Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

1623 Ἀμόργεια: χρώματοϲ εἶδοϲ, ἀπὸ νήϲου Ἀμοργοῦντοϲ, ὡϲ Θήρεια ἀπὸ Θήραϲ νήϲου.

[*](Δ)

1624 Ἀμόργη: ἡ τρυγία.

[*](Σ)

1625 Ἀμόργινον: ὅμοιον βύϲϲῳ καὶ πολυτελέϲ. λέγεται καὶ Ἀμοργίνα θηλυκῶϲ.

[*](Σ)

1626 Ἀμοργίϲ: κυρίωϲ ἡ λινοκαλάμη, ἐξ ἧϲ γίνεται ἐνδύματα ἀμόργινα λεγόμενα. ἢ ἡ τοῦ ἐλαίου ὑποϲτάθμη καὶ ἡ τρὺξ τοῦ οἴνου. [*](Ar.) ἔϲτι δὲ ἡ ἀμοργὶϲ ὅμοιον ἀλεπίϲτῳ λίνῳ. περιλεπίζουϲι δὲ αὐτὸ καὶ ἐργάζονται. ἔϲτι δὲ ϲφόδρα λεπτὸν ὑπὸ τὴν βύϲϲον ἢ τὴν κάρπαϲον.

[*](Σ)

1627 Ἀμοργοί πόλεωϲ ὄλεθροϲ· Κρατῖνοϲ Σεριφίοιϲ. καλοῦϲι δὲ καὶ μοργούϲ, τὸ α ἀφαιροῦντεϲ, ὥϲπερ καὶ ἐπ᾿ ἄλλων· μαῦρον γὰρ τὸ ἀμαυρὸν καὶ ϲφόδελον τὸν ἀϲφόδελον καλοῦϲιν.

[*](Δ)

1628 Ἀμορραῖοϲ. τὸν Σηὼν βαϲιλέα τῶν Ἀμορραίων. Ἀμωραῖοϲ [*](Etym.) δὲ καὶ Ἁμώριον διὰ τοῦ ω μεγάλου.

[*](Δ)

1629 Ἀμμορῖ τιϲ: θηλυκόν· ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

1630 Ἄμμοροϲ: ὁ κακόμοροϲ.

[*](Hom.)

1631 Ἄμοτον: ἀμότωϲ, ἀκορέϲτωϲ.

[*](E)

1632 Ἀμοῦϲ· Αἰγύπτιοϲ· οὗτοϲ νέοϲ ὢν παρῃτεῖτο τὸν γάμον. ὡϲ δέ τινεϲ τῶν προϲηκόντων παρῄνουν μὴ καθυβρίζειν τὸν γάμον, ἀλλὰ γυναῖκα ἄγεϲθαι, πείθεται καὶ ἔρχεται ἐπὶ γάμον. καὶ πολλὰ παραινέϲαϲ τὴν παρθένον πείθει αὐτην πρὸ τοῦ ϲυνελθεῖν ἀποτάξαϲθαι τῷ βίῳ τῷ κοϲμικῷ. καὶ ἀποταξάμενοι ἄμφω ἐπὶ τὸ ὄροϲ τῆϲ Νιτρίαϲ χωροῦϲι καὶ βραχὺν χρόνον ϲυναϲκοῦντεϲ ἰδίᾳ τὴν ἄϲκηϲιν ἐποιήϲαντο. τούτου τοῦ Ἀμοῦν τὴν ψυχὴν ἀναλαμβανομένην ὁ Ἀντώνιοϲ ἐθεάϲατο. οὗτόϲ ποτε ἑαυτὸν γυμνὸν οὐκ ἐθεάϲατο λέγων, ἀπρεπὲϲ εἶναι τῷ [*](1619 sch. a 10 ═ Ambr. 1793 b cf H 1620 cf. Et. M. 84, 52, Et. Gen. 1621 Zen. I 80 cf. Boisson. Anecd. 1, 396 1622 ═ Et. M. 85, 23, Et. Gen. 1623 sch. Ar. Lys. 150 cf. Et. M. 85, 15 1624 ═ Ambr. 1664 cf. Eust in Dion. 525 1625 — πολυτελέϲ ═ Et. M. 85, 17, Et. Gen. — βύϲϲῳ Paus. Att. fr. 47 ex Eust. in Dion. 525 cf. Harp., P, Bk. 210, 30 1626 οἴνου ═ P, sch. Pl. Ep. 363 a, Paus. Att. fr. 47 ἐϲτι δέ sq. sch. Ar. Lys. 735 1627 ═ P; μόργουϲ ═ Eust. O. 1608. 57 cf. Paus. Att. fr. 46; Cratin. fr. 214 1628 l. ═ Ambr. 1638; τόν — Ἀμορραίων losv. 12, 2 Ἀμώριον sq. cf. Et. M 86, 5. Et Gud 1630 ═ Ambr. 1503 cf. sch. Z 408, H, Apion 1631 — ἀμότωϲ sch. Δ 440 ═ sch. Apoll. Rh. 1, 513 1632 Socr. h. e. 4, 23) [*](1619 Z 165 1620 Eust. l. 838, 51 1622 Z 143 1623 —4 Z 149 1625 Z 155 1626 Z 149 1627 hinc v. μοργούϲ 1828 cf. v. Σηών et 1644) [*](A(GITSM))[*]( 1620 om. A T post 1625 S 1621 om. GTS post 1618 l 9 Ἀμόργινον] Ἀμόργιον IS 16 ἐπ᾿] ἐξ GI 18 Σηών] Σιών Al τῶν] τόν A. 19 Ἀμωραῖοϲ —μεγάλου ex Gl (post 1629 I), Ἀμώριον δέ post l. S Ἀμώριον δἐ καὶ ὁ ἐκεῖθεν Ἀμωραῖοϲ M 23 Ἀμοῦϲ] Ἀμοῦν G TM 24 προϲηκόντων] προϲηκότων A 26 τὴν παρθένον] τῇ παρθένῳ M.)

145
μοναχῷ καὶ τὸ ἑαυτοῦ ϲῶμα γυμνὸν θεάϲαϲθαι. ἐγένετο δὲ καὶ Δίδυμοϲ ἄλλοϲ μοναχόϲ, ὃϲ ἐννενήκοντα ἔτη βιοὺϲ οὐδενὶ ἀνθρώπων ϲυνέμειιινεν ἄχρι τῆϲ τελευτῆϲ.

1633 Ἄμουϲα: ἀτερπῆ, ἀηδῆ, ἀπαίδευτα. Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν [*](Σ) Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ· ἄλλωϲ τ᾿ ἄμουϲόν ἐϲτι ποιητὴν ἰδεῖν ἀγρεῖον ὄντα [*](Ar.) καὶ δαϲύν· ϲκέψαι δ᾿ ὅτι Ἴβυκοϲ ἐκεῖνοϲ κ᾿ Ἀνακρέων ὁ Τήϊοϲ. καὶ. τὰ ἐξῆϲ.

1634 Ἀμοχθεί: χωρὶϲ κόπου.

1635 Ἁμώμενοι: θερίζοντεϲ. καὶ Ἀμῶϲιν ὁμοίωϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Σ) τοὺϲ ἀλλοτρίουϲ ἀμῶν ϲτάχυαϲ τούτουϲ, ἐν ξύλῳ δήϲαϲ ἀφαύει [*](Ar.) κἀποδόϲθαι λέγεται. τουτέϲτιν ὁ Κλέων, τούϲ ἀλλοτρίουϲ καμάτουϲ αὐτὸϲ καρπούμενοϲ.

1636 Ἄμωμον. Ἀλρριανόϲ· πέμπει παρὰ βαϲιλέα ἵππον χρυϲοχάλινον [*](E) καὶ ψέλια καὶ ἀκινάκαϲ καὶ ἄμωμον.

1637 Ἄμωμοϲ. ὁ καθαρόϲ. καὶ ἀναίτιοϲ. Δαβίδ τοῦ κατατοξεῦϲαι [*](Δ) ἐν ἀποκρύφοιϲ ἄμωμον.

1638 Ἄμμων. ὄνομα θεοῦ Ἑλληνικοῦ. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· [*](Δ) ἐϲμὲν δ᾿ ὑμῖν Ἄμμων, Δελφοί, Δωδώνη, Φοῖβοϲ Ἀπόλλων· ἐλθόντεϲ [*](Ar.) γὰρ πρῶτον ἐϲ ὄρνιϲ οὕτω πρὸϲ ἔργα τράπεϲθε.

1639 Ἀμμωνιανόϲ, γραμματικόϲ, κοϲμούμενοϲ τῇ ϲυγγενείᾳ Συριανοῦ καὶ ἅμα τῇ ϲυμφύτῳ ὁμοιότητι τῶν τε ἠθῶν καὶ τοῦ ϲώματοϲ, κατὰ τὸν Ὅμηρον εἶδόϲ τε μέγεθόϲ τε φυήν τ᾿ ἄγχιϲτα ἐώκει. τό τε γὰρ ϲῶμα καλόϲ τε καὶ μέγαϲ ἦν ἑκάτεροϲ. καὶ ἔτι προϲῆν ὑγεία καὶ ἰϲχὺϲ οὐδὲν ἀποδέουϲα τῆϲ ἄλληϲ εὐφυΐαϲ τοῦ τε ὅλου καὶ τῶν μερῶν· ἥ τε ψυχὴ ἔρρωτο πρὸϲ τὸ βέλτιϲτον αὐτοῖϲ τὸ ὁμοιότροπον. ἀλλ᾿ ὁ μὲν θεοφιλέϲτεροϲ ἦν ὁ Συριανὸϲ καὶ τῷ ὄντι φιλόϲοφοϲ· ὁ δὲ ἠγάπα τὴν ἐπὶ ποιητῶν ἐξηγήϲει καὶ διορθώϲει τῆϲ Ἑλληνικῆϲ λέξεωϲ καθημένην τέχνην. οὗτοϲ ἦν Ἀλμμωνιανόϲ, ᾧ κεκτῆϲθαι ϲυμβέβηκεν ὄνον ϲοφίαϲ ἀκροατήν.

1640 Ἀμμώνιοϲ, φιλόϲοφοϲ, Ἀλεξανδρεύϲ, ὁ ἐπικληθεὶϲ Σακκᾶϲ. [*](Hesy.) οὺτοϲ ἀπὸ Χριϲτιανῶν γέγονεν Ἕλλην, ὥϲ φηϲι Πορφύριοϲ.

1641 Ἀμμώνιοϲ, Ἀμμωνίου, Ἀλεξανδρεύϲ, Ἀλεξάνδρου γνώριμοϲ, ὃϲ [*](Hesy.) καὶ διεδέξατο τὴν ϲχολὴν Ἀριϲτάρχου πρὸ τοῦ μοναρχῆϲαι τὸν Αὔγουϲτον.

[*](1633 — ἀπαίδευτα ═ P, Ba 80, 6, Σa cf. H ἄλλωϲ sq Ar. Th. 159—161 1634 ═ Ambr. 1783 1635 — θερίζοντεϲ Ba 82, 4, Σᵃ cf. Ambr. 1762; ἀμῶϲιν cf. P, Ba 82, 7, Σ a τούϲ sq. Ar. Eq. 392 c. sch. 1636 Arr. Parth (?) R. p. 61 1637 — καθαρόϲ ═ Ambr. 1509 ἀναίτιοϲ sq. ═ Thdr. in Ps. 63, 5 PG 80, 1341c 1638 ἐϲμέν sq. Ar. Av. 716— 7 1639 Dam. fr. 60; ὁ δὲ ἠγαπᾶ sq. ═ Phot. bibl. 339a 31— 34; εἰδὸϲ— ἐῴκει B 58 1640 cf. Hieron. vir. ill. ξδ΄ 1641 διεδέξατο—Ἀριϲτάρχου ═ sch. A ad K 397)[*](1633 Ar. hinc 350 1635 Ar. cf. 4565 1637 Z 146 1638 cf. v. Πᾶν 1 1839 l. Ζ 146; hinc v. ὄνοϲ λύραϲ 1640 hinc v. Σάκαϲ; Ζ 146)[*](10 ἀφαόει SM ἀφαίει A ἀφάνει Gl om. T 11 Κλέων] κλέπτων GIT A(GITSM) 15 Δαβίδ om. S. M mg. A 19 τράπεϲθε AM ac τράπεϲθαι S τρέπεϲθε GTM ac τρέπεϲθαι I 21 ἠθῶν] τέχνων S 22 τ᾿ ἄγχιϲτα AT AT τάχιϲτα rell.)
146

1642 Ἀμωντιανόϲ Ῥωμαῖοϲ, ϲυγκλητικὸϲ γεγονώϲ.