Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Suid.)

62 Γαργαλιϲμόϲ.

[*](Σ)

63 Γαργαλίζει· δοτικῇ. κινεῖ, ὑποϲημαίνει, προτρέπει, ἐρεθίζει. [*](Ar.) ὥϲτ’ ἐμοῦ γ’ ἀκροωμένου τοῦ μέλουϲ ὑπὸ τὴν ἕδραν αὐτὴν ὑπῆλθε [*](49 ═ Ambr. 52 cf. Ambr. 34, 39, H, Bk. 228, 26 51 ═ Ambr. 86, Et Gen. ═ Et. M. 221. 12 cf sch N 200 ═ H, Ap. S. 53, 34, sch. Ar. Eq.1 98 52 ═ Ambr. 82 53 ὄνυχαϲ Ba 183,13 cf. H, sch. Π 428 γαμψώνυχα sq. Ar. Byz. Ep. 1, 22 54 — ἐπικαμπέϲ ═ H vs. 8 καί —9 πάγην Anth. 6, 192, 3 —4. vs. 9 γαμψόν —ἀρούρηϲ Anth. 6, 95, 3. γαμψάϲ sq. Anth. 6, 104, 2 55 sch. Ar. Nu. 337 56 ═ Ambr. 112 58 cf. Ambr. 121, sch. N 265, H 59 οἷνοϲ sch. Ar. Ran. 1320 Πάν —γάνοϲ sec. Anth. 6, 158,4 γάνοϲ tert. —παυϲίπονον Ar. Ran. 1320 —1 c. sch. vs. 20 γάνοϲ alt. sq. Harp. 60 χαίρουϲα ═ Ba 18314 cf. H, Ap. S. 53,28 γάννυμι cf. Ambr. 123 γάνυϲθαι sq ═ sch. Pl. Phaedr. 234 d cf. sch. N 493 61 l. ═ Ambr. 60 62 cf. Phryn. 56,9, H. 63 δοτικῇ An. Ox. 4, 288, 22, Synt. Laur. et Gud. κινεῖ —ἐρεθίζει ═ Ba 183, 16 Et. M. 221, 24; ἐρεθίζει H ὥϲτ’—p 509,1 γάργαλοϲ Ar. Th 132—3 (c. sch.)) [*](49 cf. Z 416 52 Z 420 53 hinc v. ἐπιρυγχίδα, v. ῥύγχοϲ 2 extr. 54 Z 422 58 Z 423 59 Z 422; Anth. hinc v. Νύμφαι πίδακα 62 ex 267 63 Z 423) [*](A(GITFVM))[*]( 2 Γαμηϲείειν] Γαμηϲείην A 6 ἐπιρυγχίδα] ἐπιρρυγχίδα FV 9 εἰναλίοιϲι] εἰναλίῃϲι A 9.10 γαμψόν τε] γάμψοντεϲ A 11 δρεπάναϲ] δραπάναϲ A. 57 om. AFV 24 Γαργηττόϲ] Γαργητόϲ IFV Ambr. sed cf. Hes. Steph. Byz. τόπου om. FVM 62 om. AFV post p.509,1 Ἀριϲτοφάνηϲ T post 69 M. 27 γ’ om. FV)

509
γάργαλοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ. Γαργαρίζει δὲ, ἐρεθίζει ἀπὸ τοῦ ϲτόματοϲ [*](Σ) ὥϲτε ἐμέϲαι.

64 Γάργαρε· ζήτει ἐν τῷ ψαμμοκοϲιογάργαρα.

65 Γάρμοϲ: ὄνομα κύριον. ὁ δὲ ἕτεροϲ ταῦροϲ ἐμυκήϲατο κακὸν [*](Ε) φώνημα Γάρμῳ.

66 Γάροϲ: ἀρϲενικῶϲ λέγεται. ἔϲτι δὲ οὐδὲν ἄλλο ὁ γάροϲ ἢ [*](Δ) ϲηπεδών.

67 Γαριζείν: ὄροϲ.

68 Γαϲτήρ: ἡ κοιλία. Ὅμηροϲ διαπαντὸϲ γαϲτέραϲ καλεῖ οὐ κοιλίαϲ. [*](Hom.?) καὶ παροιμία· γαϲτέρα μοι προφέρειϲ, κάλλιϲτον ὄνειδοϲ Prov. ἁπάντων, ἡ πλήρηϲ μὲν ἐλαφροτέρη, κενεὰ δὲ βαρεῖα· ἐπὶ τῶν γαϲτριμαργούντων. Γαϲτέρα δὲ ὁ Δαβὶδ τὸ τῶν λογιϲμῶν ταμεῖον Thdr ἐκάλεϲεν. ἐταράχθη ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλμόϲ μου, ἡ ψυχή μου καὶ ἡ γαϲτήρ μου.

69 Γαϲτρίζεϲθαι. λαμπρότερον τρέφεϲθαι.

70 Γαϲτρίζομαι. τύπτομαι εἰϲ τὴν γαϲτέρα. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὦ πόλιϲ, [*](Ar.) ὑφ’ οἵων θηρίων γαϲτρίζομαι.

71 Γαϲτριμαργία, καὶ Γαϲτρίμαργοϲ, ὁ ἄπληϲτοϲ. καὶ Γαϲτριμάργωϲ, [*](Δ) ἀπλήϲτωϲ. ζήτει ἐν τῷ δαιτρόϲ.

72 Γάϲτριϲ: ὁ περὶ γαϲτέρα ἀκρατήϲ. καλοῦϲι δ’ οὕτω καὶ τὸν [*](Σ) ἕλμινθαϲ ἔχοντα.

73 Γαῦλοϲ: ὁ ἐξ ἀλλοτρίων ζῶν ἢ ὁ εὐαπάτητοϲ. ἡ πλοῖόν τι φορτηγὸν [*](Δ + Ar + Σ) Φοινικικὸν, ἢ ἄκατοϲ. Γαυλὸϲ δὲ ὀξυτόνωϲ, τὸ ποιμενικὸν ἀγγεῖον, ὃ δέχεται τὸ γάλα. Ἡρόδοτοϲ· γαύλουϲ τε ἐνταῦθα καταδύϲαϲ. [*](Ε) ἢ Γαυλόϲ, ὁ τοῦ φρέατοϲ ἀντλητήρ. ἢ οἰνηρὸν ἀγγεῖον, [*](Hdt.) ἐκ ξύλων κατεϲκευαϲμένον, ἣν Ἰταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουϲιν. ἐπὶ δὲ τῶν γαλακτοδόχων ἀγγείων· γαυλούϲ τε γλαγοπῆγαϲ. ἐν [*](Anth) Ἐπιγράμμαϲι.

74 Γαυνάκαϲ ἀμπεχόμενον.

[*](63 γαργαρίζει sq. ═ Ba 183, 18, Et. M. 221, 25 65 ὁ sq. lambl. fr. 3 66 ἔϲτι sq. Artem. 1, 66 (p. 60, 19) 67 cf. Ambr. 110 ═ Zon. 422 68 vs.10 γαϲτέρα — γαϲτριμαργούντων Diogen. III 85 vs. 12 γαϲτέρα sq. Thdr. in Ps. 30,10, PG 80,1080 c 69 Ba 183,17, Et. M. 222,2. H 70 Ar. Eq. 272 c.sch. 71 Γαϲτριμαργία ═ Ambr. 105; γαϲτρίμαργοϲ, ὁ ἄπληϲτοϲ ═ Ambr.2 cf. H; γαϲτριμάργωϲ, ἀπλήϲτωϲ ═ Ambr. 130 72 ἀκρατήϲ Et. M. 222,4 καλοῦϲι sq. cf. Bk. 230, 16 ═ H, fort. Ael. D. cf 162 73 ζῶν ═ H, Zon. 417 ὁ εὐαπάτητοϲ + γαυλόϲ —ἀγγεῖον ═ Philop. diff. πλοῖον —ἀγγεῖον cf. H, sch. Ar. Av. 598, Bk. 230, 24, Et. M. 221, 4 gl. Hdt. 3, 136; ἄκατοϲ cf. Ambr. 83; ποιμενικόν —γάλα cf. Et. M. 222, 25, sch. ι 223, Ap. S. 53, 27, Bk. 230, 21 γαύλουϲ —καταδύϲαϲ Hdt, 6, 17 vs. 25 γαυλόϲ — ἀντλητὴρ gl. Hdt. 6, 119 cf Bk. 230,22 Et M. 222, 32 vs. 27 γαυλούϲ sq. Anth. 6, 35, 5 74 Σa, fort. fr. com)[*](65 cf. v. φάϲμα 66 Ζ 416 68 Ζ 420 69— 70 Ζ 423 72 — 3 Ζ 417 73 hinc v. μαγγάνα 74 Ζ 418)[*](1 γαργαρίζει GTMex, Ba, Et. Zon. γαργαλίζει rell. 3 Γἀργαρε A Γάργαιρε M A(GITGVM) 67 om. FV mg. I post 65 M 12 γαϲτριμαργούντων|γαϲτριμάργων V cf. Paroem 17 γαϲτρίζομαι] γαϲτρίζομεν A 22 ὁ ἐξ —ἤ ex GIT 27 γλαγοπῆγαϲ] γλαυγόπηγαϲ A γαυλόπηγαϲ V γλαγόποδαϲ M.)
510
[*](Σ)

75 Γαυριᾷ· δοτικῇ. ἀγάλλεται, ἐπαίρεται, θραϲύνεται.

[*](Δ)

76 Γαυροειδήϲ: ὁ ὑπερήφανοϲ.

[*](Σ)

77 Γαῦρον: ϲτερρὸν, μέγα, ἀκλινὲϲ, ἀκατάπληκτον. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) ρηϲιν μείζονα ἔδειξε καὶ γαυροτέραν, καὶ περιχαρήϲ γε τὴν νίκην. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ γαῦροϲ ὡϲπερεὶ κινούμενοϲ.

[*](Ε)

78 Γαῦροϲ· ὁ δὲ γαῦρόϲ τε ὢν ἀνὴρ καὶ ἀγέρωχοϲ καὶ ϲτρατείαιϲ ὡμιληκώϲ καὶ τοῦτο πρῶτον ἀγαθὸν ἡγούμενοϲ, τὸ ἐν ἀνθρώποιϲ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ πλοῦτον ἐπικλύζοντα καὶ τὸ ἔχειν ἑαυτῷ ὅτι βούλοιτο κεχρῆϲθαι καὶ ἀδεῶϲ διὰ μέθην νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ εἰδέναι οὔτε ἀνατέλλοντα καὶ δυόμενον ἥλιον, ἴϲα καὶ οὐρανοῦ εἶναι νομίϲαϲ τὴν μετάκληϲιν, ἐκ τῶν ἀλύπων καὶ διακεχυμένων εἰϲ ὀλιγωρίαν διατριβῶν ἀπορρήξαϲ ἑαυτὸν καὶ κατατείναϲ τὴν ψυχὴν εἰϲ Suid φιλοδοξίαν βαρὺϲ ἀναϲτὰϲ ἐκ Παμφυλίαϲ ἀνέϲτρεφε. Τιμάϲιοϲ· οὖτοϲ ἦν, ὃν Εὐτρόπιοϲ ἤγαγεν.

[*](hom.)

79 Γαῖα χάνοι. καταπίοι αὐτὸν ἡ γῆ.

[*](Δ)

80 Γεζίτηϲ: τοπικόν.

[*](Δ)

81 Γαίειοϲ: ὄνομα κύριον. ὁ τῆϲ γῆϲ υἱόϲ.