Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1583 Ἀμητόϲη: αὐτὰ τὰ τεθεριϲμένα ὀξυτόνωϲ. οἷον ὁ ϲτάχυϲ. [*](Σ) καὶ Τρυγητὸϲ βότρυϲ, ὃ τρυγώμενοϲ. προπαροξυτόνωϲ δὲ Ἄμητοϲ, ὁ καιρὸϲ τοῦ θέρουϲ, ἐν ῷ δεῖ ἀμᾶν. ὡϲ καὶ Τρύγητοϲ, [*](Σ) ὁ καιρὸϲ τοῦ τρυγᾶν.
1584 Ὅτι Φρονίμη, ἡ θυγάτηρ Ἐτεάρχου, ἀμήτωρ ἐλέγετο. καὶ ζήτει ἐν τῷ [*](suid.) Βάττοϲ.
1585 Ἀμήχανα· οἱ δέ, ἐπεὶ τὰ ἀμήχανα τῷ λιμῷ ἔπαϲχον, ἐκεχειρίαν [*](Ε) ὀλίγων τινῶν ἡμερῶν ᾔτουν διαπράξαϲθαι.
1586 Ἀμηχάνητοι: ἀντὶ τοῦ πολλοί. Ξενοφῶν.
1587 Ἀμηχανία: ἀπορία.
1588 Ἀμήχανον: ὑπὲρ λόγον. ἢ ἀνεπιχείρητον, ἀδύνατον. [*](Σ Hom.) τοῖϲ δὲ Ῥωμαίοιϲ ἀμήχανοϲ ἡ χαρὰ παρέϲτη πρὸϲ τὸ πάθοϲ. καὶ [*](E) Ἁμήχανοϲ, πρὸϲ ἣν οὐκ ἔϲτι μηχανήϲαϲθαι. οὐκ αὐτὸϲ μὴ δυνάμενοϲ [*](Hom.) μενοϲ μηχανήϲαϲθαι. Δαμάϲκιοϲ· πόθῳ τε ἀμηχάνῳ τῆϲ περὶ. τὸ θεῖον βακχείαϲ, οἷον ἀπομαντευομένῳ ἐῴκει τὴν τῆϲ ἀληθείαϲ εὕρεϲιν.
1589 Ἄμμιγα: ἀναμεμιγμένωϲ. εἵνεκεν εὐμαθίηϲ πινυτόφρονοϲ, [*](Anth.) ἣν ὁ μελιχρὸϲ ἤϲκηϲε, Μουϲῶν ἄμμιγα καὶ Χαρίτων.
1590 Ἀμίδα: οὐρητρίδα, οὐρηρὸν ἀγγεῖον. καὶ Ἀμίδαϲ, τὰ [*](Ar. Σ) ὑπηρέϲια. ϲοφόν γε τουτί καὶ γέροντι πρόϲφορον ἐξεῦρεϲ ἀτεχνῶϲ [*](Ar.) ράρμακον ϲτραγγουρίαϲ. Ἀλριϲτοφάνηϲ· ἀμὶϲ μὲν ἢν οὐρητιάϲῃϲ, αὑτηῒ παρὰ ϲοὶ ἠρεμήϲεται ἐγγὺϲ ἐπὶ τοῦ παττάλου.
1591 Ἀμίδ ηϲ: ὄνομα κύριον.
1592 Ἀμιθρῆϲαι: μετρῆϲαι, ἀριθμῆϲαι, παρὰ Kαλλιμάχῳ.
[*](Call.)[*](1582 ═ P, SkBa 79. 24. Σᵃ. P9, sch. Λ 67. Et M4. 83, 1, Γt. Gen. cf. Ambr. 1522 1583 ὀξυτόνωϲ + προπαροξυτόνωϲ sq. ═ P, Ba 72. 25 (cf. 2,376,15). Σa cf. sch. 223, An. Ox. 2, 331, 25, |Et. M. 83, 9. Et. Gud, Ambr. 1496— 97 Philop. diff. 1585 Proc. bell. 7, 16, 7 ═ EL. 112, 14 —16 1586 Phryn. fr. 173; Ξενοφῶν ad Cyr. 7, 5, 38, ubi mss. ἀμήχανοι. rettulit Port. 1587 ═ P, Ba 79.28, Σ a, sch. ι 295, Ap. S. 29, 23, Et. M. 83, 31 cf. Ambr.1708 1588 λόγον P, Ha 72, 29, Σᵃ, Et. Gud. ἀδύνατον ═ ech. P 262 vs 17 ἀμήχανοϲ — μηχανήϲαϲθαι pr. ═ sch. A ad ῦ 14, Et. M. 83, 30, Et. Gen. πόθῳ sq. Dam. fr. 40 ═ Phot. bibl. 338a 16— 18 1589 εἱνεκεν sq. Anth. I,22. 5— 6 1520 ἀγγεῖον sch Ar. Vsp. 807 cf. Et. M. 83, 33, Ba 79, 30 ἂμιδαϲ, τὰ ὑπηρέϲια P, Σᵃ, Ba 79, 30 ϲοφόν sq. Ar.Vsp. 809 —10, 807 6— 8 1521 Ambr. 1550 cf. 1565 1t92 ἀριθμῆϲαι Et. M. 83, 44, Kt. πen. Beits Gesch. 25; Call. fr. 114 K., 339 S.)[*](1583 cf. v. τρυγητόϲ 1584 ex v. B 185 1586 Z 142 1588 Z 154 1589 Z 164; Anth. cf. v. πινυτόϲ 1590 hinc v. οὐρητρίδα et 4471 1592 Z 161 cf. Eust. O. 1801, 28)[*](1 προντούλων] πρὸ τούτων F πρὸϲ τούτῳ pr., om. sch. 6 τρυγώμενοϲ] A (GITESM) παροξυτόνωϲ add. GI 1584 om. T mg. AS 9 καί— Βάττοϲ om S 17 ἥν S, sch. ὅν rell Et. οὐκ alt. — 18 μηχανήϲαϲθαι om. SM 18 Δαμάϲκιοϲ] δαμάϲθαι A τῆϲ] τῆϲ τε M)1594 Ἅμιλλα: ἀνταγώνιϲμα, φιλονεικία, ἐξίϲωϲιϲ. καί ποτε [*](Ε) ἀγῶνα ἐπιτελοῦντεϲ τούτω τὼ μειρακίω, ἐϲ ἅμιλλαν ἀκοντίϲεωϲ ἀποδυϲαμένω, εἶτα μέντοι τῆϲ ϲπουδῆϲ θερμότερον ὑπεπλήϲθηϲαν· καί πωϲ ὁ Ἀργέου υἱὸϲ ἀλλαχόϲε βουλόμενοϲ βαλεῖν τἀδελφοῦ δυϲτυχῶϲ τῶν ϲτέρνων τυγχάνει καὶ ἀναιρεῖ αὐτόν.
1595 Ἁμιλλητήριον: τόποϲ ἐν ᾧ ἁμιλλῶνται.
1596 Ἀμίλκαϲ, ὁ καὶ Φαβέαϲ, Καρχηδονίων ϲτρατηγόϲ, ὃϲ ὑπῆρχε κατὰ μὲν τὴν ἡλικίαν ἀκμάζων καὶ κατὰ τὴν ἕξιν ἐρρωμένοϲ, τὸ δὲ μέγιϲτον ἐφόδιον πρὸϲ πολεμικὴν χρείαν, ἱππεὺϲ ἄγαν ἀγαθὸϲ καὶ [*](Ε) τολμηρόϲ. ὅτι τούτου τοῦ Ἀμίλκου παῖδα γεγενῆϲθαι φαϲὶν Ἀννίβαν, τὸν χρόνοιϲ ὕϲτερον μακρῷ πολέμῳ τὴν Ἰταλίαν κακώϲαντα Ῥωμαίοιϲ τε φοβερὸν ἐϲ τὰ μάλιϲτα γενόμενον.
1597 Ἁμιλλῶμαί ϲοι: ἀνταγωνίζομαί ϲοι.
1598 Ἀμιναδάμ: ὄνομα κύριον.
1599 Ἀμινϲόϲ: ὄνομα πόλεωϲ. οἱ δὲ Ἀλμηϲὸϲ διὰ τοῦ η. καὶ Ἀμηϲηνόϲ.
1600 Ἅμιπποι: ξυνωρίϲ, φηϲί, κατὰ τὸ παλαιὸν ἐλέγετο δύο ἵπποι ϲυνεζευγμένοι τῶν τραχήλων. ἦν δ᾿ ἐπὶ μὲν τοῦ ἑτέρου ἡνίοχοϲ, ἐπὶ δὲ τοῦ ἑτέρου ὁπλίτηϲ. καὶ νῦν δὲ χρῶνται περὶ ἀρχῆϲ Ἀλίβυεϲ, οἱ προϲαγορευόμενοι Ζευγνῖται. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἅμιππον καλεῖται. οὕτωϲ Θουκυδίδηϲ.
1601 Ἅμιπποι: κατὰ μὲν Ἰϲαῖον οἱ ϲὺν ἵπποιϲ ϲτρατευόμενοι. οἱ δέ φαϲιν ὅτι ζεύγνυνται μέν τινεϲ ἵπποι, καὶ ὁ ἐπελαύνων αὐτούϲ, τοῦ μὲν ἐποχεῖται, τὸν δὲ παρέλκεται· καὶ καλοῦνται οὗτοι ἅμιπποι. πεζοὺϲ δὲ τοὺϲ ἁμίππουϲ Θυυκυδίδηϲ καὶ Ξενοφῶν ὑποδηλοῦϲι. καὶ μήποτε πρόδρομοί τινέϲ εἰϲιν οἱ ἅμα τοῖϲ ἱππεῦϲι τεταγμένοι.
1602 Ἀμίϲ: τὸ κλωκίον.