Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

82 Γαιήϊοϲ: ὁ γήϊνοϲ.

[*](Δ Suid.)

83 Γαιήοχοϲ: ὁ Ποϲειδῶν. Γεοῦχοϲ δέ.

[*](Δ)

84 Γαιοδότηϲ: ὁ ἀπεμπολῶν γῆν.

85 Γαιών. ὄνομα τόπου. Γαιῶν καὶ Φειϲών, ὀνόματα ποταμῶν. [*](Ps.) καὶ Γαιῶν, γηΐνων πραγμάτων.

[*](Hom.)

86 Γαιοῦχοϲ: ὁ τὴν γῆν ὀχῶν.

[*](ΔΣ)

87 Γαῖϲα. καὶ Γαιϲόϲ, κοντὸϲ, εἶδοϲ ἀμυντηρίου, οἷον δόρατοϲ.

88 Γεγανωμένοϲ: λελαμπρυϲμένοϲ. ἐϲκεπαϲμένοϲ. τὸ περιέχον [*](Ε) τῷ κονιορτῷ γεγανωμένον ἐν χώρῳ βοτανώδει. τουτέϲτι λελευκαϲμένον.

[*](75 δοτικῇ cf An. Ox. 4, 288, 21, Synt. Gud. et Laur. ἀγάλλεται sq. ═ Ba 183, 20 cf. H 76 ═ Ambr. 1 77 ἀκατάπληκτον Σ cf. H v. γαύρῳ; — ἀκλινέϲ Ba 183, 21 οὐδέν —Ἡρακλῆϲ Ar. Ran. 282 vs. 4 ὁ —6 νίκην Agath. 5, 15, p. 312 78 Eunap fr. 70. FHG 4, 44 —5 79 sch. Z 282 ═ H; ἡ γῆ Ambr 88 80 cf. Ambr.64 81 ═ Ambr. 20 cf sch. η 324, H v. Γαιήϊον, Ap S. 53, 33 82 ═ Ambr.12 Sa cf. Stud. An. 267, Herodian et Didymus ap. Eust. 1392, 23; Ποϲειδῶν Ambr. 75, Stud. An. 279, 283, Ps Herodian. 12 γεοῦχοϲ cf. Ambr.221, Stud. An.278 84 cf. Ambr.13, Ps. Herodian. 209 85 — τόπου cf. Ambr.44 Γαιών — ποταμῶν cf. Ambr.51 et sub litt. Φ, Hes., Ps. Herodian. 112 γαιῶν sq. ═ An. Ox. 2,432,4 86 ═ sch. α 68 cf Hv. γαιηούχῳ ═ sch.1183 87 γαῖϲα cf Ambr. 79 γαιϲόϲ sq. ═ Σa; κοντόϲ sq Ba 183,11 cf. Ambr. 14 H. Paus. Att. fr 98 ex Eust. l. 344,12 88 λελαμπρυϲμένοϲ Σᵃ, Ba 183, 22, Et. M. 223, 43, sch. Pl. Rep. 411 a, Ambr.264 cf. H λελευκαϲμένον cf. Et. M 22345)[*](78 cf. v. Τιμάϲιοϲ, ex quo Τιμάϲιοϲ sq. 83 cf. 159, ex quo γεοῦχοϲ δέ 85 cf. 241 et v. Φειϲών 87 cf. 208)[*](A(GITFVM))[*]( 3 ἀκατάπληκτον G Σᵃ εὐκατάπληκτον rell 6 κινούμενοϲ VM κοινούμενοϲ rell. 8 καί —14 ἀνέϲτρεφε om. V καὶ τὰ ἐξῆϲ F 8 τό] τῶν v. Τιμάϲιϲ. 11 οὐρανοῦ] cf. v. Τιμάϲιοϲ 14 Τιμάϲιοϲ —15 ἤγαγεν om. F mg. V 17 Γεζίτηϲ] Γαζίτηϲ V cf. Ambr. 18 ὁ —υἰόϲ om FV 20 γεοῦχοϲ δέ om FV 22 Γαιών alt.] Γεών A cf. Zon. 427 Γηών M 23 καί 1 πραγμάτων om. FV γηίνων] καὶ γ. GIT 26 περιέχον ] πενέχον A.)
511

89 Γεγαννυμἐνοϲ. ἐπαγαλλόμενοϲ. πῶϲ δὲ ἀνὴρ βαϲιλείῳ τύφῳ [*](Ε) ἐκ παίδων καὶ κολακείᾳ πολλῇ γεγαννυμένοϲ δίαιτάν τε λαχὼν βαρβαρωτάτην οὕτω διατεθῆναι.

90 Γέγειαι βόεϲ: αἱ ἀρχααι. καὶ ἀρϲενικῶϲ Γέγειοϲ.

[*](call)

91 Γέγηθε. χαίρει.

[*](Σ)

92 Γεγηροτροφηκώϲ. ἐν γήρει θρέψαϲ.

[*](Δ)

93 Γέγονεν ἐν καλῷ. καλλίϲτωϲ ἔϲχεν.

[*](Σ)

64 Γεγράψομαι. δεήϲομαι. ὥϲτ’ οὐ Κρέοντοϲ προϲτάτου γεγράψομαι. Soph. Σοφοκλῆϲ φηϲι.

95 Γεγωνέναι. καὶ Γεγωνεῖν, ἐξάκουϲτον βοῆϲαι.

[*](ΔΣ)

96 Γεγωνοκῶμαι: γυναῖκεϲ, αἱ τὰϲ κώμαϲ ἐμπιπλῶϲαι βοήϲεων.

[*](Σ)

97 Γεγωνόν: ἐξάκουϲτον· λαμπρὸν φθέγμα. καὶ Γεγωνίϲκειν, [*](Δ) τὸ φθέγγεϲθαι ἐξάκουϲτον. καὶ Γεγωνότερον, τρανότερον. καὶ. Γεγωνώϲ, βοήϲαϲ. Γεγώϲτιϲ.

98 Γεδεών, ϲτρατηγὸϲ τῶν Ἑηραίων. Μαδιηνίταιϲ ϲὺν τοῖϲ Ἄραψι [*](Ε) καὶ Ἀμαληκίταιϲ μέλλοντοϲ πολεμεῖν, ὁ θεὸϲ ϲυνεβούλευεν ἐπιϲτὰϲ περὶ μέϲην ἡμέραν ἐν ἀκμῇ τοῦ καύματοϲ ὄντοϲ ἀγαγεῖν τὸν ϲτρατὸν εἰϲ τὸν ποταμὸν καὶ τοὺϲ μὲν κατακλιθένταϲ καὶ οὕτω πίνονταϲ εὐψύχουϲ εἶναι ὑπολαμβάνειν, ὅϲοι δ’ ἂν ἐϲπευϲμένωϲ καὶ μετὰ θορύβου πίνοιεν, τούτουϲ δὴ νομίζειν ὑπὸ δειλίαϲ τοῦτο πάϲχειν, καταπεπληγόταϲ τοὺϲ πολεμίουϲ. καὶ εὑρέθηϲαν τ ταῖϲ χερϲὶ τεταραγμένοι πίνοντεϲ.

99 Γεδεών, κριτὴϲ τοῦ Ἰϲραὴλ, ἐπάταξε τὸν Μαδιάμ μετὰ τῶν λαμψάντων [*](Ε) ἐν τῷ πίνειν καὶ τὸν Ὠρὴβ καὶ Ζὴβ καὶ Ζεβεὲ καὶ Σαλμωνὰν τοὺϲ ἄρχονταϲ αὐτῶν· τόν τε πύργον τοῦ Φανουὴλ κατέϲτρεψε καὶ τοὺϲ ἄρχονταϲ αὐτῶν ἠλόηϲεν ἐν ταῖϲ ἀκάνθαιϲ θλίψανταϲ τὸν Ἰϲραὴλ ἔτη ζ′.

100 Γέεννα: ἡ καταδίκη.

[*](Δ)

101 Γεηρόν: τὸ γήϊνον.

[*](Δ)