Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

102 Γεθϲημανή.

[*](89 πῶϲ sq. Agath. 2, 28, p 126 90 — ἀρχαῖαι Call. fr.124 K., an. 13 S. c. sch. cf. Et. M. 223, 32 91 Ba 183,23, H 92 l. ═ Ambr. 269 93 ═ Ba 183, 24, H 94 Soph 0 411 c. sch. 25 γεγωνεῖν sq. ═ Σa cf. Ba 184, 1, H v. γεγωνέειν et v. γεγωνέμεν, sch. ε 400, Et. M.224,11 96 ═ Et Gen, Et M 224, 27, Eust. l. 909, 6 97 ἐξάκουϲτον H cf. Ba 184, 1, Σa γεγωνότερον aliter Ambr. 251, Et. M. 224, 25 γεγωνώϲ, βοήϲαϲ cf. H, sch. Λ 275, Ambr 273 98 los. Ant. 5, 210, 216 — 7 99 Georg. 1, 147, 11 16 100 aliter Ambr. 222 101 ═ Ambr. 250)[*](89 cf. v Χοϲρόηϲ 90 Z 427 92 Z 432 94 Z 432 97 γεγωνίϲκειν sq. Eust. l. 909,6 10 Z 430)[*](4 καί —γέγειοϲ om. F V post βόεϲ AM 94 extra ord. antistoech. 10 Γε A(GITFVM) γωνέναι] Γεγονέναι A 11 ἐμπιπλῶϲαι] ἐμπιπλᾶϲαι A FV 15 Μαδιηνίταιϲ] Μαδιανίταιϲ A cf. Zon. 16 ϲυνεβούλευεν] ϲυνεβούλευϲεν FV 21. 22 τεταραγμένοι AM τεταραγμένωϲ GITF cp. V 23. 24 λαμψάντων] λαψάντων TV cf Georg. 24 Σαλμωνάν A Σαλμώ FV, cp. GΙM cf. Georg. 25 αὐτῶν ] αὐτῷ A F 102 om. ATFV post 99 G)
512

103 Γελγέλ: ὁ τροχὸϲ ὀνομάζεται. καθάπερ οὖν ἐξ ὄρουϲ ὑψηλοῦ τοῦ ϲωτηρίου ϲτόματοϲ προενεχθέντα ταῦτα τὰ ῥήματα δίκην τροχοῦ κατὰ τὴν οἰκουμένην ἐκυλίϲθη καὶ πᾶϲαν ἐπέδραμε· καὶ ἐβαπτίϲθηϲαν Suid. πάντεϲ κατὰ ἔθνη καὶ πόλειϲ. διὸ καὶ Γαλιλαία κατακυλιϲτὴ λέγεται τῇ Ἑλλάδι γλώϲϲῃ.

[*](Ar.)

104 Γελάδαϲ: ἀγαλματοποιὸϲ, διδάϲκαλοϲ Φειδίου.

[*](Ar.)

105 Γέλα καὶ Καμάρινα, πόλειϲ Σικελίαϲ.

[*](Σ)

106 Γελαϲείοντα: γελαϲτικῶϲ ἔχοντα, γελάϲαι θέλοντα.

107 Γελαϲείω: ἐπιθυμητικῶϲ ἔχω τοῦ γελᾶν. Δαμάϲκιοϲ· νῦν δὲ καὶ τῷ μὴ πάνυ γελαϲείοντι γέλωτα παρέξει γενναῖον ἡ τοῦ ἔργου διέξοδοϲ.

108 Γελαϲίνοιϲ: γραμμαῖϲ ταῖϲ ἐκ τοῦ γελᾶν γινομέναιϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· Anth. καὶ ῥ’ ἡ μὲν τροχαλοῖϲ ϲφραγιζομένη γελαϲίνοιϲ λευκὴ ἀπὸ Suid. γλουτῶν ἤνθεεν εὐαφίην. ὅτι ὁ Δημόκριτοϲ ὁ Ἀβδηρίτηϲ ἐπεκλήθη Γελαϲῖνοϲ διὰ τὸ γελᾶν πρὸϲ τὸ κενόϲπουδον τῶν ἀνθρώπων.

[*](Soph.)

109 Γελαϲτήϲ: ὁ ἐπεγγελῶν. οὔθ᾿ ὡϲ γελαϲτὴϲ, Οἰδίπουϲ, ἐλήλυθα, οὔθ᾿ ὡϲ ὀνειδιῶν τι τῶν πάροϲ κακῶν. ὁ Κρέων φηϲί.

[*](Δ)

110 Γέλγιθεϲ: ϲκορόδων κεφαλαί. καὶ πότιμοι γέλγιθεϲ ἠδ τε [*](Anth.) ὄγχναι, δαψιλῆ οἰνοπόταιϲ γαϲτρὸϲ ἐπειϲόδια.

[*](Δ)

111 Γελίμεριϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

112 Γελλοῦϲ παιδοφιλωτέρα· αὕτη ἄωροϲ ἐτελεύτηϲε, καὶ τὸ φάνταϲμα αὐτῆϲ ἐδόκουν ἐπὶ τὰ παιδία καὶ τοὺϲ ἀώρουϲ θανάτουϲ ἰέναι.

[*](Δ Synt.)

113 Γέλων: ὄνομα κύριον. Γέλων δὲ τὸν γέλωτα. καὶ Γελῶ ϲε On. λύϲιϲ ὀνείρου· γελῶν καθ᾿ ὕπνουϲ δυϲφόρουϲ ἕξειϲ τρόπουϲ.

[*](Δ)

114 Γελῷοϲ: ἐθνικόν. καὶ Γελῴων, ἐθνῶν. καὶ Γέλωϲ, ἡ χαρμονή.

[*](Prov.)

115 Γέλωϲ Μεγαρικόϲ: ἤκμαϲε γὰρ ἡ Μεγαρικὴ κωμῳδία ἀώρωϲ, ἣν Ἀθηναῖοι καταμωκώμενοι ἐγέλων.

[*](Ε)

116 Γέλωϲ πλατύϲ· ὁ δὲ Πέρϲηϲ ἐϲ τοϲοῦτον ἐληλάκει φρυάγματοϲ ὡϲ γέλωτα τῶν ἀγγελλόντων καταχέειν πλατύν. Σιμοκάτηϲ φηϲί.

[*](Prov.)

117 Γέλωϲ ϲυγκροτούϲιοϲ: ὁ ἄτακτοϲ καὶ ἄϲεμνοϲ· ἐκ μεταφορᾶϲ τοῦ μετὰ κρότου χειρῶν καὶ ποδῶν γενομένου γέλωτοϲ.

[*](103 — τροχόϲ cf. Lagarde 189, 95 104 sch. Ar. Ran. 501; cf. Frickenhaus, Archäol. Jahrb. 1911, 25 105 sch. Ar. Ach. 606 106 ═ sch. Pl. Phaed. 64b 107 νῦν sq. Dam. fr. 21 108 καί —εὐαφίην Anth. 5, 34, 3-4 109 οὔθ’ sq. Soph. OT 1422 — 3 110 — κεφαλαί ═ H καί sq. Anth. 6, 232, 5—6 111 cf. Ambr. 165 112 cf. Zen. III 3, H 113 —γέλωτα ═ Ambr. 170 et 152 cf. Philop diff., H γελῶ ϲε cf. Synt. Gud., An. Ox. 4, 288.27 vs. 24 γελῶν sq. Astramps. 114 — ἐθνῶν cf. Ambr. 172, 210; γέλωϲ sq. ═ Ambr. 152 115 ═ Paroem. ed. Gsf. 30, n. 285 116 Th. Simoc. 2, 2,1 117 cf. Zen. II 100)[*](103 cf. 36, ex quo διό sq., Z 430 105 cf. v. Καμάρινα 107 Z 432 108 Z 427. ὅτι sq. ex v. Δ 447 109 Z 424 110 Z 427. Anth. cf. v. ἐπειϲόδιον 1 111 Z 425 113 Astramps. cf v. καθ’ ὕπνουϲ)[*](A(GITFVM) 103 extra ord. 4 διό— 5 γλώϲϲῃ om. FV nov. gl. A 107 non nov. gl. A 14 εὐαφίην] εὐβαφίην GIT ὅτι —15 ἀνθρώπων om. TFV post 109 A ὁ pr. om. GIM 23 καί— 24 τρόπουϲ om. GFV γελῶ ϲε] γελῶϲαι A 24 λύϲιϲ —τρόπουϲ om. T mg. A 29 τῶν ] τὸν τῶν A)
513

118 Γέλοιοϲ: ὁ καταγελαϲτότατοϲ, προπαροξυτόνωϲ. Γελοῖοϲ δὲ ὁ Σ γελωτοποιόϲ. καὶ παροιμία· γελοιότερον ἀπεργάζῃ τῶν τὰϲ κέγχρουϲ ἀποτορεύειν ἐπιχειρούντων ἢ καθάπερ τὸν Μυρμηκίδην ἀντιπραττόμενον τῇ Φειδίου τέχνῃ. καὶ ἑτέρα παροιμία· Γελοιότερον Prov. Μελιτίδου, ἐπὶ τῶν ἐπὶ μωρίᾳ διαβεβλημένων. Μελιτίδηϲ γὰρ ἀνὴρ κωμῳδούμενοϲ ὑπὸ τῶν ποιητῶν ἐπὶ μωρίᾳ κατὰ ταυτὰ τῷ Ἀμφιϲτείδῃ. τοῦτον δέ φαϲιν ἀριθμῆϲαι μὲν πολλὰ παθόντα μέχρι τῶν ε′ καὶ πέρα μηκέτι δύναϲθαι, γήμαντα δὲ τῆϲ νύμφηϲ μὴ ἅψαϲθαι· φοβεῖϲθαι γὰρ μὴ αὐτὸν ἡ παῖϲ τῇ μητρὶ διαβάλλῃ. ὁ δὲ Ἀμφιϲτείδηϲ ἠγνόει ἐξ ὁποτέρου γονέων ἐτέχθη.

119 Γελοῖον: γέλωτοϲ ἄξιον.

[*](Δ)

120 Γεμίζω· γενικῇ. ἔϲτι δὲ καὶ αἰτιατικῇ τὸ ἀντλῶ.

[*](Synt Δ)

121 Γεμίνιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)