Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1603 Ἀμινϲηνόϲ: ἀπὸ τόπου.

[*](1593 ═ Ambr. 1521 1594 — ἐξίϲωϲιϲ ═ P, Ba 79, 31, Σ ᵃ cf. H καί ποτε sq. Aelian. fr. 199 1595 ═ Ambr. 1745 1596 — τολμηρόϲ Polyb. 36, 8, 1 1597 l. ═ Synt. Laur. cf. Ambr. 1761 1598 ═ Ambr. 1574 1599 — πόλεωϲ cf. Ambr. 1683; Ἀμηϲηνόϲ cf. Ambr. 1630 1600 — ὁπλίτηϲ + τὸ —καλεῖται ═ P, Paus. Att. fr. 45 ex Eust. O. 1539, 26 cf. H; Thuc. 5 57, 2 1601 Harp. ═ An. Ox. 2, 482, 4 cf. P; Isae. fr. 125; Thuc. 5, 57, 2 Xen. Hell. 7, 5, 23 1602 ═ Ambr. 1495 1603 cf. Ambr. 1636)[*](1594 Aelian. hinc 3764 1596 Polyb. hinc v. Φαβέαϲ 1599 hinc 1580 1600 hinc 1213 1603 hinc 1580; Z 142)[*](A(GITSM))[*]( 3 ἀκοντίϲεωϲ] ἀκοντίϲθωϲ A 4 πωϲ] που S Ἀργέου] Ἀργαίου AG 8 Φαβέαϲ] Βαφέαϲ GT Φαμέαϲ Schweigh. Toup cf. 2235 11 γεγενῆϲθαι] γεγεννῆϲθαι A 12 κακώϲαντα AM κακώϲαϲ S παραϲτηϲάμενον T om. Gl 1597 etiam post 1595 I 14 Ἁμιλλῶμαι ϲοι om. M 16 οἱ —17 Ἁμηϲηνόϲ om. S 17 Ἀμὴϲηνοϲ] Ἀμίϲηνοϲ G cf. Ambr. 18 Ἅμιπποι] Ἅμιπποϲ IT φηϲι AS φαϲι GITM 21 Ἅμιππον] Ἅμιπποι A 23 μέν] τόν TM 24 ὁ om. A 25 οὖτοι om. A 1602 ex M; mg. ad 1590 I 29 Ἀμινϲηνόϲ] Ἀμϲηνόϲ M Ambr.)
143

1604 Ἀμιϲθί: χωρὶϲ μιϲθοῦ.

[*](Δ)

1605 Ἀμιϲώδαροϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1606 Ἀμιτροχίτων: ὁ μὴ χρώμενοϲ μίτρᾳ.

[*](Hom.)

1607 Ἄμναμοϲ: ἀπόγονοϲ· κυρίωϲ ἐπὶ τῶν προβάτων. παρὰ τὸ [*](Eol.?) ἀμνόϲ.

1608 Ἀμνειόϲ: ὁ ποταμόϲ· καί ὁ ἀμνόϲ.

[*](Δ)

1609 Ἀμνημονῶ ϲου· γενικῇ.

[*](Δ)

1610 Ἀμνηϲόϲ: ὄνομα ὄρουϲ.

[*](Δ)

1611 Ἀμνηϲτεῖ: ἀμνημονεῖ. Σοφοκλῆϲ· οὐ γάρ ποτ᾿ ἀμνηϲτεῖ γ᾿ ὁ [*](Soph.) φύϲαϲ, Ἑλλήνων ἄναξ.

1612 Ἀμνηϲτία: ἡ λήθη. καὶ ὄνομα κύριον.

1613 Ἀμνοκῶν: προβατώδηϲ, μωρόϲ, εὐήθηϲ· τοιαῦτα γὰρ καὶ τὰ [*](Ar.) πρόβατα. Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ ϲκοπεῖϲ γε τῶν πολιτῶν ὅϲτιϲ ἐϲτὶν ἀμνοκῶν, πλούϲιοϲ καὶ μὴ πονηρὸϲ καὶ τρέμων τὰ πράγματα. τουτέϲτιν εὐλαβούμενοϲ καὶ φοβούμενοϲ καταϲτῆναι εἰϲ πράγματα· πολλοὶ γὰρ διὰ δειλίαν καὶ τρόπων ἐπιείκειαν αἱροῦνται ζημιωθῆναι μᾶλλον ἢ χωρῆϲαι διὰ δίκηϲ. καὶ τοὺϲ τοιούτουϲ, φηϲί, ϲυνεπιλεγόμενοϲ ὁ Κλέων, καταϲτήϲαϲ εἰϲ φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρέαζε ῥᾳδίωϲ.

1614 Ἀμνόν: τὸν ἐνιαύϲιον ἄρνα. Ἴϲτροϲ ἐν ταῖϲ Ἀττικαῖϲ· ἄρνα, [*](Σ) εἶτα ἀμνόν, εἶτα ἀρνειόν, εἶτα λιπογνώμονα, μοϲχίων δὲ τὸν πρῶτον. καὶ Ἀμνὸϲ ἀρϲενικῶϲ πρόβατον τὸ μέϲον τὴν ἡλικίαν. καὶ Ἀμνὴ τὸ θῆλυ. τρεῖϲ γὰρ ἡλικίαι· ἀρνόϲ, ἀμνόϲ, ἀρνειόϲ. καὶ Ἀμνώϲ, [*](Δ) Ἀμνώ, Ἀττικῶϲ, ὄνομα κύριον.

1615 Ἀμνοὶ τοὺϲ τρόπουϲ: ἀντὶ τοῦ πραεῖϲ, εὐήθειϲ, ἁπλοῖ, ὡϲ [*](Ar.) οἱ κριοί, ἢ μαλακοί. τὸ γὰρ ἄρρεν πρόβατον, ὅταν ἔχῃ τὴν μέϲην ἡλικίαν, ἀμνὸϲ καλεῖται. οἱ δὲ τὸν ἐνιαύϲιον ἄρνα ἀμνὸν καλοῦϲιν.

1616 Ἀμμοάτιν: εἶδοϲ ὄφεωϲ.

[*](Greg)

1617 Ἀμογητί: ἀκόπωϲ.

[*](Σ)

1618 Ἀμόγητοι: ἀμνοὶ πρᾶοι.

[*](1604 ═ Ambr. 1801 1605 ═ Ambr. 1558 1606 cf. sch. Π 419 ═ Et. M. 83, 52, Et. Gen. 1607 ═ Et. M 84, 43, Et. Gen. 1608 ═ ποταμόϲ Ambr. 1628 cf. Et. Gen. Ἄμνιοϲ, Et. M. 84, 38; ὁ ἀμνόϲ ═ Ambr. 1505 1608 ═  Ambr. 1748, Synt Laur. cf Bk. 119, 25 1610 cf. Ambr. 1627 1611 Soph. El. 484 c. sch. 1612 λήθη ═ Ambr. 1700 1613 Ar. Eq. 2645 c. sch. 1614 — ἀρνειόϲ P, Eust. 0. 1627, 10 (Paus. Att. sec. Reitz.): Istr. fr. 53. FHG 1, 426 Ἀμνώϲ sq. ct. Ambr. 1540 1615 sch. Ar. Pac. 935 cf. H 1617 ═ P, Ha 80, 1, Σ ᵃ cf. Ambr. 1798)[*](1604 Z 164 1805 Z 146 1606 Ζ 142 1607 Ζ 143 : — ἀπόγονοϲ cf. V. Θείαϲ 1608 Ζ 143 1610 Ζ 143 1612 Ζ 149 1613 —4 Ζ 143 1616 cf. v. διψάϲ; Ζ 143)[*](2 Ἀμιϲώδαροϲ] Ἀμιϲώγαροϲ GIT 7 ϲου om. S γενικῇ om G A(GITSM) 8 Ἀμνηϲόϲ] Ἀμνήϲ S Ἀμνόϲ M Ambr. 16 χωρῆϲαι AS sch. ϲυγχωρῆϲαι GITM 18 καταϲτήϲαϲ] καταϲτήϲαϲθαι S 20 μοϲχίων] μοϲχίωνα GIT μοϲχίον coll. Poll. 7, 184 Gsf. 22 Ἀμνώ] Ἀμνώϲ l Ἀμέρ G om. T 29 ἀμνοί πρᾶοι om. M)
144
[*](Hom.)

1619 Ἀμόθθεν: ποθέν.

[*](Etym.)

1620 Ἀμολγόϲ: τὸ μεϲονύκτιον, ἤτοι καθ᾿ ἣν ὥραν ζῷα οὐκ ἀμέλγονται. ἤ ἀφαιρέϲει τοῦ γ, καθ᾿ ἣν οὐδεὶϲ μολεῖ. ἢ ἀφαιρέϲει τοῦ λ, καθ᾿ ἣν οὐδεὶϲ μογεῖ.

1621 Ἄμμον μετρεῖν: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνηνύτων.

[*](Ecl.)

1622 Ἁμορβόϲ: ὁ ἅμα τινὶ ὁρμῶν· ἁμορμὸϲ καὶ ἁμορβόϲ.