀναβολάϲ, τὰ [*](Ar.) προοίμια. καὶ Ἀναβάλλομαι· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)1800 Ἀναβαλοῦ· περιϲπῶϲιν οἱ Ἀττικοί.
[*](Σ)1801 Ἀναβάϲειϲ: αἱ προκοπαί, εἰϲ τὸ ἐναντίον δὲ καταβάϲειϲ. καὶ Ἀναβάϲειϲ καρδίαϲ, οἱ εὐϲεβεῖϲ περὶ θεοῦ λογιϲμοί. Δαβίδ· [*](Thdr.) ἀναβάϲειϲ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διέθετο.
1802 Ἀνάβαινε· ἰϲτέον, ὅτι ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὸ ἐπὶ λογεῖον [*](Ar.) εἰϲιέναι ἀναβαίνειν, καταβαίνειν δὲ τὸ ἀπαλλάττεϲθαι ἐντεῦθεν, ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ ἤθουϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλαντοπώλα, δεῦρο, δεῦρ᾿, φίλτατε, ἀνάβαινε ϲωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῶιν φανείϲ.