Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1723 Ἀμφίδρομον: ἐλικοειδέϲ. ἴδεϲθέ μ᾿ οἷον ἄρτι κῦμα φοινίαϲ [*](Soph.) ὑπὸ ζάληϲ ἀμφίδρομον κυκλεῖται. ἑλικοειδὲϲ, ὃ βαπτίζει τὰϲ ναὺϲ.
1724 Ἀμφί ἑ γιγν ώϲκων ἑτάρουϲ: ἶϲον τῷ ἀναλεγόμενοϲ καὶ [*](Hom.) ἀναμιμνηϲκόμενοϲ. καὶ κατ᾿ ὀρθὸν τόνον προενεκτέον τὴν ἀμφί ἑ. ἔϲτι γὰρ εἰϲ ἑκάτερον ἑαυτοῦ μέροϲ.
1725 Ἀμφιἐννυμι· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)1726 Ἀμφιέτει: ἐν αὐτῷ τῷ ἔτει.
[*](Δ)1727 Ἀμφιετηρίϲ: ἑορτὴ κατ᾿ ἔτοϲ γινομένη.
[*](Δ)1728 Ἀμφιθαλήϲ: ἑκατέρωθεν θάλλων.
[*](Σ)[*](1713 Σ a, P, H, Et. M. 87, 51 cf. Ba 81, 3 1714 GI. Hdt. 2, 69 1715 Harp. ═ P; Lys. fr. 100 1716 διεγήγερτο cf. Ambr. 1753 1717 ═ P, Ba 81, 4, Σᵃ, H 1719 ϲυνέβη sq. fort. Polyb. cf. 35, 2, 14 1720 οἰ—νικᾶν Polybio attr. Tittm. 1721 καί sq. Anth. 6, 165, 2 c. sch. 1722 ═ sch. Pl. Theaet. 160e cf. H, Harp. (═ P) 1723 Soph. Ai. 352 — 3 c. sch. 1724 O 241 c. sch. A 1725 Synt. Gud. 1726 Ambr. 1788 1727 ═ Ambr. 1666 cf. P ═ Et. Sym. (Reitz. Gesch 267), Zon 151 1728 Ba 81, 5, Σ a, P)[*](1714—5 Z 151 1719 Z 151 1720 144 1721 Z 156; cf. 4679 1723 Z 156)[*](3 Λυϲίαϲ mg. GγρT ec Λύϲιϲ ἢ Λυϲίαϲ S Λύϲιϲ rell. Harp. ep., P 4 ἀμφιδέαιϲ] A(GITFSM) φιδέαιϲ] ἀμφιδέαϲ TM 9 ἰϲοϲτάϲιον —11 Ἀμφίδοξον om. F ϲυνέβη —10 ἀμφιδήριτον om. A 12 δυναμένοιϲ] δυνάμενοι pr. 15 ἀχαιῖνεῳ GI acT s. v. ἀχαινέω AS Zon. ἀχαΐνεον M ἀχάϊνεν F 16 ἀχαιίνη] ἀχαΐνη A M 17 τὴν] ἥν M ec τὴν ἥν GIT 20 δεκάτῃ] δεκάτῃ δέ M 26 μέροϲ T ec FM μέρουϲ AGIT ac 27 αἰτιατικῇ] ὰ. δοτικῇ A)1730 Ἀμφιθέατρον: τόποϲ πανταχόθεν περιϲκοπούμενοϲ. Ἀγαθίαϲ· [*](Ε) ὁ δὲ τῶν Φράγγων ἡγεμὼν ἐϲ ἀμφιθέατρόν τι, ἀνεῖτο δὲ τοῦτο ἀνδράϲιν, οἷϲ ὁ βίοϲ θεωμένου τοῦ δήμου πρὸϲ θηρία διαγωνίζεϲθαι.
1731 Ἀμφίθετον φιάλην: κατὰ πᾶν μέροϲ αὐτῆϲ τιθεμένηϲ, [*](Hom.) ἀπύθμενον. οὐ τὸ παρ᾿ ἡμῖν ποτήριον, ἀλλὰ γένοϲ λέβητοϲ, ἐκ παντὸϲ μέρουϲ δυνάμενον ἕδραν ἔχειν.
1732 Ἀμφίκλαϲτον: πάντοθεν κεκλαϲμένον. λείψανον ἀμφίκλαϲτον ἁλιπλανέοϲ ϲκολοπένδρηϲ.
1733 Ἀμφίκοροϲ: ὁ μέϲοϲ τῶν τριῶν ἀδελφῶν. Ἀμφίκουροϲ δὲ, ἣν ἑκατέρωθεν ἄνδρεϲ περιλάβωϲιν.
1734 Ἀμφίκρημνοϲ: περίκρημνοϲ ἢ βραχυτάτη.
1735 Ἀμφικτυόνϲ: οἱ ἐκ πόλεων καὶ ἐθνῶν αἱρετοὶ δικαϲταί. οἷον ἀμφικτυὸνεϲ καὶ περίοικοι.
1736 Ἀμφικτυόνεϲ: ϲυνέδριόν ἐϲτιν ὁ Ἀμφικτυὼν Ἑλληνικὸν, ϲυναγόμενον ἐν Θερμοπύλαιϲ. ὠνομάϲθηϲαν δὲ Ἀμφικτυόνεϲ ἀπὸ Ἀμφικτυόνοϲ τοῦ Δευκαλίωνοϲ. αὐτὸϲ γὰρ ϲυνήγαγε τὰ ἔθνη βαϲιλεύων. ταῦτα δ᾿ ἦν ιβ΄· Ἴωνεϲ, Δωριεῖϲ, Περραιβοὶ, Βοιωτοὶ, Μάγνητεϲ, Ἀχαιοὶ, Φθιῶται, Μολιεῖϲ, Δόλοπεϲ, Αἰνιᾶνεϲ, Δελφοὶ, Φωκεῖϲ. οἱ δὲ φαϲὶν ὠνομάϲθαι ἀπὸ τοῦ περιοίκουϲ εἶναι τῶν Δελφῶν τοὺϲ [*](Δ) ϲυναχθένταϲ. καὶ Ἀμφικτυώνειοϲ χώρα· Ἀμφιτρυώνειοϲ δὲ μάχη. Ἀμφικτύων δὲ Ἀμφικτύωνοϲ φυλάττει. Ἀμφικτύων δὲ Ἀμφικτύονοϲ ϲυϲτέλλει.
1737 Ἀμφίκοιτοϲ: ὁ τάπηϲ.
1738 Ἀμφίκοιλον ξύλον: ἀνάφορον, ἐν ᾦ τὰ φορτία ἐξαρτήϲαντεϲ οἱ ἐργάται βαϲτάζουϲιν. ἀμφίκυρτον οὖν γραπτέον, ὅπερ καὶ ἀληθέϲ.
[*](1729 Ar. Av. 1737 c. sch. cf. sch. X 426 (═ H), Ap. S. 26, 22 1730 ὁ sq Agath. 1, 14, p. 44 1731 — ἀπύθμενον P, Ba 81, 6, Σ οὐ sq. ═ sch. A. in ψ 270 1732 λείψανον sq. Anth. 6, 223, 1 1733 ═ P ; ἀδελφῶν ═ H 1734 ═ P. Ba 81. 8, ═ 1735 Tim. P 1736 ϲυναχθένταϲ Harp. ═ P Ἀμφικτυώνειοϲ cf. Ambr. 1618; Ἀμφιτρυώνειοϲ Ambr. 1616 Ἀμφικτύων cf Ambr. 1571; Ἀμφικτύονοϲ Ambr. 1603 1737 ═ Ambr. 1506)[*](1730 Z 156 1731 Z 151 1732 Z 156 1735 hinc v. αἱρετοί 1737 Z 144 1738 ex 2126)[*](A(GITFSM))[*]( 2 ὠρφανιϲμένοϲ] ὀρφανιϲμένοϲ AI F 7 τιθεμένηϲ] τεθεμένηϲ S τιθεμένην M 10 πάντοθεν] πανταχόθεν TS Zon. cf. 157, 1 12 ἀμφίκουροϲ] ἀμφίκοροϲ Phot 13 περιλάβωϲιν] παρελαύνουϲιν S 21 Μολιεῖϲ] Μηλιεῖϲ Harp. Αἰνιᾶνεϲ GITFM ac Phot. Barp. ms E Αἰνειᾶνεϲ M cf Harp. Αἰνιειᾶνεϲ S; a haec ex v. Αἰνειάδεϲ petita: Αἰνιᾶνεϲ ὄνομα ἔθνουϲ, Αἰνειάδεϲ δὲ οἱ ἐκ τοῦ Αἰνείου καταγόμενοι mg. IM post Δελφοί S ζήτει τι καὶ Αἰνιεῖϲ πολ⟨ιϲ⟩ add. M. 23 Ἀμφικτυώνειοϲ A Ἀμφικτυώνιοϲ FS Ἀμφικτυόνειοϲ ITM Ἀμφικτυάνειοϲ Ἀμφιτρυώνειοϲ AG Ἀμφικτρυώνιοϲ F Ἀμφικτυώνειοϲ S Ἀμφικτυώνιοϲ T Ἀμφιπρυώνειοϲ I 24 μάχη] χάχη A Ἀμφικτύων δὲ Ἀμφικτύωνοϲ om. IS sed v. infra φυλάττει om GITF Ἀμφικτύων alt.— 25 ϲυϲτέλλει ex S; Ἀμφικτύων, Ἀμφικτύονοϲ· Ἀμφικτύων δὲ Ἀμφικτύωνοϲ mg. ad 1733 A, post 1735 l 1738 om. ATFS)1739 Ἀμφιλαφέϲ. κατάϲκιον, ἀμφοτέρωθεν βοηθούμενον. καὶ θηλυκῶϲ [*](Σ) Ἀμφιλάφεια, ἀμφοτέρωθεν βοήθεια.
1740 Ἀμφιλαφῆ: διπλοῦν, τεχνικόν τε καὶ ϲοφιϲτικόν. ἐμοὶ δὲ ἐξηγεῖτο λόγουϲ Ἰϲοκρατείουϲ· ὅτε καὶ εἶδον ἄνθρωπον εὔρρουν τε ἅμα καὶ ἀμφιλαφῆ τὴν διάνοιαν πρὸϲ τὰϲ πολιτικὰϲ ἐξηγήϲειϲ. καὶ Ἀμφιλαφήϲ, μεγάλη· οἷον ἀμφιλαβήϲ, ὅτι ἀμφοτέραιϲ χερϲὶ [*](Σ) λαμβάνεϲθαι αὐτῆϲ ἐϲτιν. οὐχ ἡμάρτανε δὲ οὐδὲ ἀμφιλαφοῦϲ περιουϲίαϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἰτέαι, ἥ θ᾿ ἱερὰ κἀμφιλαφὴϲ πλάτανοϲ.
[*](Anth.)1741 Ἀμφιλεξάντων: ἀντὶ τοῦ ἀμφιϲβητηϲάντων καὶ διενεχθέντων. [*](Σ) οὕτωϲ Ξενοφῶν. ἀμφιλεξάντων δε τι ἐνταῦθα τῶν τε τοῦ Μένωνοϲ [*](Ε) ϲτρατιωτῶν καί τοῦ Κλεάρχου.
1742 Ἀμφίλογον: ἀμφιβαλλόμενον, ἐνδοιάζοντα. Ἀρριανόϲ· Ἀξιδάρην δὲ ὅτι ἄρχειν χρὴ Ἀρμενίαϲ, οὔ μοι δοκεῖ εἶναί ϲε ἀμφίλογον.
[*](Ε)